Η µετάβαση σε µια κοινωνία κλιµατικά ουδέτερη αποτελεί αναµφίβολα ένα µεγάλο, ιστορικό και αναγκαίο βήµα για την ανθρωπότητα. Στην Ευρώπη, ο ρόλος του λιγνίτη και του λιθάνθρακα βαίνει συνεχώς µειούµενος, ενώ ο τρόπος µε τον οποίο θα επιτευχθεί η µετάβαση σε νέες, ανανεώσιµες πηγές ενέργειας, αποτελεί ένα φλέγον ζήτηµα και αναδεικνύεται ως κύρια προτεραιότητα. Σηµαντικοί οικονοµικοί πόροι οδεύουν προς τις περιφέρειες που εξαρτώνται από τις βιοµηχανίες λιγνίτη και λιθάνθρακα, σηµαντικές νοµοθετικές πρωτοβουλίες αναλαµβάνονται, δίκτυα αλληλεπίδρασης και ανταλλαγής εµπειριών δηµιουργούνται, νέες πολιτικές επεξεργασίες αναδύονται, τοπικές κοινωνίες και κινήµατα βρίσκονται σε διαρκή κίνηση.
Βασικό στοιχείο των τελευταίων αποτελεί η επιδίωξη υλοποίησης ολοκληρωµένων σχεδίων ενεργειακής µετάβασης τα οποία οφείλουν να εξασφαλίζουν την κλιµατική ουδετερότητα άµεσα αλλά και εντός ενός ισχυρού πλαισίου υπεράσπισης της κοινωνικής δικαιοσύνης. Η σύγχρονη ιστορία περιοχών που βρίσκονται σε συνθήκες µετάβασης προσφέρει πολύτιµα διδάγµατα προς αξιοποίηση, όµως, σε καµία περίπτωση δεν µπορούµε να πούµε πως υπάρχει µια στρατηγική η οποία να ταιριάζει σε όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις, ακόµα και εάν σε αυτές είναι δυνατό να παρατηρηθούν οµοιότητες. Για τις περιοχές αυτές, η έλλειψη ποικιλίας οικονοµικών δραστηριοτήτων δεν ήταν επιλογή, όπως δεν ήταν επιλογή ούτε η υποβάθµιση της ποιότητας ζωής των κατοίκων τους για δεκαετίες. Κατά τον ίδιο τρόπο που στήριξαν την οικονοµική ανάπτυξη των χωρών τους, η στήριξη αυτή θα πρέπει να του ανταποδοθεί, θέτοντας σε προτεραιότητα τη διατήρηση του βιοτικού τους επιπέδου και τη δηµιουργία των προϋποθέσεων εξέλιξής του.
1. Επιπτώσεις µιας άτακτης µετάβασης
Ελλιπείς σχεδιασµοί, ανεπαρκής υλοποίηση, προβληµατικός συντονισµός και έλλειψη κοινωνικής αποδοχής είναι µόνο κάποια από τα στοιχεία τα οποία µπορούν να οδηγήσουν σε αµφισβητούµενα αποτελέσµατα και σε µια σειρά εξαιρετικά δύσκολα διαχειρίσιµων επιπτώσεων. Κυρίως, όµως, η µη ιεράρχηση της κοινωνικής δικαιοσύνης ως πρωτεύουσας, η συγκρότηση του σχεδίου εντός ενός κλειστού κύκλου στελεχών και η διατήρηση του πιθανού µονοπωλιακού ή ολιγοπωλιακού χαρακτήρα της ενεργειακής παραγωγής, αποτελούν κάποια από τα ζητήµατα διαφορετικών πολιτικών στοχεύσεων και όχι απλώς µια άτακτη και κατά συνέπεια αναποτελεσµατική στρατηγική µετάβασης.
Οι ευκολότερα και αµεσότερα αντιληπτές επιπτώσεις µιας πολιτικής που χαρακτηρίζεται από τα παραπάνω στοιχεία, βρίσκονται εντός της οικονοµικής σφαίρας. Επί παραδείγµατι, επιχειρήσεις είτε άµεσα είτε έµµεσα σχετιζόµενες µε τον επίµαχο τοµέα θα έρθουν αντιµέτωπες, στην καλύτερη περίπτωση, µε µια ραγδαία µείωση του τζίρου τους. Όµως, το πιο σηµαντικό στοιχείο αφορά την κατάρρευση, µέσω της ραγδαίας µείωσης των θέσεων εργασίας, µε την οποία θα έρθει συνολικά αντιµέτωπη η κοινότητα της περιοχής αλλά και άλλες γειτονικές κοινότητες µε αλληλεξαρτώµενη οικονοµική δραστηριότητα. Ενώ, ακόµα και εάν αναδειχθούν νέοι τοµείς οικονοµικής δραστηριότητας, στην αγορά εργασίας δεν θα υπάρχει πλέον ζήτηση για τις επαγγελµατικές δεξιότητες που έχουν αναπτύξει οι εργαζόµενοι της συγκεκριµένης βιοµηχανίας, ειδικά όταν εργάζονται σε αυτή από τα πρώτα έτη του εργασιακού τους βίου.
Προσεγγίζοντας το ζήτηµα των συνεπειών µιας άτακτης µετάβασης είναι λογικό το ενδιαφέρον να εστιάζεται στις καθαρά οικονοµικού χαρακτήρα απώλειες. Ωστόσο, στη συγκεκριµένης προσέγγισης αποσιωπώνται, και κατά συνέπεια δεν αντιµετωπίζονται, επιπτώσεις µε δυνάµει κοινωνικό, πολιτισµικό αλλά και ψυχολογικό χαρακτήρα. Ενδεικτικά, τέτοιες δοµικές αλλαγές περιλαµβάνουν τον περιορισµό των δικτύων κοινωνικής υποστήριξης και των οργανισµών κοινωνικής πρόνοιας οι οποίοι µπορεί να υποστηρίζονται άµεσα ή έµµεσα από την τοπική κοινωνία. Παράλληλα, στην περίπτωση που η ελαχιστοποίηση της οικονοµικής δραστηριότητας στον συγκεκριµένο τοµέα δεν συνοδεύεται από την ανάδειξη νέων δυνατοτήτων, είναι πιθανή η δηµιουργία γενεακού χάσµατος που µε τη σειρά του σε επίπεδο τοπικής παραγωγής µπορεί να οδηγήσει σε ερήµωση οικισµών, καλλιεργήσιµων εκτάσεων, ενώ στο κοινωνικό επίπεδο σε διάρρηξη κοινωνικών σχέσεων και εξαφάνιση πολιτισµικών στοιχείων.
Κατά συνέπεια, η µετάβαση σε µια κοινωνία κλιµατικής ουδετερότητας, στην οποία θα αντιµετωπίζονται οι αιτίες και όχι µόνο οι επιπτώσεις της κλιµατικής κρίσης, οφείλει να διακατέχεται από ισχυρό κοινωνικό προσανατολισµό στη βάση της δικαιοσύνης και της ισότητας. Υπό αυτή την έννοια, µια δίκαιη µετάβαση δεν µπορεί να αποτελεί κάτι άλλο παρά ένα διαρκές διακύβευµα.
2. Πώς µπορεί να προσδιοριστεί µια στρατηγική δίκαιης µετάβασης;
Η ιδέα της δίκαιης µετάβασης γεννήθηκε στις βιοµηχανίες χηµικών ουσιών και ενέργειας της Βόρειας Αµερικής τη δεκαετία του 1970. Μια από τις µεγαλύτερες εργατικές οργανώσεις της εποχής στον τοµέα του πετρελαίου και των χηµικών, η Oil Chemical and Atomic Workers Union (OCAW), επιδίωξε νωρίς να συµφιλιώσει τις περιβαλλοντικές πολιτικές µε τη µοίρα των εργαζοµένων υποστηρίζοντας πως η προστασία του περιβάλλοντος και οι θέσεις εργασίας δεν είναι εγγενώς αντίθετες έννοιες και πως περισσότερες θέσεις εργασίας θα µπορούσαν να δηµιουργηθούν σε µια φιλική προς το περιβάλλον οικονοµία (Stevis and Felli, 2015). Στις µέρες µας, η συµµόρφωση µε τις κατευθύνσεις µιας δίκαιης µετάβασης –η οποία θα εστιάζει στο εργατικό δυναµικό, στην αξιοπρεπή εργασία και στις ποιοτικές θέσεις εργασίας σύµφωνα µε τις εθνικά καθορισµένες προτεραιότητες– αναγνωρίζεται από τη Σύµβαση-πλαίσιο των Ηνωµένων Εθνών για την αλλαγή του κλίµατος (UNFCCC) και τη Συµφωνία του Παρισιού ως βασική πρόκληση των εκάστοτε µεταβάσεων σε τοπικό επίπεδο και της αναδιάρθρωσης τοµέων της οικονοµίας.
Σε αδρές γραµµές, µε τον όρο δίκαιη µετάβαση αναφερόµαστε σε βαθιές δοµικές αλλαγές που περιλαµβάνουν σύνθετες αναδιαµορφώσεις σε επίπεδο πολιτικής, τεχνολογίας, υποδοµών, επιστηµονικών γνώσεων, κοινωνικών και πολιτιστικών πρακτικών µε στόχο τη δηµιουργία µιας κοινωνίας µε βασικό χαρακτηριστικό την αειφορία (Newell and Mulvaney, 2013). Επί της ουσίας, όµως, µια ολοκληρωµένη στρατηγική δίκαιης µετάβασης που λαµβάνει υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία και επιχειρεί να παράξει µακροπρόθεσµα αποτελέσµατα, καλείται εν τέλει να δηµιουργήσει νέα δυναµική µέσα σε ένα καινοφανές αξιακό πλαίσιο που θα µπορούσαν να συνδιαµορφώσουν µετασχηµατισµοί στην κουλτούρα διαρκούς εκµετάλλευσης της φύσης από τον άνθρωπο, στη διεύρυνση των δηµόσιων και κοινωνικών πολιτικών, στο σύστηµα εκπαίδευσης, στη διαχείριση της φορολογίας, στην ανάπτυξη των απαραίτητων υποδοµών κ.λπ. Η αποσπασµατική προσέγγιση του ζητήµατος δεν µπορεί παρά να οδηγήσει σε ελλιπή αποτελέσµατα µακριά από τα απαραίτητα χαρακτηριστικά κοινωνικής δικαιοσύνης.
