Ποιος θα πληρώσει το κορονοχρέος; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό ήδη συζητείται έντονα στην ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα, καθώς πέρα από την υγειονομική αβεβαιότητα που εξακολουθεί να υφίσταται με τους αργόσυρτους εμβολιαστικούς ρυθμούς στην ΕΕ, η συσσώρευση του πρόσθετου βάρους στο ήδη υπάρχον «βουνό» χρέους πολλών κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελεί μία από τις βασικές προκλήσεις της επόμενης ημέρας μετά την πανδημία.
Η ενεργοποίηση του προγράμματος αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (PEPP) πριν από έναν χρόνο, η συμφωνία για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης (NGEU) που περιλαμβάνει και επιχορηγήσεις, εκτός από δάνεια, για το σύνολο των χωρών της ΕΕ -παρά τους «αστερίσκους» και τα «θολά» σημεία, προς το παρόν, σχετικά με τους όρους εκταμίευσης των χρημάτων- αποτελούν επί της αρχής θετικές κινήσεις για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας, ταυτόχρονα με το «πάγωμα» των δημοσιονομικών κανόνων στην ΕΕ. Ωστόσο, το κορονοχρέος θα αρχίσει να απασχολεί εκ των πραγμάτων πιεστικά όταν το Σύμφωνο Σταθερότητας επιστρέψει (με τις προβλέψεις του να έχουν ανοίξει μία άλλη μεγάλη συζήτηση) σε ΕΕ και Ευρωζώνη, αφού όσο συνεχίζονται οι δημόσιες δαπάνες για τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων στην Ευρώπη τόσο μακραίνει ο λογαριασμός.
«Καλπάζουν» τα δημόσια χρέη
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, που δημοσιεύθηκαν στα τέλη Ιανουαρίου και καλύπτουν το γ’ τρίμηνο του 2020, το δημόσιο χρέος της Ευρωζώνης ανήλθε στο 97,3% του ΑΕΠ (και στο 89,8% του ΑΕΠ της ΕΕ των 27), έναντι 95% στο τέλος του β’ τριμήνου (87,7% για την ΕΕ των 27) κι ενώ οι δημόσιες δαπάνες για μέτρα στήριξης λόγω πανδημίας συνεχίζονται. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο τέλος του δ’ τριμήνου του 2019 το συνολικό δημόσιο χρέος της Ευρωζώνης έφτανε στο 84% του ΑΕΠ της νομισματικής Ένωσης, όμως οι κρατικές δαπάνες για τη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης, με την παράλληλη μείωση των ΑΕΠ των κρατών-μελών εκτοξεύουν τα ποσοστά του χρέους.
Είναι ενδεικτικό ότι 20 κράτη-μέλη της ΕΕ, στο τέλος του τρίτου τριμήνου του 2020 κατέγραψαν αύξηση του ποσοστού του χρέους προς το ΑΕΠ (Ελλάδα, Κύπρος, Πορτογαλία, Λιθουανία και Βουλγαρία την υψηλότερη), πέντε μόλις κατέγραψαν μείωση (Ιρλανδία, Βέλγιο, Τσεχία, Φινλανδία, Αυστρία) ενώ δύο (Εσθονία και Ολλανδία) το διατήρησαν σταθερό.
Ειδικότερα, το χρέος της Ελλάδας ανήλθε στο 199,9%, της Ιταλίας στο 154,2%, της Πορτογαλίας στο 130,8%, της Κύπρου στο 119,5%, της Γαλλίας στο 116,5%, της Ισπανίας στο 114,1% και του Βελγίου στο 113,2%, την ώρα που το ανενεργό -προς το παρόν- Σύμφωνο Σταθερότητας «επιτρέπει» χρέος ως 60% του ΑΕΠ.
Οι δύο συγκρουόμενες απόψεις για το μέλλον του χρέους
Το ζήτημα του κορονοχρέους διαμορφώνει δύο «στρατόπεδα»: Από τη μία πλευρά τίθενται όσες φωνές υποστηρίζουν ότι πρέπει να διαγραφεί ή έστω να ρυθμιστεί το πρόσθετο χρέος της πανδημίας΄(έστω το κομμάτι που διακρατά η ΕΚΤ) ώστε να στηριχθεί η επιθυμητή ανάκαμψη και από την άλλη πλευρά όσοι εκτιμούν ότι μία διαγραφή χρέους δεν αποτελεί επιλογή, αφού δεν διαθέτει νομική βάση, με το ενδεχόμενο αυτό να συγκρούεται με τη Συνθήκη για τη λειτουργία της ΕΕ (Άρθρο 123 της Συνθήκης της Λισαβώνας), υποστηρίζοντας ότι σημασία έχουν οι επενδύσεις σε τομείς που θα οδηγήσουν σε ισχυρότερη ανάπτυξη, άρα και εξ αυτής σε βιωσιμότητα του χρέους.
