Τα γεγονότα που σημάδεψαν την πορεία της Αριστεράς κατά τους δύο προηγούμενους αιώνες είναι λίγο – πολύ γνωστά. Λόγω όμως της πολιτικής σημασίας με την οποία παραμένουν φορτισμένα, οι σύγχρονοι ιστορικοί και πολιτικοί στοχαστές που ασχολήθηκαν με τη μελέτη τους εξακολουθούν να προάγουν διαφορετικές και συχνά εντελώς αποκλίνουσες ερμηνείες τους. Δύσκολα πάντως μπορεί να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι, μετά την κατάρρευση του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» και την ολοκλήρωση της παγκόσμιας κυριαρχίας του σύγχρονου καπιταλισμού, το «φάντασμα του κομμουνισμού» έπαψε πια να πλανιέται στην Ευρώπη και η Αριστερά συνολικά βρέθηκε παντού σε ύφεση. Δεν είναι μάλιστα λίγοι εκείνοι που έσπευσαν να κηρύξουν τη διάκριση Δεξιάς και Αριστεράς ιστορικά ξεπερασμένη, μια και ο σοσιαλισμός έδειχνε να μην αποτελεί πλέον ένα επιθυμητό και εφαρμόσιμο εναλλακτικό σύστημα. Το παράδοξο είναι ότι, μολαταύτα, οι εκπρόσωποι της Δεξιάς εξακολουθούν να επιδίδονται όχι μόνο στην κριτική των ιδεών της Αριστεράς, αλλά και στη συστηματική κατασυκοφάντησή τους. Προφανώς γιατί κατά βάθος γνωρίζουν ότι τα βασικά προτάγματα παραμένουν επίκαιρα.
Ανάκτηση αξιοπιστίας και δυναμισμού
Η Αριστερά είναι και θα παραμείνει ζωντανή όσο δεν απεμπολεί την καταστατική αρχή της: τη ριζική αντίθεσή της στον καπιταλισμό. Ωστόσο, για να ανακτήσει την αξιοπιστία της και τον δυναμισμό της, χρειάζεται να προχωρήσει σε μια τολμηρή ανανέωση. Και να θέλει, δεν μπορεί, και θα ήταν λάθος, να απαρνηθεί το παρελθόν της. Οφείλει όμως να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της μ’ αυτό. Κατ’ αρχάς στο πεδίο τής θεωρίας με μια νηφάλια κριτική επανεξέταση της πλούσιας όσο και πολύγνωμης γραμματείας που της κληροδότησαν οι κάθε λογής σοσιαλιστές του 19ου και του 20ού αιώνα. Πρόκειται για κείμενα που εμπεριέχουν αναλύσεις και θέσεις, πολλές από τις οποίες διατηρούν ακέραια την αξία τους, ενώ άλλες είτε υπήρξαν δικαιολογημένες στον καιρό τους, αλλά είναι πλέον ξεπερασμένες, είτε ήταν εξαρχής εσφαλμένες. Δυστυχώς, πολλοί αριστεροί δογματικής νοοτροπίας πιστεύουν ότι ορισμένα από αυτά τα κείμενα συστήνουν μια αδιαμφισβήτητη σοσιαλιστική ορθοδοξία και όλα τα άλλα αντιπροσωπεύουν καταδικαστέες αιρέσεις.
Σε κριτική επανεκτίμηση του παρελθόντος της οφείλει να προβεί η Αριστερά και στο πεδίο της πράξης, αλληλένδετο άλλωστε μ’ αυτό της θεωρίας. Δικαιούται ασφαλώς να είναι περήφανη για τα όσα -και δεν είναι λίγα- πέτυχε με τους αγώνες της. Σκόπιμο θα ήταν βέβαια να αναγνωρίσει και τα λάθη στρατηγικής και τακτικής που την εμπόδισαν να πετύχει περισσότερα. Προπάντων, όμως, έχει χρέος να καταδικάσει απερίφραστα όσα αμαύρωσαν την ιστορία της: τον απάνθρωπο χαρακτήρα που προσέδωσαν σε ορισμένα σοσιαλιστικά καθεστώτα οι ολοκληρωτικές αντιλήψεις και η παράνοια των ηγετών τους, καθώς και τις τρομοκρατικές ενέργειες που επέλεξαν ως μορφή λαϊκού αγώνα κάποιες ακροαριστερές οργανώσεις.