Ως εκ τούτου, είναι δεδοµένο πως δεν µπορούν όλες οι πιθανές λύσεις να είναι συµβατές µε ένα πλαίσιο δίκαιης µετάβασης. Για παράδειγµα, σε περιπτώσεις κοινοτήτων οι οποίες ήταν άµεσα συνδεδεµένες µε βιοµηχανίες εξόρυξης ορυκτών και ηλεκτροπαραγωγής –και κατά επέκταση αντιµέτωπες µε υψηλά επίπεδα ρύπανσης– θεωρείται δεδοµένο πως δεν είναι αποδεκτό ούτε το άνευ όρων κλείσιµο της βιοµηχανίας, το οποίο συνεπάγεται φτωχοποίηση, ούτε η αντικατάστασή της από µια αντιστοίχως ρυπογόνα βιοµηχανία που θα επέφερε περαιτέρω πλήγµατα στην ποιότητα ζωής. Τα ειδικά προγράµµατα µετάβασης πρέπει να σχεδιάζονται σύµφωνα µε τις εκάστοτε συνθήκες των χωρών αλλά και των περιοχών που επηρεάζονται άµεσα, συνυπολογίζοντας το στάδιο ανάπτυξης, τους οικονοµικούς τοµείς που στηρίζουν την οικονοµία, το µέγεθος και τα πεδία δραστηριοποίησης των επιχειρήσεων, τα επίπεδα συνοχής της κοινωνίας και τα επίπεδα αποδοχής της νέας συνθήκης.
Ωστόσο, δεν θα πρέπει να διαφεύγει της συζήτησης πως ο ορισµός της πληττόµενης κοινότητας αποτελεί επίσης διακύβευµα. Το εκάστοτε σχέδιο οφείλει προφανώς να εστιάζει κατ’ αρχήν στους άµεσα εργαζόµενους στη βιοµηχανία ορυκτών καυσίµων, αλλά σε καµία περίπτωση δεν µπορεί να εξαιρεί όσους η εργασία τους εµπλέκεται έµµεσα µε αυτήν (π.χ. αλυσίδα εφοδιασµού). Ταυτόχρονα, τµήµα της κοινότητας θα πρέπει να θεωρούνται και όσοι, µε τον έναν ή µε τον άλλο τρόπο, συνδέονται άµεσα µε τα φορολογικά έσοδα της τοπικής διοικητικής αρχής, πιθανώς ακόµα και κάτοικοι γειτονικών περιοχών οι οποίες έχουν συνδέσει τη δική τους οικονοµική δραστηριότητα µε αυτή της άµεσα επηρεαζόµενης περιοχής. Τέλος, δεν µπορεί παρά να λαµβάνεται υπόψη και η δικαιοσύνη σε διαγενεακό επίπεδο, ένα πεδίο το οποίο, θεωρητικά τουλάχιστον, τονίζεται ως µείζον στο διακηρυκτικό πλαίσιο της βιώσιµης ανάπτυξης, η οποία στοχεύει να ικανοποιήσει τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να αµφισβητείται η δυνατότητα των µελλοντικών γενεών να ικανοποιούν τις δικές τους ανάγκες (UN, 1987).
Σηµαντικοί είναι, επίσης, και παράγοντες που –παρότι διαδραµατίζουν κρίσιµο ρόλο συνήθως δύσκολα γίνεται αντιληπτός– συνδέονται µε την κουλτούρα, τις ιδέες, τα έθιµα και τη κοινωνική συµπεριφορά ενός ατόµου ή µιας κοινωνίας. Η κατανόηση των παραπάνω οδηγεί στη βέλτιστη προσέγγιση των κινήτρων, των προθέσεων και των επιδιώξεων µιας κοινωνίας που βρίσκεται σε µεταβατική συνθήκη και παίζει καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία της στρατηγικής. Μια θεώρηση που πρεσβεύει πως τα στοιχεία που απαιτούνται για την κατανόηση των αναγκών και των προθέσεων σχετίζονται µόνο µε οικονοµικούς δείκτες, τάσεις και προοπτικές ανάπτυξης, µπορεί να βρεθεί αντιµέτωπη µε ανυπέρβλητα εµπόδια περιορισµένης κοινωνικής αποδοχής ακόµα και σε περιπτώσεις που τα οικονοµικά στοιχεία δεν τα δικαιολογούν (Steers et al. 2008). Για παράδειγµα, η αποκέντρωση της ενεργειακής παραγωγής και ο διαµοιρασµός της στην κοινότητα αποτελεί ένα ενδιαφέρον στοιχείο που µπορεί να συµβάλλει στη συµπερίληψη των ιδιαίτερων κοινωνικών χαρακτηριστικών. Η ανάπτυξη των ενεργειακών κοινοτήτων παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ αποτελεί έναν ήδη δοκιµασµένο τρόπο µε τον οποίο είναι πιθανότερο να επιτευχθούν τα παραπάνω (Thombs, 2019). Η συµµετοχή ενός τέτοιου µέτρου σε µια στρατηγική µετάβασης αποτελεί µια ουσιαστική κίνηση στον δρόµο προς µια κοινωνία κλιµατικά ουδέτερη, όµως, ακόµα και η κουλτούρα συνεργασίας, αλληλεγγύης και συναντίληψης που απαιτείται για την επιτυχή εφαρµογή του, δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδοµένη σε κάθε κοινωνικό σχηµατισµό, καθώς πρόκειται για χαρακτηριστικά που επηρεάζονται από τη σύγχρονη ιστορία του, τις θρησκευτικές καταβολές ή τις βαθιά ριζωµένες παραδόσεις.
Κατά συνέπεια, η όποια στρατηγική δίκαιης µετάβασης, πέρα από την πολιτική επιλογή της υλοποίησής της, οφείλει να είναι συµµετοχική και να τοποθετείται µέσα στο πλαίσιο που διαµορφώνει ο ζωντανός κοινωνικός διάλογος και να εµπλέκει ενεργά την κοινότητα που αφορά, τόσο στη συγκρότηση όσο και στην αξιολόγηση της στρατηγικής. Η υιοθέτηση µιας προσέγγισης «από τη βάση στη κορυφή» δεν αναιρεί την αξιοποίηση της πιθανής εµπειρίας και των δυνατοτήτων που διαθέτει η εκάστοτε κεντρική διοίκηση, αναδεικνύει, όµως, σε ρόλο πρωταγωνιστή το δυναµικό που διαµορφώνεται από την άµεση γνώση που κατέχουν οι πληττόµενοι σχετικά µε τις όποιες ανάγκες.
Παράλληλα, κοµβικό στοιχείο, που επηρεάζει την αποδοτικότητα ενός σχεδίου ενεργειακής µετάβασης, είναι η πρόβλεψη ενός πλάνου παθητικών µέτρων αντιµετώπισης των επιπτώσεων ή µιας εµπροσθοβαρούς στρατηγικής
συγκρότησης νέας δυναµικής. Όπως έχει αποδείξει η εµπειρία σε τέτοιου είδους πολιτικές επιλογές, οι περιορισµένες δυνατότητες των προγραµµάτων στην πρώτη περίπτωση απειλούν διαρκώς την ισότιµη προσέγγιση όλων όσων πλήττονται, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, παρά τη δεδοµένη πολυπλοκότητα τέτοιων σχεδίων, προκύπτουν ιδιαίτερα µεγάλες δυνατότητες να επιτευχθεί ισότιµη διαχείριση και ουσιαστικά δίκαιη µετάβαση. Μέρος αυτών των δυνατοτήτων αποτελεί και το δυναµικό ανάπτυξης καινοτοµίας τόσο σε παλιούς όσο και σε νέους τοµείς οικονοµικής δραστηριότητας, όπως αποδεικνύουν µελέτες που έχουν καταπιαστεί µε το ζήτηµα. Παράλληλα, οι ίδιες µελέτες υποστηρίζουν πως ιδιαίτερα σε παλιές βιοµηχανικές περιοχές, όπως και η Δυτική Μακεδονία, παρατηρείται χαµηλή διασπορά οικονοµικής δραστηριότητας ανά τοµείς, µε αποτελέσµατα να απαιτείται πρόσθετη µέριµνα επί της ανάπτυξης ουσιαστικής καινοτοµίας, η οποία θα συµβάλλει στην αποδοτικότητα της στρατηγικής µετάβασης (Coenen et al. 2015).
Τα παραπάνω επιχειρούν να καταστήσουν εµφανείς τις αντιθέσεις που διαπερνούν την όποια συζήτηση για την ενεργειακή µετάβαση ακόµα και όταν δεν αποτυπώνονται στον δηµόσιο λόγο. Η ενεργειακή µετάβαση θα πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως µια διαδικασία αλληλεπικαλυπτόµενων µεταβάσεων, µε κοινωνικό, οικονοµικό και τεχνολογικό χαρακτήρα, όπου διαρκώς τα ανανεούµενα στοιχεία του «παλιού» συνυπάρχουν και αλληλεπιδρούν µε το «νέο», συµβάλλοντας στη δηµιουργία του (Szarka, 2016). Αυτή η προσέγγιση δίνει ξεκάθαρα το στίγµα µιας κοινωνικά ευρείας προσπάθειας, προσφέροντας ώθηση σε νέες ιδέες και στην αυθόρµητη συµµετοχή, διατηρώντας ένα ζωντανό και µη προσδιορισµένο τέλος. Σε αντίθεση µε αυτό, στις περιπτώσεις στις οποίες το ζήτηµα προσεγγίζεται µε όρους τελικού αποτελέσµατος ανεξαρτήτως της διαδικασίας επίτευξής του, δεν λαµβάνονται εξ ολοκλήρου υπόψη τα πεδία εκείνα τα οποία µπορεί να µην αποτελούν µέρος του τελικού στόχου, όµως, αποτελούσαν κοµµάτι της παλαιάς συνθήκης και ήταν, άµεσα ή έµµεσα, εξ ολοκλήρου ή µερικώς, εξαρτώµενα από αυτήν.
