Έχουμε διανύσει μια περίοδο κατά την οποία η αυξημένη παρουσία και παρέμβαση της αστυνομίας στο δημόσιο χώρο φάνηκε να δικαιολογείται στο πλαίσιο της εφαρμογής των μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Στο διάστημα που έχει μεσολαβήσει σημειώθηκε γενίκευση της αστυνομικής επιτήρησης, με ταυτόχρονη επιβολή ποικίλων περιορισμών στην κίνηση των πολιτών, αύξηση των ατομικών ελέγχων καθώς επίσης και επιθετική παρέμβαση κατά των συναθροίσεων, ανεξάρτητα από τη φύση και το μέγεθός τους. Όλα αυτά είχαν καταστρωθεί στο καθεστώς κατάστασης ανάγκης, το οποίο εισήγαγαν οι πρώτες πράξεις νομοθετικού περιεχομένου ένα χρόνο πριν. Έτσι ήταν δυνατό να παρουσιάζει η κυβέρνηση τη δραστηριότητα της αστυνομίας ως φυσική και αναγκαία στην εφαρμογή αυτών των μέτρων.
Την περασμένη χρονιά, η «κατανόηση» και αποδοχή του επαυξημένου ρόλου της αστυνομίας σε σχέση με τη διαχείριση του υγειονομικού κινδύνου θα μπορούσε να εννοηθεί ως «υπεύθυνη» πολιτική συμπεριφορά. Άλλωστε η αντιπολίτευση φάνηκε να διστάζει να κλιμακώσει την κοινοβουλευτική αντιπαράθεση γύρω από τις νομοθετικές πρωτοβουλίες εν μέσω πανδημίας για τον έλεγχο των συναθροίσεων και την πανεπιστημιακή αστυνομία σε ένα ευρύτερο πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης με αντικείμενο την ίδια την αστυνόμευση, παρά την αυξανόμενη κοινωνική δυσφορία και ένταση για τα μέτρα αυτά. Αυτό το πεδίο το άνοιξαν αποφασιστικά οι πρωτοβουλίες των πολιτών, οι οποίες κατά ένα μέρος τροφοδοτήθηκαν από την κόπωση και τον εκνευρισμό που δημιούργησε η δραστηριότητα της αστυνομίας. Οι αντιδράσεις υπήρξαν επίσης άμεση συνέπεια του ύφους της αστυνόμευσης και των περιστατικών αστυνομικής αυθαιρεσίας και βίας, τα οποία, όπως έδειξε η περίπτωση της Νέας Σμύρνης, πήραν μεγαλύτερη δημοσιότητα και ανατροφοδότησαν τη δυσφορία και την αγανάκτηση των πολιτών.
Σήμερα πια γνωρίζουμε ότι η εντατικότερη χρήση της αστυνομίας υπήρξε προϊόν πολιτικής απόφασης της κυβέρνησης. Αυτό έχει προκύψει σαφώς, ιδίως από τις ολοένα συχνότερες αναφορές των εκπροσώπων των συνδικαλιστικών ενώσεων των αστυνομικών. Αυτό το οποίο είναι λιγότερο εμφανές είναι ότι η συγκεκριμένη μορφή της επιθετικής αστυνόμευσης, η οποία αποκαλύφθηκε κατά τη διάρκεια των λοκντάουν του χειμώνα, οφείλεται και σε αποφάσεις στρατηγικότερης σημασίας τις οποίες έχει λάβει η κυβέρνηση. Υπό το πρίσμα αυτό, είναι δικαιολογημένη η αίσθηση πως μια σειρά στοιχείων που αναδεικνύονται στο πεδίο της δημόσιας τάξης και της αστυνόμευσης κατά την τρέχουσα περίοδο θα έχει μονιμότερο χαρακτήρα στην εποχή μετά την πανδημία. Προκύπτει έτσι μια επείγουσα ανάγκη αποτίμησης των εξελίξεων και συνεπώς ένα πολιτικό ζήτημα, καθώς λαμβάνουν χώρα αλλαγές οι οποίες παγιώνουν την έμφαση στην επιθετική αστυνόμευση της καθημερινής ζωής και στην καταστολή.
Τα πιο στρατηγικής σημασίας ζητήματα, τα οποία ανέδειξε και επιβεβαίωσε η αστυνόμευση της πανδημίας έχουν κατά πρώτο να κάνουν με τη μονιμοποίηση της συγκρότησης και διεύρυνσης μιας κατηγορίας προσωπικού, το οποίο από την πλευρά της εργασιακής κατάστασης είναι δεύτερης ταχύτητας, και το οποίο επιλέγεται με βασικό κριτήριο τη στρατιωτική προϋπηρεσία και συνεπώς τη στρατιωτική προεκπαίδευση και τον εμποτισμό με στρατοκρατική νοοτροπία. Έπειτα από μια ταχύρρυθμη βασική εκπαίδευση, η επιχειρησιακή τοποθέτηση αυτών των Ειδικών Φρουρών στην πρώτη γραμμή σε κινητές μονάδες ταχείας αντίδρασης επιφέρει μια συνολική μετατόπιση του μοντέλου αστυνόμευσης υπέρ της καταστολής. Μια τέτοια μετατόπιση τοποθετεί την αστυνόμευση σε εξωτερική σχέση με την υφή και το ρυθμό της καθημερινής ζωής, και στην ουσία αποτελεί στρατοκρατικού τύπου παρέμβαση σε αυτή.