Κριτικός στοχασμός στο παρελθόν
Για την Αριστερά, ο κριτικός αναστοχασμός πάνω στο παρελθόν της αποτελεί προϋπόθεση για την απαλλαγή της από εμμονές και ιδεοληψίες που την εμποδίζουν να αναμετρηθεί επιτυχώς με το παρόν. Και το πρώτο έργο που έχει να επιτελέσει εν προκειμένω δεν είναι άλλο από εκείνο που της όρισε ήδη από το 1843 ο νεαρός Μαρξ σε επιστολή του στον Ρούγκε: «Η αμείλικτη κριτική όλου του σημερινού συστήματος». Το σημερινό σύστημα όμως δεν είναι ούτε ο άγριος καπιταλισμός του 19ου αιώνα που γέννησε τη νέα και δυνάμει επαναστατική τάξη του προλεταριάτου, ούτε ο σχετικά εξημερωμένος καπιταλισμός τής μεταπολεμικής περιόδου που αντέταξε το κράτος προνοίας στον υπαρκτό σοσιαλισμό. Όταν ο τελευταίος έπαψε να αποτελεί το αντίπαλο δέος, το κεφάλαιο μπόρεσε να καταστεί εντελώς ανεξέλεγκτο. Είχε ήδη επινοήσει νέες μορφές οργάνωσης και αποδοτικής κυκλοφορίας του στο διεθνές περιβάλλον. Είχε επίσης αρχίσει να επωφελείται από την ψηφιακή τεχνολογία, χάρη στην οποία στις μέρες μας, όπως επισήμανε ο Μανουέλ Καστέλς, «η γένεση, η επεξεργασία και η μετάδοση των πληροφοριών γίνονται οι θεμελιακοί πόροι παραγωγικότητας και ισχύος». Στο σημερινό σύστημα η εξουσία που συγκέντρωναν τα εθνικά – κράτη, οι μεγάλες καπιταλιστικές εταιρείες και οι φορείς συμβολικού ελέγχου έχει σε μεγάλο βαθμό περάσει σε υπερεθνικούς οργανισμούς και σε μια παγκοσμιοποιημένη αγορά όπου τη λήψη κρίσιμων αποφάσεων, τη διαχείριση του χρηματιστικού κεφαλαίου και την αξιολόγηση των επιδόσεων έχουν αναλάβει επίλεκτοι του συστήματος, αλλά απρόσωποι για το ευρύ κοινό τεχνοκράτες, απαλλαγμένοι από κάθε υποχρέωση λογοδοσίας. Πρόκειται για τον νέο Κυρίαρχο που ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς προσφυέστατα χαρακτήρισε ως «αόρατο Λεβιάθαν».
Αποδυναμωμένο το εργατικό κίνημα
Από την άλλη πλευρά, προϊόντος του χρόνου, η καπιταλιστική ανάπτυξη δημιούργησε συνθήκες που έχουν απαρχαιώσει τις παλιές ταξικές διαιρέσεις. Η κοινωνία των πολιτών αποτελείται πλέον από άτομα με σύνθετη ταυτότητα, που εντάσσονται σε περισσότερες από μία ομάδες κοινών συμφερόντων και επιδιώξεων. Συνακόλουθα, το εργατικό κίνημα, με τα αριστερά κόμματα και τα συνδικάτα διασπασμένα και αμήχανα, έχει αποδυναμωθεί. Την αντίθεση στο σύστημα εκφράζουν σήμερα και άλλα κινήματα, παλιότερα και νεότερα, προοδευτικά και αντιδραστικά, τα οποία όμως από τη φύση τους δεν μπορούν να γίνουν μαζικά. Ο πολύμορφος αυτός κατακερματισμός του κοινωνικού ιστού διευκολύνει το δίχως άλλο το καπιταλιστικό σύστημα να γίνεται όλο και πιο ασύδοτο, καθώς μειώνονται οι πιθανότητες συγκρότησης ενός ισχυρού αντισυστημικού ρεύματος. Βεβαίως, η Αριστερά δεν μπορεί παρά να στηρίζει τις διεκδικήσεις των εργαζομένων και να στέκει αλληλέγγυα με τις καταπιεζόμενες μειονότητες, μολονότι η δράση της αυτή απωθεί τους συντηρητικής νοοτροπίας πολίτες που αφθονούν και στα λαϊκότερα κοινωνικά στρώματα. Το ζήτημα είναι επομένως πώς και κατά πόσο μπορεί να διευρύνει την επιρροή της πέραν του σχετικά περιορισμένου κύκλου των οπαδών της.