Ένα ακόµη στοιχείο το οποίο ίσως διευκρινίζει περισσότερο όλες αυτές τις πολύπλοκες προσεγγίσεις είναι η εξοικονόµηση ενέργειας. Σύµφωνα µε την πρώτη προσέγγιση, η εξοικονόµηση ενέργειας αποτελεί µέρος µιας σταδιακής αλλαγής της κουλτούρας κατασπατάλησης των πόρων, παράλληλα µε την πρόληψη των επιπτώσεων της κλιµατικής κρίσης και την όσο το δυνατόν ταχύτερη ολική µετάβαση σε ΑΠΕ. Στη δεύτερη προσέγγιση, παρατηρείται ταύτιση της εξοικονόµησης ενέργειας µε τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης, µε χαρακτηριστικό παράδειγµα τον τοµέα των οδικών µεταφορών, που η αυτοκινητοβιοµηχανία έχει καταφέρει µέσω της τεχνολογικής προόδου να παράγει περισσότερη ωφέλιµη ενέργεια από βενζίνη και ντίζελ. Η µεγαλύτερη ενεργειακή απόδοση συνέβαλε στη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας των τιµών και της απόδοσης έναντι των ηλεκτρικών οχηµάτων και εµπόδισε την επέκταση της αγοράς των τελευταίων µε συνέπεια να διατηρείται η ηγεµονία του πετρελαίου ως η κύρια πηγή ενέργειας για τη µεταφορά (Szarka, 2012). Με άλλα λόγια, η ενεργειακή απόδοση, έχει αξιοποιηθεί µε επιτυχία από τους κυρίαρχους κατασκευαστές αυτοκινήτων για τη διατήρηση µιας οικονοµίας βασισµένης στα ορυκτά καύσιµα. Έτσι, αποδεικνύεται πως η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης, σε καµία περίπτωση δεν µπορεί να θεωρηθεί ως αναγκαία και ικανή συνθήκη για την ενεργειακή µετάβαση και την κλιµατική ουδετερότητα. Κατά συνέπεια, η εξοικονόµηση ενέργειας ως καθαρή µείωση της κατανάλωσης ενέργειας εντός ενός πλαισίου αλλαγής καταναλωτικού προτύπου, θεωρείται ουσιαστικό, επιθυµητό και αποτελεσµατικό µέρος της µετάβασης. Το παράδειγµα που χρησιµοποιήθηκε στην προκειµένη περίπτωση για τη σχέση εξοικονόµησης ενέργειας και ενεργειακής απόδοσης βρίσκει πλήρη εφαρµογή και στο νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίµα (ΕΣΕΚ) που θα αναλυθεί στη συνέχεια.
3. Η Δυτική Μακεδονία
Η Δυτική Μακεδονία αποτελεί µια περιφέρεια µε ισχυρές αδυναµίες, πριν καν ανοίξει η συζήτηση για το ζήτηµα της απολιγνιτοποίησης. Έχει πληγεί από τη µακρόχρονη οικονοµική κρίση στην Ελλάδα και βιώνει τη σοβούσα κρίση της πανδηµίας, η οποία θεωρείται δεδοµένο πως θα έχει σοβαρό αντίκτυπο. Οι αδυναµίες αυτές δεν αναφέρονται ως αφορµή αποφυγής δράσης, αντιθέτως, θα πρέπει να µελετηθούν και να ληφθούν υπόψη στον σχεδιασµό της διαδικασίας δίκαιης µετάβασης. Όσα ακολουθούν στοιχειοθετούν τη σηµερινή κατάσταση στη συγκεκριµένη περιοχή:
- Πρώτο στοιχείο αποτελεί η σταδιακή και ιδιαίτερα σηµαντική µείωση του πληθυσµού της Δυτικής Μακεδονίας κατά τα τελευταία 50 χρόνια. Στην απογραφή που διενεργήθηκε σε εθνικό επίπεδο το 2011, ο πληθυσµός ήταν 283.689 κάτοικοι, µε την µείωση µεταξύ 1961-2011 να υπολογίζεται σε 9,7% (Ελληνική Στατιστική Αρχή, 2011). Σύµφωνα µε τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, για το 2019, η Δυτική Μακεδονία ήταν η λιγότερο κατοικηµένη, µη νησιωτική, περιφέρεια της χώρας µε 267.008 κατοίκους, γεγονός που καταδεικνύει πως ο πληθυσµός της περιοχής συνεχίζει να βαίνει µειούµενος (Eurostat, 2020). Όσον αφορά τα οικονοµικά στοιχεία, στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας παράγεται το 2,4 % του ΑΕΠ της χώρας, ενώ το περιφερειακό κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι 25% χαµηλότερο από τον εθνικό µέσο όρο, όντας µειωµένο σηµαντικά και ως αποτέλεσµα της οικονοµικής κρίσης που έπληξε την Ελλάδα.
- Ως συνέπεια της κυριαρχίας της λιγνιτικής βιοµηχανίας, ο δευτερογενής τοµέας αναδεικνύεται πρωταγωνιστής της παραγωγής, µε τον πρωτογενή τοµέα να συρρικνώνεται διαρκώς στο πέρασµα των χρόνων και τον τριτογενή να έχει επηρεαστεί σηµαντικά από την οικονοµική κρίση. Ακόµα, όµως, και εντός του ανεπτυγµένου δευτερογενούς τοµέα παρατηρείται ιδιαίτερα περιορισµένο εύρος κλαδικής εξειδίκευσης, µε συνέπεια η στελέχωση των νέων κλάδων οικονοµικής δραστηριότητας που πρέπει να αναδειχθούν να απαιτεί εξειδικευµένο σχεδιασµό.
- Οι θέσεις εργασίας που δηµιουργούνται από τη βιοµηχανία λιγνίτη και κατ’ επέκταση το πλήθος των οικογενειών που εξαρτώνται από αυτές αποτελεί, όπως ήδη έχουµε αναφέρει, κοµβικό στοιχείο για µια αποτελεσµατική και κοινωνικά δίκαιη µεταβατική διαδικασία. Όσον αφορά την Ελλάδα, οι άµεσες θέσεις εργασίας στη βιοµηχανία λιγνίτη υπολογίζονται σε 6.500 και συγκεκριµένα στα ορυχεία λιγνίτη υπολογίζονται σε 4.900, ενώ στους σταθµούς παραγωγής ενέργειας 1.600. Την περιοχή µελέτης αφορούν, σε σύνολο, οι 5.700 εξ αυτών (Alves Dias et al. 2018). Ο υπολογισµός των άµεσων θέσεων εργασίας στις περισσότερες περιπτώσεις δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες. Αντίθετα, ο υπολογισµός των έµµεσων θέσεων εργασίας, δηλαδή όσων δεν εντάσσονται άµεσα στη λιγνιτική βιοµηχανία αλλά επηρεάζονται από αυτή, είναι ιδιαίτερα δύσκολος αλλά και εξαιρετικά σηµαντικός για την ουσιαστική κατανόηση της εκάστοτε κατάστασης. Μια προσπάθεια καταγραφής των τελευταίων για το σύνολο των περιοχών της Ευρώπης που εξαρτώνται από τη βιοµηχανία λιγνίτη και λιθάνθρακα, έγινε από την Euracoal (European Association for Coal and Lignite) το 2015, παρέχοντας παράλληλα και µια αναλογία µεταξύ έµµεσων και άµεσων θέσεων εργασίας. Στις πρώτες, συµπεριλήφθηκαν όσες αφορούσαν τους τοµείς της παραγωγής ενέργειας, της παροχής εξοπλισµού, των υπηρεσιών συντήρησης και του τοµέα της έρευνας και ανάπτυξης. Για την Ελλάδα η αναλογία αυτή εκτιµήθηκε στο 0,5 µε 2.438 έµµεσες θέσεις εργασίας. Σε συνέχεια των ανωτέρω, το Κοινό Κέντρο Ερευνών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Joint Research Center) το 2018 χρησιµοποίησε για τον ίδιο στόχο µια διαφορετική µεθοδολογία, καλύπτονται ευρύτερα την αλυσίδα εφοδιασµού. Τα αποτελέσµατα ήταν αυξηµένα σε σχέση µε την προηγούµενη µελέτη, καταγράφοντας τον αριθµό των 215.000 έµµεσων θέσεων εργασίας στο σύνολο των χωρών µελών της ΕΕ. Όσον αφορά την Ελλάδα, οι έµµεσες θέσεις εργασίας υπολογίστηκαν σε 4.166 µε τις 3.603 να αφορούν την περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας (Alves Dias et al. 2018). Οι εκτιµήσεις, όµως, των άµεσα πληττόµενων είναι αρκετά πιο απαισιόδοξες. Με βάση δηλώσεις του Δηµάρχου Εορδαίας (Πτολεµαΐδα) Π. Πλακεντά επί του ζητήµατος των απωλειών άµεσων και έµµεσων θέσεων εργασίας, η απολιγνιτοποίηση θα φέρει αυτόµατα την απώλεια 4.000 θέσεων εργασίας στη ΔΕΗ, στις οποίες προστίθενται περίπου 12.000 θέσεις εργασίας σε εργολάβους και 5.000 θέσεις εργασίας που σχετίζονται µε τη λιγνιτική δραστηριότητα όπως προµηθευτές, µηχανουργεία, συνεργεία µηχανηµάτων, πάροχοι πρώτων υλών κ.λπ. Οι συγκεκριµένες απώλειες θέσεων εργασίας θα προκαλέσουν άµεσα την περαιτέρω µείωση του πληθυσµού της περιοχής κατά περίπου 80.000 κατοίκους (Δήµος Εορδαίας, 2019).