Αυτή η κατηγορία προσωπικού αποκτά γενικότερα πλέον αυξημένο βάρος στην καθημερινή αστυνόμευση, αφού, όπως προκύπτει από τις προσλήψεις του 2019, αλλά και από το νόμο για την πανεπιστημιακή αστυνομία, η χρήση της παγιώνεται και διευρύνεται, συνεπώς και η μορφή της αστυνόμευσης με την οποία συνδέεται. Η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη επιμένει, ακόμη και με την πρόσφατη «Λευκή Βίβλο», στο ιδεολόγημα της εμφανούς αστυνόμευση. Αυτή όμως γνωρίζουμε ότι αποσκοπεί περισσότερο στο να καθησυχάσει τους πολίτες ενώ είναι αβέβαιο αν συμβάλει στην πρόληψη του εγκλήματος. Αντίθετα, είναι κοινός τόπος επιστημονικά ότι η ικανότητα της αστυνομίας να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά το έγκλημα εξαρτάται από τη σχέση εμπιστοσύνης με τους πολίτες. Ένα επιθετικό μοντέλο αστυνόμευσης, το οποίο ενέχει τον κίνδυνο περιστατικών αυθαιρεσίας και υπέρμετρης βίας, θα επηρεάσει αρνητικά αυτή τη σχέση. Ο συνδυασμός του με την απομείωση άλλων υπηρεσιών της αστυνομίας, οι οποίες έχουν άμεσο ρόλο στην προστασία της ασφάλειας των πολιτών από το έγκλημα, σηματοδοτεί μια συνολική οπισθοδρόμηση στο πεδίο της δημόσιας τάξης και ασφάλειας.
Από άλλη πλευρά, καθ’ όλη την προηγούμενη περίοδο διευρύνθηκε η δυνατότητα του αστυνομικού μηχανισμού όχι μόνο να επιτηρεί το δημόσιο χώρο αλλά και να συλλέγει πληροφορίες με μια ποικιλία εμφανών μέσων. Η κυβέρνηση «τακτοποίησε» με το π.δ. 75/2020 τα ζητήματα της χρήσης συστημάτων επιτήρησης και καταγραφής πληροφοριών σε δημόσιους χώρους. Τα σχετικά μέσα ήδη χρησιμοποιούνται επιχειρησιακά από την Ελληνική Αστυνομία. Η εξέλιξη αυτή πρέπει να ιδωθεί σε συνδυασμό με το σύνολο των ανακριτικών εξουσιών και ευχερειών που διαθέτει η αστυνομία, αλλά και τη συνεχώς εξελισσόμενη υποδομή της, η οποία της επιτρέπει να λειτουργεί και να κατευθύνει τη δράση της με βάση την επεξεργασμένη πληροφορία. Χωρίς αποτελεσματικό εξωτερικό έλεγχο και πολλαπλά κανάλια δημόσιας λογοδοσίας, διαμορφώνεται ένα δυσμενέστατο περιβάλλον για τις ελευθερίες και τα δικαιώματα.
Η διεύρυνση της επιτήρησης και η εντατικοποίηση της καταστολής από την αστυνομία έχει αποτελέσει αναπόσπαστο στοιχείο της διαδικασίας της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης σε διεθνές επίπεδο. Η ιδιαιτερότητα της Ελλάδας είναι η επιτάχυνση και η βιαιότητα της διαδικασίας αυτής σε ένα σχετικά μικρό χρονικό διάστημα, ιδίως υπό το καθεστώς των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής της προηγούμενης δεκαετίας. Είναι νωπές οι μνήμες του πρωταγωνιστικού ρόλου που έπαιξε ο αστυνομικός μηχανισμός καθ’ όλο αυτό το διάστημα. Ίσως υπήρξαν λιγότερο σαφή, λόγω και της μορφής και της έντασης της καταστολής της περιόδου, ο ρυθμός και το βάθος της μετάλλαξης του αστυνομικού μηχανισμού. Πάντως, στις αλλαγές τις οποίες επιχειρεί η κυβέρνηση πρωταγωνιστεί ο ίδιος υπουργός που έθεσε σε κίνηση τη διαδικασία της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης του αστυνομικού μηχανισμού από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, και έπειτα κατά την έναρξη της μνημονιακής περιόδου. Η παρουσία του ίδιου προσώπου αποτελεί μια συμβολική υπενθύμιση της συνέχειας και της ενότητας της διαδικασίας αυτής κατά την τελευταία εικοσαετία.
