Για ένα χρόνο η ελληνική κοινωνία, όπως και ο υπόλοιπος κόσμος, βρίσκεται ακόμη στη δίνη της πανδημίας και των μέτρων για την αντιμετώπισή της. Το τέλος της πανδημίας μπορεί να φαίνεται ορατό με την επέκταση των εμβολιασμών, αλλά και η ίδια η έννοια του «τέλους» σε αυτήν την περίπτωση είναι αρκετά σχετική, καθώς για ένα απροσδιόριστο διάστημα ο πληθυσμός θα πρέπει να λαμβάνει μέτρα προστασίας, ενώ οι επιστήμονες μιλούν για νέες πανδημίες που θα πλήττουν την ανθρωπότητα τα επόμενα χρόνια. Στην ουσία έχουμε εισέλθει σε μια εποχή παρατεταμένης αβεβαιότητας. Η νέα συνθήκη στην οποία (θα) ζούμε χαρακτηρίζεται από το απροσδόκητο, το αβέβαιο, το έκτακτο.
Είναι η πρώτη φορά που η ζωή, η εργασία, οι συναναστροφές, οι μετακινήσεις τόσων εκατομμυρίων ανθρώπων ρυθμίζονται σε τέτοιο βαθμό και για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Η μεγιστοποίηση της παρέμβασης της κυβέρνησης προϋποθέτει την προσαρμοστικότητα των πολιτών, οι οποίοι πρέπει να υπακούν, να πειθαρχούν, να συμμορφώνονται. Η προσαρμοστικότητα είναι το προαπαιτούμενο, ακόμη κι όταν τα μέτρα είναι αντιφατικά, πρόχειρα, αιφνιδιαστικά, καθυστερημένα, αδικαιολόγητα. Η προσαρμοστικότητα είναι η παρακαταθήκη και για την επόμενη μέρα. Οι λαϊκές τάξεις θα πρέπει να προσαρμοστούν σε μια διαρκή συνθήκη ρευστότητας και αβεβαιότητας, στην οποία δικαιώματα, κατακτήσεις, ελευθερίες τελούν υπό αναστολή.
Η προσαρμοστικότητα καλλιεργήθηκε μέσα από το φόβο της ασθένειας και του θανάτου. Ταυτόχρονα ο φόβος είναι και πολιτικό εργαλείο. Η εξουσία μέσα από το φόβο παράγει απομόνωση, ατομικισμό, περιχαράκωση, υποταγή, αδράνεια. Για πόσο χρόνο μια κοινωνία μπορεί να κυβερνάται μέσω του φόβου; Όχι πολύ, γι’ αυτό και καλλιεργήθηκε και η ελπίδα του εμβολίου – άλλωστε, η πεποίθηση ότι η επιστήμη θα σώσει την ανθρωπότητα ανταποκρίνεται στο κυρίαρχο αφήγημα. Μόνο που και οι ελπίδες που είχαν επενδυθεί στο εμβόλιο αποδείχθηκαν υπερβολικές. Οι ποσότητες των εμβολίων ήταν ανεπαρκείς, ο ρυθμός εμβολιασμού αργός, κάποια εμβόλια είχαν παρενέργειες. Ένα χρόνο μετά από αδιάκοπες προσαρμογές της ζωής των πολιτών δεν υπάρχει απλώς κόπωση, υπάρχει κρίση εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση και τα μέτρα που εφαρμόζει.
Η νέα συνθήκη στην οποία ζούμε ένα χρόνο τώρα δεν ήταν αναπόφευκτη ή προδιαγεγραμμένη. Στην αρχή της πανδημίας οι περισσότερες κυβερνήσεις σε μεγάλο βαθμό ακολούθησαν πολιτικές lock down. Αυτό ήταν εύλογο καθώς οι σύγχρονες κοινωνίες δεν είχαν αντιμετωπίσει ξανά μιας τέτοιας έκτασης, μεταδοτικότητας και φονικότητας πανδημία. Ωστόσο, σταδιακά από το καλοκαίρι και μετά οι διαφορετικές εκδοχές του lock down μετατράπηκαν στα βασικά εργαλεία αντιμετώπισης της πανδημίας από τη μεριά των κυβερνήσεων. Ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας, το lock down έγινε σχεδόν το μοναδικό εργαλείο, ενώ δεν εφαρμόστηκαν άλλες πολιτικές αντιμετώπισης (ενίσχυση του ΕΣΥ με μόνιμους γιατρούς και νοσηλευτές, έλεγχοι σε χώρους εργασίας, επιδημιολογική επιτήρηση, αποσυμφόρηση των μέσων συγκοινωνίας). To lock down μακράς διάρκειας ήταν αποτέλεσμα της απουσίας άλλων δημόσιων πολιτικών από μεριάς της κυβέρνησης.
Το lock down αποτελεί τη μόνιμη κοινωνική συνθήκη για πολλούς μήνες τώρα, αλλά δεν επηρέασε όλους με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό. Είχε διαφορετικό ψυχολογικό αντίκτυπο στους νέους απ’ ό,τι στους ηλικιωμένους και γι’ αυτό το λόγο και οι αντιδράσεις τους είναι διαφορετικές. Οι νέοι και οι νέες, μετά τα σκληρά χρόνια των μνημονίων που υποθήκευσαν το μέλλον τους, νιώθουν τώρα να τους στερούν και το παρόν. Κλειστά σχολεία και πανεπιστήμια, κλειστοί οι χώροι συνεύρεσης και διασκέδασης, κλεισμένοι στα σπίτια το μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητας τους και αντιμέτωποι με τις παρενοχλήσεις της αστυνομίας όταν είναι σε πλατείες και πάρκα. Θέλουν να πάρουν πίσω τη ζωή τους, αψηφούν τις απαγορεύσεις, αμφισβητούν την επίσημη αφήγηση, αναζητούν άλλους τρόπους ενημέρωσης, διαμαρτύρονται και στοχοποιούνται ως «ανεύθυνοι». Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, νιώθουν πιο ευάλωτοι, φοβούνται περισσότερο, πειθαρχούν ευκολότερα, επιζητούν μια ισχυρή κυβέρνηση ή έναν ισχυρό ηγέτη που θα τους οδηγήσει σε μια «επιστροφή στην κανονικότητα».
Η υπόσχεση της «επιστροφής στην κανονικότητα» μετά το τέλος της πανδημίας, είναι κάτι που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Δεν υπάρχει ποτέ η δυνατότητα επιστροφής στο παρελθόν. Το παρελθόν φαντάζει ελκυστικό, γιατί έχει αλλάξει η εικόνα του μέλλοντος. Γαλουχηθήκαμε με την ιδέα της αέναης προόδου, ότι η ζωή θα βελτιώνεται, ότι οι επόμενες γενιές θα ζουν καλύτερα από τις προηγούμενες. Χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε ότι το μέλλον είναι δυσοίωνο και απρόβλεπτο, ώστε να αναζητήσουμε τις ανάλογες πολιτικές της ελπίδας.
Ο Πολυμέρης Βόγλης είναι Ιστορικός, Αναπληρωτής Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Πηγή: Parallaxi