- Τα επίπεδα ανεργίας παίζουν εξαιρετικά σηµαντικό ρόλο στη διαµόρφωση των δυνατότητων επιτυχούς ολοκλήρωσης µιας στρατηγικής δίκαιης µετάβασης. Εν προκειµένω, στη Δυτική Μακεδονία η ανεργία άγγιζε το 27% του οικονοµικά ενεργού πληθυσµού ήδη από το 2018, πρόκειται για το τρίτο µεγαλύτερο ποσοστό µεταξύ των περιφερειών (NUTS-2) των χωρών της ΕΕ. (Eurostat, 2019). Ανάλογα είναι και τα στοιχεία που αφορούν τους µακροχρόνια ανέργους (άνω των 12 µηνών) µε το ποσοστό στην περιοχή να φθάνει το 17%. (Eurostat, 2020a). Και δυστυχώς εάν τα παραπάνω ποσοστά είναι ανησυχητικά, το 54,4% της ανεργίας των νεών από 20 έως 29 ετών δηµιουργεί ένα µεγάλο εµπόδιο σε οποιαδήποτε προσπάθεια απεγκλωβισµού της οικονοµίας της περιοχής από τη βιοµηχανία ορυκτών καυσίµων (Eurostat, 2020b). Ως άµεση συνέπεια, λαµβάνει χώρα ένα µεγάλο ρεύµα µετανάστευσης των νέων της περιοχής σε περιβάλλοντα εντός και εκτός Ελλάδος µε περισσότερες ευκαιρίες απασχόλησης.
4. Η Δυτική Μακεδονία στο δύσβατο µονοπάτι του νέου ΕΣΕΚ
Το µέλλον της Δυτικής Μακεδονίας και των κατοίκων της βρίσκεται υπό διακύβευση και εξαρτάται σε µεγάλο βαθµό από το πλαίσιο το οποίο διαµορφώνει το νέο ΕΣΕΚ που εγκρίθηκε το 2019. Σε αυτό, προβλέπεται η ταχεία απολιγνιτοποίηση του ενεργειακού συστήµατος της Ελλάδας, προσδιορίζοντας το κλείσιµο όλων των µονάδων που λειτουργούν σήµερα µέχρι το 2023, µε τη νέα υπό κατασκευή µονάδα «Πτολεµαΐδα V» να είναι η µόνη που θα φτάσει µέχρι το 2028. Παράλληλα, ενεργό ρόλο στο νέο ενεργειακό µείγµα αναµένεται να έχει το φυσικό αέριο, παίρνοντας ρόλο «ενδιάµεσου» καυσίµου για τη µετάβαση σε ένα µοντέλο χαµηλών εκποµπών αερίων του θερµοκηπίου (ΑτΘ). Βασική επιδίωξη είναι η επίτευξη µεγαλύτερης συµµετοχής του φυσικού αερίου σε όλους τους τοµείς τελικής κατανάλωσης. Πυλώνα του ΕΣΕΚ αποτελεί και το ζήτηµα της εξοικονόµησης ενέργειας, η οποία ταυτίζεται πλήρως µε τον περιορισµό της ενεργειακής απόδοσης, χωρίς καµία προσπάθεια αποδόµησης του προτύπου κατασπατάλησης των πόρων
(ΥΠΕΝ, 2019).
4.1 Τα «στενά» χρονικά πλαίσια
Αναµφισβήτητα, το ΕΣΕΚ είναι ένα συνολικά φιλόδοξο σχέδιο που περιλαµβάνει ένα πλέγµα εξίσου φιλόδοξων στόχων στο πεδίο της απολιγνιτοποίησης. Η απεξάρτηση από τον λιγνίτη, παρότι δεν είναι ικανή, είναι αναγκαία συνθήκη για την επίτευξη του ευρύτερου στόχου της κλιµατικής ουδετερότητας στην Ελλάδα, ενώ η οριοθέτησή της µέχρι το 2023 φαίνεται να επιχειρεί να προσεγγίσει τον στόχο άµεσα.
Είναι δεδοµένο πως η ενεργειακή µετάβαση είναι επείγουσα, όµως, καµία περιοχή, καµία κοινότητα και καµία κοινωνική οµάδα δεν οφείλει να διαλέξει ανάµεσα σε αυτή και τη διατήρηση του βιοτικού της επιπέδου. Μια σειρά παραδειγµάτων σε διεθνή κλίµακα δείχνουν πως µια τέτοια προσπάθεια αποτελεί µεγάλη πρόκληση και ένα ιδιαιτέρως πολυπαραγοντικό ζήτηµα, µε συχνή συνέπεια η διαδικασία να διαρκεί αρκετές δεκαετίες (Caldecott et al. 2017). Εξαιρετικό ενδιαφέρον, σχετικά µε το ζήτηµα της σχέσης χρόνου- αποτελεσµατικότητας καθώς και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της εκάστοτε περιοχή, παρουσιάζει ένα εκ των συµπερασµάτων της µελέτης των Caldecott et al. (2017), οι οποίοι τονίζουν πως σε όλες τις εξεταζόµενες περιπτώσεις µετάβασης σε Ευρώπη και ΗΠΑ παρατηρούνται µακροπρόθεσµες επιπτώσεις µε υψηλά ποσοστά µη παραγωγικού πληθυσµού, πτώση του µορφωτικού επιπέδου, χαµηλούς µισθούς, σηµαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, ιδίως αν διεργασίες της µετάβασης διαρκούν λιγότερο από δεκαετία. Αυτά είναι τα πιθανά αποτελέσµατα των αποτυχηµένων προβλέψεων και της ανεπαρκούς προετοιµασίας. Η µεγάλη κλίµακα και η πολυπλοκότητα των προκλήσεων καθιστά σαφές ότι όσο πιο άµεσα οι εµπλεκόµενοι αναλάβουν δράσεις πρόληψης και µετριασµού του σοκ τόσο πιο οµαλή δύναται να είναι η εξέλιξη. Δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι η ταχεία µετάβαση χιλιάδων εργαζοµένων σε άλλο αντικείµενο αποτελεί εφαρµόσιµο σχέδιο, ιδίως σε µη ευέλικτες οικονοµίες, ενώ είναι σαφές ότι οι τοπικές οικονοµίες απαιτούν χρόνο για να αντικαταστήσουν το πλαίσιο της παραγωγής και των φορολογικών εσόδων που χρηµατοδοτούν τις τοπικές υπηρεσίες.
Σήµερα, στη Δυτική Μακεδονία η λιγνιτική βιοµηχανία απασχολεί σταδιακά λιγότερους εργαζόµενους, όµως αν το στοιχείο αυτό εξετασθεί παράλληλα µε τα οικονοµικά, παραγωγικά και κοινωνικά στοιχεία ανά περιοχή, τα αποτελέσµατα είναι συντριπτικά. Παρότι το ΕΣΕΚ ρίχνει τα χρονικά όρια της απολιγνιτοποίησης σε πρωτόγνωρα αισιόδοξα επίπεδα, δεν φαίνεται να επιδιώκει την εξασφάλιση του δεύτερου σκέλους, δηλαδή, ενός ολοκληρωµένου σχεδίου δίκαιης µετάβασης. Ουσιαστικά, η δηµοσίευσή ενός εξαιρετικά γενικού οδικού χάρτη µόλις 3 χρόνια πριν από το προβλεπόµενο οριστικό κλείσιµο όλων των υφιστάµενων λιγνιτικών µονάδων, σε συνδυασµό µε την έντονη αντίθεση της τοπικής κοινωνίας, και σε συνάρτηση µε όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, δηµιουργεί ένα τουλάχιστον ανησυχητικό µείγµα. Εάν, παράλληλα, λάβουµε υπόψη στοιχεία όπως το ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο της ανεργίας και του µέσου όρου ηλικίας της περιοχής αλλά και το γεγονός πως στην Ελλάδα δεν υπήρχε κανένα προηγούµενο σχέδιο απολιγνιτοποίησης, αν εξαιρέσουµε τα τελευταία χρόνια, είναι λογικό να προκύπτουν προβληµατικές που δεν έχουν προβλεφθεί. Εάν συνυπολογίσουµε και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά µιας κοινωνίας που βιώνει τις επιπτώσεις αλλεπάλληλων κρίσεων, είναι λογικό ένα σχέδιο το οποίο δεν εξασφαλίζει την ολοκληρωµένη προσαρµογή του κοινωνικού συνόλου να µην µπορεί να εµπνεύσει κοινωνική αποδοχή. Παρ’ όλα αυτά, είναι σηµαντικό να δίνεται έµφαση στο γεγονός πως οι δυσκολίες που υπάρχουν δεν θα πρέπει να λειτουργήσουν ως δικαιολογίες αδράνειας αφενός γιατί η κλιµατική ουδετερότητα είναι άµεση ανάγκη και αφετέρου γιατί η λιγνιτική βιοµηχανία της χώρας βρίσκεται πια µπροστά στα αδιέξοδα στη δηµιουργία των οποίων και η ίδια συνέβαλλε. Η εξαιρετικά υψηλή τρωτότητα της λιγνιτικής βιοµηχανίας της Δυτικής Μακεδονίας αποδεικνύει περίτρανα τον παραπάνω ισχυρισµό (ΥΠΕΝ, 2016).
Η εξέλιξη της επιστήµης και της τεχνολογίας καθώς και οι δυνατότητες που έχει η Ελλάδα για την εξέλιξη των ΑΠΕ διαµορφώνουν ένα ασφαλές περιβάλλον στο πλαίσιο του οποίου φαίνεται πως δεν είναι αναγκαίο η ελληνική κοινωνία να διαλέξει ανάµεσα στην απεµπλοκή από τον λιγνίτη και την, κατ’ ελάχιστο, διατήρηση των κοινωνικών και οικονοµικών ισορροπιών. Η όσο το δυνατόν συντοµότερη απολιγνιτοποίηση του ενεργειακού συστήµατος της χώρας σε διαρκή συµπόρευση µε ένα σχέδιο δίκαιης µετάβασης αποτελεί, εκτός από υποχρέωση, απαραίτητο βήµα για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, την εξέλιξη της περιβαλλοντικής συνείδησης αλλά επίσης αναλαµβάνει τον ρόλο προτύπου για αντίστοιχες προσπάθειες που οφείλουν να αναληφθούν από άλλες χώρες στο µέλλον.