Όλα τα παραπάνω συντείνουν στη σκέψη πως τα χαρακτηριστικά τα οποία συνθέτουν την πραγματικότητα της αστυνόμευσης στη χώρα μας λειτουργούν στον μακρότερο χρόνο μιας θεμελιώδους αναδιάρθρωσης της κοινωνικής ζωής. Η κάπως πιο δραματική εμπειρία της αστυνόμευσης της πανδημίας δεν θα πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα πως έχουμε απλά να κάνουμε με μια έκτακτη κατάσταση και στιγμή. Αντίθετα, είναι πιο σωστή η εκτίμηση πως πρόκειται για μια γενική πρόβα της ικανότητας του αστυνομικού μηχανισμού να συνεχίσει να εξυφαίνει την καθημερινότητα της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης μετά την πανδημία. Πρόκειται όμως για μια κατάσταση, η οποία δοκιμάζει και τη συνοχή του αστυνομικού μηχανισμού, ιδίως την αντοχή της ηγεμονικής άρθρωσης (νέο)συντηρητισμού και νεοφιλελευθερισμού στο εσωτερικό της αστυνομίας -οι φωνές των συνδικαλιστών της αστυνομίας, όταν κάποιος ξεπεράσει το αναπόφευκτο αντιδραστικό λεκτικό ένδυμα, προσφέρουν τις σχετικές αποδείξεις.
Η επόμενη μέρα της πανδημίας θα είναι λοιπόν η στιγμή για ένα πολιτικό διάβημα ριζικής αναδιάρθρωσης της αστυνομίας, και όχι για πυροσβεστικού τύπου απαντήσεις στα προβλήματα που έφερε σε κοινή θέα η πανδημία. Είναι αναγκαίο να τεθεί το ζήτημα της δραστικής αναθεώρησης του τρόπου οργάνωσης, λειτουργίας και διάταξης της αστυνομίας, στη βάση ενός θεμελιωδώς διαφορετικού μοντέλου αστυνόμευσης. Αυτό οφείλει να ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες για ασφάλεια των πολιτών και την εξασφάλιση μιας ειρηνικής καθημερινότητας, ανάγκες, οι οποίες θα πρέπει να διερευνηθούν με επιστημονικά έγκυρο και πολιτικά αξιόπιστο τρόπο. Κάτι τέτοιο εμπεριέχει αναγκαστικά και τη ρήξη με τις εσωτερικές παθολογίες της αστυνομίας, με έμφαση στα εργασιακά δικαιώματα και την αξιοπρέπεια του προσωπικού, τη διαμόρφωση ενός νέου τύπου επαγγελματισμού και δραστική επανεκπαίδευσή του σε αυτή τη βάση.
[1] http://www.alternet.org/news-amp-politics/true-history-origins-police-protecting-and-serving-masters-society
[2] http://www.provo.gr/the_origins_of_police/
[3] Βιδάλη Σ. (2011), «Το αστυνομικό φαινόμενο», Γιωτοπούλου Μαραγκοπούλου Α. (διεύθ. έκδ.), Χαλκιά Α. (βοηθ.). Η Εγκληματολογία απέναντι στις σύγχρονες προκλήσεις. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σσ. 271-284
[4] Palidda, S. (2017), “The Italian police forces case: The Coexistence of Authoritarianism and Democracy”. Αδημοσίευτη εισήγηση.
[5] Papanikolaou G., Rigakos G. (2014), Democratizing the Police in Europe with a particular Emphasis on Greece, Discussion Paper 4.Vienna: Transform! European Network for Alternative Thinking and Political Dialogue and Nicos Poulantzas Institute.
[6] Όπως έχει τεθεί από τον Γ. Παπανικολάου και τη Σ. Βιδάλη σε διάφορες μελέτες τους.
[7] Βιδάλη Σ. (2007), Έλεγχος του εγκλήματος και Δημόσια Αστυνομία. Τομές και συνέχειες στην Αντεγκληματική Πολιτική. Τόμοι Α’ και Β’. Αθήνα-Κομοτηνή: Α.Ν. Σάκκουλας
[8] Rigakos G. (2016), Security/Capital: A General Theory of Pacification, Edinburgh: Edinburgh University Press
[9] Σύμφωνα με την ανάλυση του P.Κ. Manning, όπως αναφέρεται σε Παπανικολάου Γ. (2011), «Η εγκληματολογική έρευνα και η ελληνική αστυνομία: προβλήματα και προοπτικές», Γιωτοπούλου Μαραγκοπούλου Α. (διεύθ. έκδ.), Χαλκιά Α. (βοηθ.). Η Εγκληματολογία απέναντι στις σύγχρονες προκλήσεις. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σσ. 259-269
Ο Γιώργος Παπανικολάου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής (Reader) Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Teesside της Μ. Βρετανίας
Πηγή: ΕΝΑ