Στις αρχές Φεβρουαρίου εκατό Ευρωπαίοι οικονομολόγοι ζήτησαν από την ΕΚΤ τη διαγραφή των δημοσίων χρεών που διακρατά (25% του ευρωπαϊκού δημόσιου χρέους), με την επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ να χαρακτηρίζει «αδιανόητη» την επιλογή αυτή. Το Eurogroup στην πρόσφατη συνεδρίασή του, στις 15 Μαρτίου δεν απέρριψε ξεκάθαρα το ενδεχόμενο διαγραφής, ωστόσο, επί της ουσίας ανέβαλε τη συζήτηση για μετά το τέλος της υγειονομικής κρίσης, επισημαίνοντας -στη γραμμή της επικεφαλής της ΕΚΤ – ότι «όταν η ανάκαμψη θα βρίσκεται σε εξέλιξη τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τα αυξημένα επίπεδα του δημόσιου χρέους εφαρμόζοντας βιώσιμες μεσοπρόθεσμες δημοσιονομικές στρατηγικές, με έμφαση στη βελτίωση της ποιότητας των δημόσιων οικονομικών, στην αύξηση των επιπέδων των επενδύσεων και στη στήριξη της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης. Οι χώρες-μέλη θα πρέπει να επικεντρωθούν σε μεταρρυθμίσεις που θα προωθούν τις ιδιωτικές επενδύσεις και θα αυξήσουν την παραγωγική ικανότητα της ζώνης του ευρώ».
Λίγες ώρες νωρίτερα, o Ευρωπαίος Επίτροπος, αρμόδιος για οικονομικές και νομισματικές υποθέσεις, Πάολο Τζεντιλόνι τόνιζε σε συνέντευξή του την ανάγκη αναζήτησης τρόπων μείωσης του χρέους. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η παρέμβαση του Μάριο Ντράγκι προ ημερών, όταν υποστήριξε με σαφήνεια την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας, επισημαίνοντας πως «όλες οι χώρες αυξάνουν το χρέος τους. Είναι τωρινή η είδηση ότι ακόμα και η Γερμανία ζήτησε από τη Βουλή της αύξηση του χρέους (…) το ίδιο η Γαλλία και η Ισπανία». Ιδιαίτερα η στάση του Βερολίνου, που ενέκρινε την Τετάρτη νέο δανεισμό ύψους 81,5 δισ. για το 2022 σηματοδοτώντας την άρση του «φρένου» χρέους για τρίτη συνεχόμενη χρονιά αναμένεται κομβική. Η κυβέρνηση της Άνγκελα Μέρκελ -με τις ομοσπονδιακές εκλογές να είναι προγραμματισμένες τον προσεχή Σεπτέμβριο και τα αρνητικά μηνύματα από τις πρόσφατες τοπικές εκλογές να είναι σαφή- είναι πολύ πιθανό να έχει δαπανήσει για τη διαχείριση της πανδημίας την περίοδο 2020-2022 το ποσό των 450 δισ. ευρώ, αυξάνοντας το δημόσιο χρέος της από το 60% του ΑΕΠ το 2019 στο 75% τη φετινή χρονιά.
Ιστορική συγκυρία που απαιτεί ιστορικές αποφάσεις
Η επικράτηση όσων τάσσονται κατά της διαγραφής/μείωσης του κορονοχρέους, ιδιαίτερα όταν η ΕΚΤ αποσύρει το «μπαζούκα» που ενεργοποίησε το Μάρτιο του 2020, θα δημιουργήσει μία ασφυκτική συνθήκη για χώρες-μέλη της ΕΕ και της Ευρωζώνης και σαφή υπονόμευση της ανάκαμψης, θυμίζοντας τα διλήμματα της κρίσης του ευρώ των περασμένων ετών. Η επιβολή μιας μνημονιακού τύπου πραγματικότητας για τις ευρωπαϊκές οικονομίες με πρόσχημα τις «μεταρρυθμίσεις που θα τους δώσουν ώθηση» στο δρόμο προς την ανάκαμψη το μόνο που θα καταφέρουν θα είναι η διαμόρφωση μιας διαρκούς ομηρείας των κρατών-μελών. Η συγκυρία, όμως, είναι ιστορική και οι συνθήκες έκτακτες. Υπενθυμίζεται ότι το «οικονομικό θαύμα» της Γερμανίας, που συμπαρέσυρε υψηλότερα όλη τη Δυτική Ευρώπη, στηρίχθηκε στη διαγραφή του χρέους το 1953 και όχι στη λιτότητα και σε νέα δάνεια. H πρωτοφανής κρίση που προκάλεσε η πανδημία Covid-19 με την ισχυρότερη ύφεση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κατέδειξε με εμφατικό τρόπο στην Ευρώπη ότι όταν υπάρχει πολιτική βούληση και κοινός κίνδυνος μπορούν να σπάσουν ταμπού.
Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, το πρόγραμμα της ΕΚΤ και το «πάγωμα» των δημοσιονομικών κανόνων κατέδειξαν πως σε ιστορικές στιγμές, εν μέσω πρωτοφανών κινδύνων και αβεβαιότητας μπορούν να υπάρξουν ιστορικές αποφάσεις και υπέρβαση των κανόνων για το συλλογικό καλό. Τις Συνθήκες και τους κανόνες εξάλλου μπορεί να διαμορφώσει, να τροποποιήσει και να καταργήσει η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση, προς όφελος όλων των χωρών και των λαών της.
Βαγγέλης Βιτζηλαίος
Πηγή: ΕΝΑ