4.2 Ο ρόλος του φυσικού αερίου
Ο ρόλος του φυσικού αερίου ως «µεταβατικού» καυσίµου, δεν αποτελεί ένα σχέδιο το οποίο εµφανίστηκε πρώτη φορά στην Ελλάδα. Κατά την τελευταία δεκαετία, πολλοί εκπρόσωποι της βιοµηχανίας αλλά και πολλοί ερευνητές έχουν υποστηρίξει ότι το φυσικό αέριο µπορεί να αντικαταστήσει τα ορυκτά καύσιµα υψηλότερου ανθρακικού αποτυπώµατος παράλληλα µε την εξέλιξη των τεχνολογιών χαµηλότερης κατανάλωσης (IEA, 2011). Όµως, το σχέδιο που αφορά το φυσικό αέριο ως µια πιθανή γέφυρα για ένα µέλλον κλιµατικά ουδέτερο έχει συναντήσει πολλές αντιδράσεις.
Το φυσικό αέριο είναι ένα ορυκτό καύσιµο µε αρκετά στάδια εξόρυξης και µεταφοράς πριν την καύση του, µε συνέπεια να συνοδεύεται από πολύ σηµαντικές εκποµπές ΑτΘ. Σε πρόσφατες έρευνες έχει αποδειχθεί πως η διεύρυνση του ρόλου του φυσικού αερίου συνδέεται µε τον κίνδυνο καθυστέρησης της αποδοχής ενεργειακών συστηµάτων σχεδόν µηδενικών εκποµπών (McGlade et al. 2018 και Zhang et al. 2016). Συγκεκριµένα, η µεγαλύτερη διαθεσιµότητα σε συνδυασµό µε τις χαµηλότερες τιµές λόγω αύξησης της ζήτησης µπορούν να οδηγήσουν µακροπρόθεσµα σε
µεγαλύτερα επίπεδα κατανάλωσης και κατ’ επέκταση σε υψηλότερες εκποµπές ΑτΘ (Chen et al. 2019). Οι πρόσφατες επενδύσεις στον συγκεκριµένο τοµέα και η δηµιουργία προοπτικών κερδοφορίας µπορούν κάλλιστα να συµβάλλουν στην αποτροπή της συγκρότηση ενός φιλόδοξου σχεδίου ουσιαστικής απεµπλοκής από τα ορυκτά καύσιµα, καθώς σε πολλές περιπτώσεις τα συµφέροντα της βιοµηχανίας ορυκτών καυσίµων είναι άµεσα συνδεδεµένα µε την εκάστοτε πολιτική ηγεσία. Ταυτόχρονα, η συνεχής πρόοδος της τεχνολογίας στους τοµείς των ΑΠΕ και της αποθήκευσης ενέργειας, από τη µια χρησιµοποιείται σε κάθε περίπτωση κατά το δοκούν, από την άλλη περιορίζει την ανάγκη χρήσης οποιουδήποτε καυσίµου ως «µεταβατικού» µέχρι τη ανάπτυξη ενεργειακών συστηµάτων µηδενικών εκποµπών (SEI et al. 2019). Επακόλουθο της ταχείας επέκτασης των συστηµάτων φυσικού αερίου και των υποδοµών υγροποιηµένου φυσικού αερίου (LNG), η οποία σε πολλές χώρες όπως στην Ελλάδα αποτυπώνεται και στα αντίστοιχα Εθνικά Σχέδια, είναι η πιθανή µη επίτευξη του στόχου της διατήρησης της ανόδου της θερµοκρασίας του πλανήτη στον 1,5 °C, και ίσως ούτε στους 2 °C (SEI et al. 2019).
Η συνθήκη αυτή δεν µας καθιστά αισιόδοξους ως προς την επίτευξη της κλιµατικής ουδετερότητας µέχρι το 2050, αφού ουσιαστικά είναι εκ διαµέτρου αντίθετη µε τον µετασχηµατισµό του ενεργειακού συστήµατος, όχι τόσο σε επίπεδο αντικατάστασης τεχνολογιών και υποδοµών αλλά ως προς την πλήρως ανανεώσιµη βάση ισχύος για την παγκόσµια οικονοµία σε ολόκληρο τον κύκλο ζωής των ενεργειακών ροών. Ουσιαστικά, απαιτείται ένα εντελώς διαφορετικό παράδειγµα αποκέντρωσης της παραγωγής ενέργειας, της τοπικής εξάρτησης πόρων και της περιφερειακής αυτονοµίας. Η µελέτη των Dellucchi and Jacobson (2011) αποδεικνύει πως σε παγκόσµια κλίµακα το κόστος της ενέργειας, στην περίπτωση µιας ολοκληρωτικής µετάβασης σε ΑΠΕ, θα είναι στα ίδια επίπεδα µε τα σηµερινά, ενώ ταυτόχρονα οι συγγραφείς τονίζουν πως τα εµπόδια στην πραγµατοποίηση αυτής της µετάβασης δεν είναι τεχνολογικά αλλά κυρίως κοινωνικά και πολιτικά. Σε αυτό το πνεύµα κινείται και η έρευνα του Keppler (2013), όπου υποστήριξε ότι θα υπήρχε µικρή µείωση της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιµα στην ΕΕ λόγω της αδυναµίας των Ευρωπαίων υπευθύνων να λάβουν αποφάσεις προς µια κοινή ενεργειακή πολιτική, της ανελαστικότητας της ζήτησης πετρελαίου και της συνεχιζόµενης ελκυστικότητας του φυσικού αερίου. Επιπλέον, η χάραξη εθνικής ενεργειακής πολιτικής παραµένει εξαιρετικά διαφοροποιηµένη ανάµεσα στις χώρες – µέλη της ΕΕ, επιβεβαιώνοντας πως οι αντιθέσεις εντός της Ένωσης συνεχίζουν να είναι διευρυµένες.
Σε αυτό το κλίµα, η ελληνική κυβέρνηση σύµφωνα µε το νέο ΕΣΕΚ διευρύνει εξαιρετικά τον ρόλο του φυσικού αερίου αναδεικνύοντάς το ως «µεταβατικό» καύσιµο. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η απολιγνιτοποίηση, όµως, σε καµία περίπτωση δεν επιτυγχάνεται η απανθρακοποίηση, η απεµπλοκή από τα ορυκτά καύσιµα και τις επιπτώσεις τους. Η επίκληση της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας και της κάλυψης της ζήτησης σε ηλεκτρική ενέργεια, δεν τεκµηριώνει γιατί δεν επιτυγχάνονται, ενώ αυτό φαίνεται να είναι δυνατό, από το συνδυασµό ΑΠΕ και τεχνολογιών αποθήκευσης ενέργειας (CAN and ZERO, 2020). Καίριο ρόλο για τη συγκεκριµένη επιλογή φαίνεται να έπαιξαν οι σχεδιαζόµενες στον ελλαδικό χώρο εξορύξεις φυσικού αερίου µε στόχο την κάλυψη του συνόλου των ενεργειακών αναγκών της χώρας σε φυσικό αέριο, όπως αυτές προβλέπονται από το ΕΣΕΚ. Ανεξάρτητα από τις επιπτώσεις του συγκεκριµένου καυσίµου στο κλίµα, είναι πρακτικά αδύνατο τα όποια ευρήµατα των συγκεκριµένων εξορυκτικών δραστηριοτήτων να µπορούν να παίξουν τον οποιοδήποτε ρόλο στο ενεργειακό σύστηµα της χώρας µέχρι το 2030. Ακόµα και στο ΕΣΕΚ υποστηρίζεται πως η εκµετάλλευσή τους, στο καλύτερο σενάριο, θα ξεκινήσει θεωρήσουµε λογικό επακόλουθο των παραπάνω αλλά παράλληλα και ανησυχητικό στοιχείο το γεγονός πως δεν υπάρχει καµία αναφορά στην κατάργηση επιδοτήσεων προς δραστηριότητες που αφορούν ορυκτά καύσιµα, όπως ακριβώς αποφάσισε η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, ως το τέλος του 2021. Εάν σε αυτό εντάξουµε την ανάπτυξη νέων επιχειρηµατικών δραστηριοτήτων στον τοµέα του φυσικού αερίου και τον αρκετά πιθανό περιορισµό των πολιτικών επιδιώξεων µετασχηµατισµού, τότε συµπληρώνεται µια εικόνα περιστολής της προοπτικής της ολικής µετάβασης σε ΑΠΕ. Όσον αφορά το δυναµικό των ΑΠΕ, µε βάση την έκθεση του JRC, στην οποία παρουσιάζονται µελέτες προσδιορισµού του δυναµικού αιολικής και ηλιακής ενέργειας στις ευρωπαϊκές περιοχές κατηγορίας NUTS 2 µε δραστηριότητες εξόρυξης άνθρακα, το αιολικό δυναµικό της περιοχής µελέτης βρίσκεται σε µια µέση κατάσταση σε σύγκριση µε τις υπόλοιπες NUTS-2 ευρωπαϊκές περιοχές, ενώ το ηλιακό δυναµικό βρίσκεται στην υψηλότερη δυνατή κατηγορία (Alves Dias et al. 2018).
