Η μάχη εναντίον της Χρυσής Αυγής είναι μια μάχη κερδισμένη στον πόλεμο εναντίον του φασισμού. Αν θέλουμε όμως να είμαστε ειλικρινείς, είναι μια πολιτική μάχη κερδισμένη στον πόλεμο εναντίον του πολιτικού φασισμού. Και μόνον. Ο υπόλοιπος πολιτικός πόλεμος εξακολουθεί να υπάρχει και ο υπόλοιπος γενικός πόλεμος εναντίον όλων των φασισμών, μικρών ή μεγάλων, φανερών η κρυφών, διερευνημένων ή αδιερεύνητων, καθημερινών ή μακροχρόνιων, μικρονοϊκών ή σοφισμένων, εξακολουθεί να μαίνεται. Και είναι πόλεμος ανελέητος επειδή πρόκειται για πόλεμο εναντίον ενός εχθρού που μπορεί να είναι ο χειρότερος και πιο θανατηφόρος απ’ όλους τους εχθρούς: ο ίδιος μας ο εαυτός. Φυσικά, δεν εννοώ πως όλοι μας είμαστε κατά βάθος και στον πυρήνα μας φασίστες. Εννοώ όμως πως όλοι μας, όντας τέκνα μιας συγκεκριμένης παιδείας (καθολικά), απότοκης μιας συγκεκριμένης οντολογικής ιδεοληψίας, που άρχει επί αιώνες διαμορφώνοντας συνειδήσεις και προπαντός νοοτροπίες, αφήνουμε χωρίς να το καταλάβουμε πολλές πόρτες ανοιχτές για να εισχωρήσει ο φασισμός στον τροπισμό ολόκληρης της ζωής μας.
Οι φόρμες της κατίσχυσης του Άλλου υπάρχουν παντού. Από τις θεσμισμένες τελετουργίες απονομής του ολιστικού διαμοιρασμού της Δημοκρατίας μέχρι τις διαμορφώσεις των αναμονών κάθε επιθυμίας. Σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο. Από την οικογένεια μέχρι την Εκκλησία, αφού παντού υπάρχει μια συνείδηση εκκλησιάσματος που υπομένει έως ότου νιώσει πως ευλογείται από κάποια συναλληλία. Από κει και ύστερα, η απόσταση ανάμεσα στο πραγματικό και στο φαντασιακό είναι ανύπαρκτη. Η ύπαρξη συμβόλων αποτελεί την απόδειξη.
Θέλω να πω ότι ο φασισμός είναι σαν τον θάνατο: πηγαίνει όπου πάμε, με αποτέλεσμα -χωρίς να το καταλάβουμε- να πηγαίνουμε κι εμείς όπου πηγαίνει.
Ο φόβος του δικού μας, του αποκλειστικά δικού μας, ατομικού θανάτου και μαζί η ακατάσχετη ανάγκη να τον υπερκεράσουμε: να ζήσουμε για πάντα. Σ’ αυτό τον φόβο στηρίχτηκε όλη η φιλοσοφία της εξουσίας. Σ’ αυτόν τον φόβο, στην ανατριχίλα που διατρέχει τη σπονδυλική στήλη του όντος, στηρίχτηκε όλη η ιδέα του ιερού της γνώσεως, του μυστικού της «ανωτερότητας», της τυφλότητας των συνειδήσεων απέναντι στο θάμβος εκείνων που «ξέρουν» όχι απλώς εκείνο που δεν «ξέρουν» οι υπόλοιποι, αλλά εκείνο που δεν είναι προορισμένοι, δηλαδή θεϊκά ικανοί, να καταλάβουν ουδέποτε. Οι «ψυκτικοί Περιστερίου», ας πούμε, ή οι οπαδοί της «αφύσικης» ισότητας των ανθρώπων.
Συνεπώς ο φασισμός είναι αμφίπλευρος, αμφίπλευστος και αμφιθαλής. Χρειάζεται αυτόν που κρατάει το μαχαίρι της μοίρας και μοιράζει και μαζί χρειάζεται αυτόν που θεωρεί μοιραίο να δέχεται τη μοιρασιά. Φασισμός λοιπόν είναι η αποδοχή μιας ακούσιας και ακατανόητης μοιρασιάς στο αδιαμοίραστο και ενιαίο που λέγεται ζωή. Η αποδοχή ως φυσικότητα της κατακρεούργησης του αδιάσπαστου «ενός» που είναι το «παν». Από ’κεί και ύστερα, η φιλοσοφική στρέβλωση του όντος γίνεται απλό παρεπόμενο.
Όταν το καίριο έχει τρωθεί, όταν το όλον έχει διαρραγεί, τότε τα μέρη αφήνονται στην όρεξη εκείνων «που ξέρουν». Εκείνων που κατέχουν την ικανότητα να ζουν σκεπτόμενοι. Υπό τη σκέπη μιας γενικής πατρικής ευλογίας. Ο Θεός ευλογεί τους εκλεκτούς. Ο Χίτλερ ευλογεί τους εκλεκτούς. Ο πατέρας αφέντης ευλογεί. Ο στρατηγός ευλογεί. Ο καναλάρχης ευλογεί. Ο αρχιεπίσκοπος ευλογεί. Δεύτε λάβετε. Το σώμα της ευλογίας. Και προσέξτε. Το σύμπαν συνωμοτεί για να σας το πάρει. Αυτό είναι ο φασισμός που εσύ ο ίδιος μοιράζεις στους άλλους. Η κκαταραμένη ευλογία του φόβου. Η σκλαβιά.
Σαν το ζεστό ψωμί μοιράζεται η σκλαβιά. Σαν το ζεστό δάκρυ μοιράζεται ο φασισμός της προορισμένης ζωής. Και η μοιρασιά γίνεται χέρι με χέρι. Κάθε μέρα. Με τα ίδια μας τα χέρια.
Κώστας Καναβούρης
Πηγή: Η Αυγή