Αυτά τα στοιχεία κάνουν αναγκαία τη συγκρότηση ενός στοχευµένου σχεδίου το οποίο να προσδίδει στη Δυτική Μακεδονία ενεργό ρόλο στη νέα ενεργειακή κατάσταση. Όπως ορθά συµπεραίνει µια σειρά µελετών, αλλά και η µελέτη της WWF σε συνεργασία µε το Οικονοµικό Πανεπιστηµίου Αθηνών το 2010, πριν την ουσιαστική έναρξη της συζήτησης για την απολιγνιτοποίηση στην Ελλάδα, η ανάπτυξη µιας εθνικής βιοµηχανίας ΑΠΕ θα µπορούσε να συµβάλλει σηµαντικά στη δηµιουργία ευκαιριών απασχόλησης και απόκτησης εισοδήµατος αλλά και στη συνολική ανάκαµψη της ελληνικής οικονοµίας. H Δυτική Μακεδονία µπορεί να παίξει ενεργό ρόλο και στην παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ αλλά και να καταφέρει να εκµεταλλευτεί τη βιοµηχανική εµπειρία των κατοίκων της. Με τον τρόπο αυτό, η Δυτική Μακεδονία θα µπορέσει να διατηρήσει τον βασικό της ρόλο ως ενεργειακό κέντρο της Ελλάδας και στο µέλλον, στη βάση της δηµιουργίας µακροπρόθεσµων και µε προοπτικές θέσεων εργασίας και όχι κάλυψης των αναγκών συγκυριακών επενδύσεων, όπως δείχνουν να σχεδιάζονται. Ένα προβληµατικό σχέδιο, χωρίς σωστή ποσοτικοποίηση των ωφελειών και του κόστους, χωρίς θεσµική θωράκιση, χωρίς κοινωνική συµµετοχή, χωρίς ορθή τιµολόγηση των δράσεων σε βραχυπρόθεσµο αλλά και µακροπρόθεσµο επίπεδο, θα επιφέρει, στην καλύτερη περίπτωση, µερική µόνο εφαρµογή των µέτρων και ως εκ τούτου σαφώς µικρότερα (ή/και αρνητικά) αποτελέσµατα για το περιβάλλον, την κοινωνία και την οικονοµία.
5. Η Δυτική Μακεδονία στη σφαίρα της δίκαιης µετάβασης
Το ζήτηµα της ενεργειακής µετάβασης της Δυτικής Μακεδονίας οφείλουµε να το προσεγγίσουµε και από τις δύο βασικές όψεις µιας δίκαιης στρατηγικής (Green, 2018). Η πρώτη αφορά τον χαρακτήρα των µέτρων που λαµβάνονται, και θα πρέπει να ταξινοµηθούν σε µέτρα πρόληψης και µέτρα αντίδρασης. Η πλειοψηφία των πολιτικών ενεργειακής µετάβασης στην πορεία των τελευταίων δεκαετιών εστιάζουν στα δεύτερα, γεγονός το οποίο συνδέεται σε µεγάλο βαθµό µε την αποτυχία τους να αµβλύνουν τις κοινωνικές ανισότητες. Γίνεται εύκολα αντιληπτό, πως στην περίπτωση της Δυτικής Μακεδονίας δεν βρισκόµαστε στη φάση της επεξεργασίας και της εφαρµογής προληπτικών µέτρων, αλλά µε βάση τα στενά χρονικά πλαίσια και τον αιφνιδιασµό της τοπικής κοινωνίας, ουσιαστικά βρισκόµαστε στη φάση συγκρότησης των µέτρων αντίδρασης στη νέα κατάσταση.
Η δεύτερη όψη αφορά την προσέγγιση της έννοιας της δικαιοσύνης στην πράξη. Ξεκινώντας από τη δίκαιη κατανοµή του κόστους και του οφέλους µιας µετάβασης, πριν την όποια χρονική οριοθέτηση της διαδικασίας, οφείλουν να έχουν προσδιοριστεί επακριβώς µια σειρά πολύπλοκων ζητηµάτων, τα οποία έχουν αναφερθεί παραπάνω. Κάποια εξ αυτών είναι το ύψος και ο χαρακτήρας της βοήθειας, οι αποζηµιώσεις των απωλειών, ο τρόπος διαχείρισης των µη οικονοµικού χαρακτήρα επιπτώσεων και ο τρόπος που θα επηρεαστούν οι σχέσεις φύλου, φυλής, τάξης, ηλικίας. Η επίκληση της έννοιας της δικαιοσύνης έχει γίνει σε πολλές περιπτώσεις µεταβάσεων µε τελείως διαφορετικά αποτελέσµατα στην εξέλιξή τους. Κατά συνέπεια οι ουσιαστικές απαντήσεις δεν βρίσκονται στην επίκληση της αλλά στον χαρακτήρα των µέτρων και στην αντίληψη µε την οποία αυτά προσεγγίζονται. Ως εκ τούτου, ο τρόπος λήψης των αποφάσεων καθώς και ποιοι αλλά και µε τι όρους λαµβάνονται υπόψη στον προγραµµατισµό της µετάβασης είναι κοµβικές αποφάσεις. Το ευρύ φάσµα ενδιαφεροµένων περιλαµβάνει τους άµεσα αλλά και τους έµµεσα εργαζοµένους, στον προσδιορισµό των οποίων αναφερθήκαµε παραπάνω. Επιπλέον, µια δίκαιη στρατηγική θα πρέπει επίσης να λαµβάνει υπόψη ζητήµατα διαγενεακής δικαιοσύνης, δηλαδή τον αντίκτυπο των αποφάσεων που λαµβάνονται σήµερα στις µελλοντικές γενιές ή την ανάγκη υποστήριξης εκείνων που ιστορικά περιθωριοποιήθηκαν λόγω της ανάπτυξη της οικονοµίας ορυκτών καυσίµων.
Με βάση αυτά τα στοιχεία, τα ιστορικά παραδείγµατα µεταβάσεων µεγάλης κλίµακας σε κοινωνίες άµεσα εξαρτώµενες από την επίµαχη βιοµηχανία, δεν είναι ιδιαίτερα καθησυχαστικά. Τέτοιου είδους µεταβάσεις, ήταν και είναι συχνά ανεπαρκείς, και οδήγησαν σε µακροπρόθεσµη κοινωνική αποδιάρθρωση ακόµα και σε ερηµοποίηση περιοχών. Οι βραχυπρόθεσµες πολιτικές που εστιάζουν στη συγκυριακή εκτόνωση των επιπτώσεων για τις επιχειρήσεις και τους εργαζοµένους αποδεικνύεται πως δεν µπορούν να συµβάλλουν στη διαχείριση των κινδύνων σε µακροπρόθεσµο επίπεδο, διαιωνίζοντας το σοκ, την αδυναµία ανάπτυξης των ευκαιριών, την υποβάθµιση του ανθρώπινου κεφαλαίου και την αδυναµία ανάπτυξης άλλων πεδίων οικονοµικής δραστηριότητας (Spencer, 2017). Ως επί το πλείστον, οι υπάρχουσες πολιτικές διαχείρισης επικεντρώνονται στη βραχυπρόθεσµη αποζηµίωση των εργαζοµένων και των κοινοτήτων που επηρεάζονται άµεσα από τις πολιτικές µετάβασης και όχι σε ευρύτερα ζητήµατα κοινωνικής δικαιοσύνης. Επιπλέον, οι µεταβατικές πολιτικές τείνουν να αγνοούν τις πιθανές συνέπειες της µετάβασης πέραν αυτών που αφορούν στην απώλεια θέσεων εργασίας στη συγκεκριµένη βιοµηχανία. Γενικότερα, δεν υποστηρίζεται πως είναι δυνατή µια καθολική προσέγγιση που να διασφαλίζει µια δίκαιη µετάβαση σε όλα τα επίπεδα, δεδοµένου ότι η εκάστοτε περίπτωση εµπεριέχει τις δικές της ιδιαιτερότητες, µε βάση τη δοµή της βιοµηχανίας, του εργατικού δυναµικού και της κοινότητας. Ωστόσο, οι αρχές οι οποίες οριοθετούν µια δίκαιη στρατηγική συµβάλλουν στην ανάδειξη των παραγόντων που πρέπει να ληφθούν υπόψη σε όλα τα επίπεδα κατά την ανάπτυξη και εφαρµογή των πολιτικών µετάβασης.
Τα παραπάνω υπογραµµίζουν πως η διαχείριση της κατάστασης µόνο για τους εργαζοµένους της ΔΕΗ στη περιοχή µελέτης δηµιουργεί µια ουσιαστικά πλαστή εικόνα. Ο µεταβατικός σχεδιασµός πρέπει να περιλαµβάνει ένα ευρύτερο σύνολο παραγόντων και ζητηµάτων. Χαρακτηριστικές είναι οι τοποθετήσεις των δηµάρχων της περιοχής επί του ζητήµατος της απολιγνιτοποίησης σε ηµερίδα την οποία διοργάνωσε ο Δήµος Εορδαίας στις 14 Οκτωβρίου 2019. Όλες διακατέχονταν από έντονη ανησυχία για τον χρόνο στον οποίο απαιτείται να έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία απολιγνιτοποίησης σε σύγκριση µε το πλάνο στη βάση του οποίου σχεδίαζαν τις επόµενες κινήσεις τους. Σε αυτό προστίθεται το γεγονός πως ο ουσιαστικός αντικαταστάτης του λιγνίτη, εγχώριας παραγωγής, δεν είναι οι ΑΠΕ αλλά το εισαγόµενο φυσικό αέριο, µε συνέπεια να θεωρούν πως θα αµφισβητηθούν άµεσα βασικές σταθερές της κοινωνικής και οικονοµικής ζωής της περιοχής, χωρίς να καλύπτεται ο βασικός στόχος της σταδιακής κλιµατικής ουδετερότητας.
Εξ άλλου, η πρόσφατη αξιολόγηση των ΕΣΕΚ σε 15 χώρες-µέλη της ΕΕ, η οποία χρηµατοδοτήθηκε από το πρόγραµµα LIFE της ΕΕ και εκπονήθηκε από το Climate Action Network (CAN) Europe και την ZERO – Association for the Sustainability of the Earth System (2020), τονίζει τις σηµαντικές ελλείψεις στον σχεδιασµό και την εφαρµογή µέτρων δίκαιης µετάβασης στη Δυτική Μακεδονία. Χαρακτηριστικά, υποστηρίζει πως το ΕΣΕΚ δεν πείθει επαρκώς για τη βιώσιµη εξέλιξη της συγκεκριµένης περιοχής, υπερθεµατίζοντας την ανάγκη ενός συνεκτικού οδικού χάρτη µε τη συµµετοχή της τοπικής κοινωνίας, συνοδευόµενου από ισχυρά και αποδοτικά χρηµατοδοτικά εργαλεία.
6. Ο ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης
Η εµπειρία των τελευταίων δεκαετιών, έχει καταγράψει πολλές περιπτώσεις όπου οι τοπικοί φορείς και η τοπική κοινωνία στο σύνολό της δεν περιορίστηκαν σε πλαίσια ανάθεσης ή διαρκούς κριτικής απέναντι στις όποιες ανεπάρκειες των εκάστοτε σχεδίων. Υπάρχουν περιπτώσεις από τη Νότια Αφρική µέχρι την Φιλανδία όπου τοπικοί φορείς έχουν αναλάβει δράση για να περιορίσουν τις επιπτώσεις µιας άτακτης µετάβασης καθιερώνοντας καινοτόµες πρωτοβουλίες τοπικής οικονοµικής ανάπτυξης (Nel et al. 2003 & Talman and Tykkylainen, 1992). Εξαιρετικά σηµαντικό στοιχείο, ειδικά σε συνθήκες περιορισµένης µέριµνας από την πλευρά της κεντρικής διοίκησης, είναι η συνεργασία µεταξύ των ίδιων των τοπικών φορέων και των δηµοτικών και περιφερειακών διοικήσεων, όπου επίσης έχουν καταγραφεί εξαιρετικά παραδείγµατα αλλά και ιδιαιτέρως προβληµατικές περιπτώσεις, ιδίως σε περιοχές της Γερµανίας και της Πολωνίας (Wirth et al. 2012).
Στο σηµείο αυτό, είναι σηµαντικό να τονίσουµε πως η Δυτική Μακεδονία δεν είναι µια περιοχή στην οποία η διαδικασία της µετάβασης είναι εξ ολοκλήρου ξένη. Αντίθετα, σε τοπικό επίπεδο, ο σχεδιασµός και η πολιτική συζήτηση για τη δίκαιη µετάβαση είναι σχετικά προχωρηµένη. Τοπικοί αιρετοί, δήµαρχοι, όπως ο δήµαρχος της Κοζάνης, αναφέρονται διαρκώς στην ανάγκη µιας δίκαιης µετάβασης και προσπαθούν να δώσουν εναλλακτικές εισοδηµατικές ευκαιρίες για την περιοχή. Σε µεγάλο βαθµό, συντονίζονται µε τους επιστηµονικούς και επαγγελµατικούς φορείς, όπως και µε τα συνδικάτα των εργαζοµένων παρά τις αντιδράσεις που προέκυπταν απέναντι στα διάφορα σχέδια µετάβασης, µε στόχο να επηρεάσουν τις εξελίξεις και να διεκδικήσουν τον ρόλο τους.
Παράλληλα, συµµετέχουν στην πανευρωπαϊκή πρωτοβουλία δηµάρχων για τη δίκαιη µετάβαση, η οποία αριθµεί συνολικά πάνω από 40 δήµους, όπου µέσω της διακήρυξής τους υποστηρίζουν τη λήψη άµεσων µέτρων, καθώς οι συγκεκριµένες περιοχές αντιµετωπίζουν ήδη τις επιπτώσεις της απόσυρσης µονάδων ηλεκτροπαραγωγής και του κλεισίµατος ορυχείων. Εκτός των άλλων τονίζουν πως οι τοπικές κοινωνίες πρέπει να συµπεριληφθούν σε κάθε διαδικασία µετάβασης από την έναρξή της, ενώ ενθαρρύνουν τις κυβερνήσεις να ξεκινήσουν ειλικρινή και χωρίς αποκλεισµούς διάλογο µε όλους τους ενδιαφερόµενους τοπικούς φορείς προκειµένου να προετοιµάσουν µεταβατικά σχέδια και να τα συµπεριλάβουν στις στρατηγικές για την ενέργεια, το κλίµα και την αειφόρο ανάπτυξη. Ενδιαφέρον στοιχείο αποτελεί το γεγονός πως η Δυτική Μακεδονία λειτουργεί ως πιλοτική περιφέρεια της πλατφόρµας της ΕΕ για τις περιοχές σε µετάβαση (Transition Platform). Ο ρόλος προτύπου και ο τρόπος µε τον οποίο η έκβαση ήδη εφαρµοσµένων στρατηγικών επηρεάζει την ανάπτυξη αλλά κυρίως την αποδοχή νέων στρατηγικών µετάβασης σε διαφορετικές περιοχές, δηµιουργεί πολλαπλάσια ευθύνη για την επιτυχία του σχεδίου στην περιοχή. Αυτά τα στοιχεία, παράλληλα µε τις τοποθετήσεις των τοπικών φορέων, δείχνουν πως δεν υφίσταται µια συνολική αντίθεση µε κάθε σχέδιο απολιγνιτοποίησης, αλλά κυρίως µε όποιο σχέδιο δεν εµπλέκει τους άµεσα πληττόµενους στη διαδικασία συγκρότησης και εφαρµογής του.
Συµπεράσµατα
Συµπερασµατικά, η εξασφάλιση κοινωνικά δίκαιων ενεργειακών µεταβάσεων οφείλει να αποτελεί βασικό πολιτικό στόχο, τόσο σε επίπεδο χώρας όσο και σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Παράλληλα, οφείλει να υλοποιείται εντός του µικρότερου δυνατού χρονικού διαστήµατος, αφού η υποβάθµιση του περιβάλλοντος συγκεκριµένων περιοχών και οι διαρκώς διευρυνόµενες επιπτώσεις της κλιµατικής κρίσης διαρρηγνύουν περαιτέρω τις εκάστοτε κοινωνικές και περιβαλλοντικές ισορροπίες. Για τον λόγο αυτό, είναι σηµαντικό να διευρυνθεί η συζήτηση για τον ρόλο των κοινωνικών ανισοτήτων και την κλιµατική δικαιοσύνη, το πλαίσιο λογοδοσίας, τη διεύρυνση των κέντρων αποφάσεων, τον τρόπο και τα µέσα στήριξης των πληττόµενων κοινοτήτων, τονίζοντας την εµπλοκή των άµεσα και έµµεσα πληττόµενων.
Σε αυτή τη βάση προσεγγίστηκε η κατάσταση της περιοχής της Δυτικής Μακεδονίας υπό τον ταχύ οικονοµικό και κοινωνικό µετασχηµατισµό που θα προκαλέσει η προβλεπόµενη εφαρµογή του ΕΣΕΚ. Επιδιώχθηκε να γίνει κατανοητό πως τα χαρακτηριστικά της περιοχής µελέτης, σε συνδυασµό µε αυτά του ΕΣΕΚ, δηµιουργούν ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο µείγµα και µια επικίνδυνη συνθήκη για τη διατήρηση του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων της περιοχής στη νέα µεταλιγνιτική κατάσταση. Με βάση τα ιστορικά δεδοµένα και τα πρόσφατα οικονοµικά στοιχεία συµπεραίνουµε πως δεν αποτελεί µία ακόµα περιοχή σε µετάβαση, αλλά µια ιδιαίτερα δύσκολη περίπτωση που χρίζει ειδικής προσοχής. Τα υψηλά επίπεδα ανεργίας, η µείωση και η γήρανση του πληθυσµού στη Δυτική Μακεδονία αποτελούν τα κύρια προβλήµατα και τους βασικούς επιβραδυντές µιας δίκαιης µετάβασης. Παράλληλα, το ήδη υπάρχον βάρος από τις επιπτώσεις της οικονοµικής κρίσης που βίωσε και βιώνει η χώρα και η πλήρης έλλειψη καινοτόµων δράσεων, δεν αφήνουν περιθώρια λάθους.
Όµως, τα εµπόδια αυτά επ’ ουδενί δεν θα πρέπει να καθυστερήσουν επ’ αόριστο την έναρξη της µετάβασης. Σε κάθε περίπτωση, η κλιµατική ουδετερότητα, οι υποχρεώσεις που εκπορεύονται από τη Συµφωνία του Παρισιού αλλά ακόµα και η ιδιαίτερα υψηλή τρωτότητα της λιγνιτικής βιοµηχανίας της Δυτικής Μακεδονίας δεν αφήνουν κανένα περιθώριο. Απαιτούνται άµεσα, οργανωµένες πολιτικές πρόληψης των επιπτώσεων της µετάβασης µέσω σταδιακής κλαδικής διαφοροποίησης της οικονοµικής δραστηριότητας δηµιουργώντας κίνητρα που θα στοχεύουν ακόµα και στον επαναπατρισµό νέων εργαζοµένων. Λαµβάνοντας υπόψη την κρισιµότητα της περιόδου 2021-2023 –σε συνάρτηση µε το γεγονός πως, ακόµα και στην περίπτωση που θα ήταν επαρκές µέτρο, είναι ιδιαίτερα δύσκολο µεγάλης κλίµακας επενδύσεις να προλάβουν να ολοκληρωθούν και να συνοδευτούν από επαρκή αριθµό θέσεων εργασίας εντός αυτού του χρονικού διαστήµατος– καθίσταται αναγκαίο ένα πρόγραµµα κοινωνικών µέτρων άµεσης επιχορήγησης επιχειρήσεων, επιδότησης εργαζοµένων και ανέργων και συγκράτησης του ρεύµατος µετανάστευσης των νέων που είναι σε πλήρη εξέλιξη.
Με λίγα λόγια, ανάµεσα στη προσέγγιση η οποία αντιλαµβάνεται τη µετάβαση ως µια συµµετοχική διαδικασία αλληλεπιδρώντων στοιχείων και ατόµων και σε αυτή η οποία επικαθορίζεται από τον ντετερµινιστικό χαρακτήρα της, η ανάλυση του ΕΣΕΚ αλλά και της διαδικασίας συγκρότησης και εφαρµογής του, οδηγούν στο συµπέρασµα πως το ΕΣΕΚ εντάσσεται απολύτως στη δεύτερη προσέγγιση και επιδιώκοντας την επίτευξη του στόχου αδιαφορεί για τις επιπτώσεις και την έκτασή τους. Στην ίδια κατεύθυνση εντάσσεται και η χρήση πολιτικών «εργαλείων» προσδιορισµένου δυναµικού χωρίς επένδυση στην καινοτοµία και ουσιαστική, µακροπρόθεσµη ανάδειξη του ρόλου του τοπικού Πανεπιστηµίου σε όλο το φάσµα της µεταβατικής διαδικασίας, όπως έχει ως ένα βαθµό έχει γίνει σε περιπτώσεις σαν την περιοχή της Ρηνανίας, της µεγαλύτερης λιγνιτοπαραγωγού περιφέρειας της Γερµανίας. Ταυτόχρονα, δεν υποστηρίζεται η αποκέντρωση της ενεργειακής παραγωγής και ο διαµοιρασµός της στην κοινότητα µέσω του θεσµού των ενεργειακών κοινοτήτων, ενώ η επιλογή να δηµιουργηθεί ένας ιδιαίτερα υψηλής κλίµακας κίνδυνος για την τοπική κοινωνία, χωρίς να επιτυγχάνεται τουλάχιστον η απεµπλοκή του τοµέα ηλεκτροπαραγωγής από τα ορυκτά καύσιµα, αφού µεγάλο µερίδιο του λιγνίτη θα αντικατασταθεί από το φυσικό αέριο, δείχνει πως ο κύριος στόχος είναι διαφορετικός από αυτόν της κλιµατικής ουδετερότητας.
Εν κατακλείδι, µε τον εν εξελίξει σχεδιασµό είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπερκεραστούν τα εµπόδια που έχουν αναλυθεί για την περιοχή µελέτης, µε εµφανέστατη την έλλειψη ενός απαραίτητου συλλογικού οράµατος για την επόµενη µέρα και εντός ενός τόσο περιορισµένου χρονικού διαστήµατος, χωρίς τη συµµετοχή της τοπικής κοινωνίας στη διαδικασία. Η ενεργοποίηση των άµεσα πληττόµενων είναι σε κάθε περίπτωση αναγκαία, ακόµα και εάν δεν υπάρχει αλληλεπίδραση µε την κεντρική διοίκηση, µε µια σειρά αντίστοιχα παραδείγµατα να έχουν οδηγήσει σε αισιόδοξα αποτελέσµατα. Δεν οφείλει κανείς να αποδεχθεί ένα επίπλαστο δίλληµα και να διαλέξει ανάµεσα στη σταδιακή κλιµατική ουδετερότητα και τη διατήρηση του βιοτικού του επιπέδου. Είναι και τα δύο εφικτά και σε τελική ανάλυση αλληλένδετα. Η έναρξη της διαδροµής είναι ήδη γεγονός, όµως, ο προσδιορισµός των βηµάτων γίνεται εµφανές πως αποτελεί ένα εξ ολοκλήρου πολιτικό διακύβευµα.
Βιβλιογραφία
Alves Dias P., Kanellopoulos K., Medarac H., Kapetaki Z., Miranda Barbosa E., Shortall R., Czako V., Telsnig T., Vazquez Hernandez C., Lacal Arantegui R., Nijs
W., Gonzalez Aparicio I., Trombetti M., Mandras G., Peteves E. and Tzimas E.,
(2018), «EU coal regions: opportunities and challenges ahead», Publications Office of the European Union, Luxembourg.
Caldecott B., Sartor, O., & Spencer, T., (2017), «Lessons from previous “Coal Transitions”: High level summary for decision- makers», IDDRI and Climate strategies, Paris.
CAN and ZERO, (2020), «PAVE THE WAY FOR INCREASED CLIMATE AMBITION Opportunities and Gaps in the final National Energy and Climate Plans», CAN Climate Action Network Europe and ZERO – Association for the Sustainability of the Earth System, funding from the LIFE Program of the European Union.
Chen Y.-H. H., Reilly, J. M., & Paltsev, S., (2019), «Did the shale gas boom reduce US CO2 emissions?». (No. 336), Cambridge, MA: MIT Joint Program on the Science and Policy of Global Change.
Coenen L., Moodysson J., and Martin H., (2015), «Path Renewal in Old Industrial Regions: Possibilities and Limitations for Regional Innovation Policy», Regional Studies, vol. 49 pp. 850– 65.
Delucchi M.A., and Jacobson M.Z., (2011), «Providing all global energy with wind, water, and solar power, Part II: reliability. System andtransmission costs, and policie», Energy Policy vol. 39, pp. 1170 –1190.
Eurostat, (2019), «Unemployment in the EU regions in 2018. Unemployment rates in the EU regions ranged from 1.3% to 35.1%. Unemployment rates fell in 8 out of 10 EU regions», 75/2019- 29 April 2019, Available in:
https://ec.europa.eu/eurostat/documents/2995521/9746862/1- 29042019-BP-
EN.pdf/329a9132-20c0-485b-aa22-b34864c22fde
Eurostat, (2020), «Population on 1 January by NUTS 2 region», Αvailable in:
https://ec.europa.eu/eurostat/tgm/refreshTableAction.do?tab=table&plugin =1&pcode=tgs00096 &language=en
Eurostat, (2020a), «Long-term unemployment rate (12 months and more) by NUTS 2 regions», Available in: https://ec.europa.eu/eurostat/tgm/table.do?tab=table&init=1&language=en &pcode=tgs00053&plugin=1
Eurostat, (2020b), «Youth unemployment rate by sex, age and NUTS 2 regions»,
Available in:
https://appsso.eurostat.ec.europa.eu/nui/submitViewTableAction.do
Green F., (2018), «Transition Policy for Climate Change Mitigation: Who, What, Why and How», CCEP Working Paper 1805, May 2018. Crawford School of
Public Policy, The Australian National University.
IEA. (2011). World Energy Outlook 2011. Paris, France: International Energy Agency, Available in: https://webstore.iea.org/worldenergy-outlook-2011
Keppler J. H., (2013), «Climate Change, Security of Supply and Competitiveness: Does Europe Have the Means to Implement Its Ambitious Energy Vision?», In The New Energy Crisis: Climate, Economics and Geopolitics, (ed.) J.-M. Chevalier and P. Geoffron, Basingstoke: Palgrave, pp.
192–216.
McGlade C., Pye, S., Ekins, P., Bradshaw, M., & Watson, J., (2018), «The future role of natural gas in the UK: a bridge to nowhere?», Energy Policy, vol. 113, pp. 454–465.
Nel, E. L., Hill, T. R., Aitchison, K. C. and Buthelezi, S., (2003), «The closure of coal mines and local development responses in Coal-Rim Cluster, northern
KwaZulu-Natal, South Africa», Development Southern Africa, vol. 20, pp. 369–
85.
Newell P. and Mulvaney D., (2013), «The political economy of the ‘just transition’», The Geographical Journal, vol. 179, No. 2, pp. 132–140.
SEI, Stockholm Environmental Institute, IISD, ODI, Climate Analytics, CICERO, and UNEP, (2019), «The Production Gap Report addresses the necessary winding down of the world’s production of fossil fuels in order to meet climate goals», Available in: http://productiongap.org/
Spencer T., Colombier M., Sartor O., Garg A., Tiwari W., Burton J., Caetano T., Green F., Teng F. and Wiseman J., 2017, «The 1.5°C target and coal sector transition: at the limits of societal feasibility», Climate Policy, vol. 18, pp. 335 – 351.
Steers M. R., Meyer D.A., Sanchez-Runde J.C., (2008), «National culture and the adoption of new technologies», vol. 43, pp. 255 – 260.
Stevis D. and Felli R., (2015), «Global labour unions and just transition to a green economy», Int Environ Agreements, vol. 15, pp. 29 –43.
Szarka J., (2012), «Climate Challenges, Ecological Modernization, and
Technological Forcing: Policy Lessons from a Comparative US-EU Analysis», Global Environmental Politics, vol. 12, pp. 87–109.
Szarka J., (2016), «Towards an evolutionary or a transformational energy transition? Transition concepts and roadmaps in European Union policy discourse», Innovation: The European Journal of Social Science Research, vol.
29, pp. 222 –242.
Talman P. and Tykkylainen, M., (1992), «Finland: restructuring policy in the 1980s. Coping with Closure: An International Comparison of Mine Town Experiences», (ed.), Neil, C., Tykkylainen, M., and Bradbury, J. Routledge, London, pp. 291–313.
Thombs P. R., (2019), «When democracy meets energy transitions: A typology of social power and energy system scale», Energy Research & Social Science, vol. 52, pp. 159 – 168.
UN, United Nations, (1987), «Report of the World Commission on Environment and Development: Our Common Future», Available in:
https://sustainabledevelopment.un.org/content/documents/5987ourcommon-future.pdf
Wirth P., Černič Mali B. and Fischer W., (2012), «Post-Mining Regions in Central Europe: Problems, Potentials, Possibilities», Oekom, München.
WWF και Ο.Π.Α., (2010), «Πράσινα µέτρα στην Ελλάδα: αξιολόγηση οφέλους/κόστους από την υλοποίηση συγκεκριµένων δράσεων προώθησης των ανανεώσιµων πηγών και της εξοικονόµησης ενέργειας», WWF Ελλάς και Οικονοµικό Πανεπιστήµιο Αθηνών, Επιστηµονική έκθεση, Αθήνα Ιούνιος 2010.
Zhang X., Myhrvold, N. P., Hausfather, Z., & Caldeira, K., (2016), «Climate benefits of natural gas as a bridge fuel and potential delay of near-zero energy systems», Applied Energy, vol. 167, pp. 317– 322.
ΕΛΣΤΑΤ, Ελληνική Στατιστική Αρχή, «Οικονοµικά χαρακτηριστικά για το 2011»,
Διαθέσιµο στην ιστοσελίδα: https://www.statistics.gr/el/statistics/-
/publication/SAM04/
Δήµος Εορδαίας, (2019), «Εισήγηση του Δηµάρχου Εορδαίας Παναγιώτη
Πλακεντά, στην ηµερίδα ‘Το µέλλον της Ενέργειας στη Δυτική Μακεδονία’», Διαθέσιµο online
ΥΠΕΝ, Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, (2016), «ΕΘΝΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΣΤΗΝ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ», Αθήνα 2016.
ΥΠΕΝ, Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, (2019), «Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίµα», Ελληνική Δηµοκρατία, Αθήνα 2019.
Ο Σωτήρης Μικρός είναι Φυσικός, µε µεταπτυχιακές σπουδές στη διαχείριση κινδύνων και καταστροφών και στην πολιτική επιστήµη