Τη διεύρυνση αυτή μπορεί να την πετύχει μόνο μια ανανεωμένη αντιδογματική Αριστερά κερδίζοντας τη συμπάθεια και τη συμπαράσταση φιλελεύθερων, δημοκρατικών και προοδευτικών πολιτών που δεν είναι έτοιμοι να καταδικάσουν τον καπιταλισμό εν γένει, αλλά που δυσανασχετούν με την ασυδοσία του σημερινού συστήματος. Οφείλει επομένως να επικεντρώσει την κριτική της στις εμφανέστερες συνέπειες αυτής της ασυδοσίας: α) τη διαρκή όξυνση των πάσης φύσεως ανισοτήτων μεταξύ κοινωνικών ομάδων, κοινοτήτων και κρατών, β) τη δημιουργία συνθηκών ανασφάλειας ή επισφάλειας ακόμη και για τα σχετικά προνομιούχα κοινωνικά στρώματα, γ) την αλόγιστη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και την προϊούσα καταστροφή της βιόσφαιρας με την κλιματική αλλαγή να έχει πάρει εφιαλτικές διαστάσεις, δ) την απαξίωση όσων στοιχείων της πολιτισμικής κληρονομιάς δεν προσφέρονται για εμπορευματοποίηση και τον αφανισμό εκείνων που στέκονται εμπόδιο σε κερδοσκοπικές επενδύσεις, ε) την παραβίαση θεσμοθετημένων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο κανόνων δικαίου και δημοκρατικών διαδικασιών. Την ανησυχία της για τα φαινόμενα αυτά εκφράζει ενίοτε και η Δεξιά. Έτσι, η κριτική της Αριστεράς δικαιώνεται μόνο αν συνοδεύεται από τη μαχητική εναντίωσή της σε συγκεκριμένες εκδηλώσεις τους, τις οποίες η Δεξιά είναι συνήθως υποχρεωμένη να ανέχεται ή να υποστηρίζει. Και ειδικότερα προέχει η εναντίωσή της σε δραστηριότητες με δυσμενείς και μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στο φυσικό και το πολιτισμικό περιβάλλον.
Νέο ήθος στον δημόσιο λόγο
Η Αριστερά, για να βρει απήχηση σ’ ένα ευρύτερο κοινό, χρειάζεται επίσης να επιδείξει ένα νέο ήθος στον δημόσιο λόγο της, αποφεύγοντας τις υπερβολές στην κριτική, τις διεκδικήσεις και τις επαγγελίες της, αλλά και διατυπώνοντας τις θέσεις της με σαφήνεια, ώστε να μην επιδέχονται παρερμηνείες και διαστρεβλώσεις. Στην αντιπαράθεση με τους αντιπάλους της, ακόμη κι όταν προκαλείται, δεν πρέπει να παρασύρεται σε εμπαθείς αντιδικίες και προσωπικές επιθέσεις. Τη συμφέρει πολύ περισσότερο ένας διάλογος στον οποίο, χωρίς να διεκδικεί το μονοπώλιο της ορθότητας, θα μπορεί να αναπτύσσει πειστικά επιχειρήματα και να καταθέτει επαρκώς επεξεργασμένες προτάσεις. Οφείλει, τέλος, να σέβεται το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο το οποίο έχει ενσωματώσει και δικές της ιστορικές κατακτήσεις, χωρίς βέβαια να παραιτείται από τις προσπάθειες βελτίωσής του και από τη σθεναρή αντίστασή της σε απόπειρες μεταβολής του επί τα χείρω ή παραβίασής του.
Ένα κόμμα ικανό να εκπροσωπήσει επάξια την ανανεωμένη αυτή Αριστερά στον πολιτικό στίβο θα μπορέσει κατά πάσα πιθανότητα να εξασφαλίσει μια αρκετά ισχυρή κοινοβουλευτική παρουσία. Με εγγυημένη τη δημοκρατική λειτουργία των οργάνων του, θα έχει επίσης τη δυνατότητα να διευρύνει τη βάση του και τη στελέχωσή του προσελκύοντας άτομα και ομάδες με σοσιαλιστικές πεποιθήσεις που δεν έχουν ενταχθεί σε κόμματα ή έχουν αποστασιοποιηθεί από προηγούμενες κομματικές εξαρτήσεις. Ωστόσο, τα περιθώρια για μια τέτοια διεύρυνση δεν είναι μεγάλα. Περισσότερο ευοίωνη παρουσιάζεται η προοπτική το κόμμα αυτό, διατηρώντας τη ριζοσπαστική του ιδεολογία και την οργανωτική του αυτονομία, να αποτελέσει τον κορμό μιας ευρύτερης δημοκρατικής και προοδευτικής παράταξης η οποία, με τις προσυμφωνημένες προγραμματικές της θέσεις, θα μπορεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος. Τα δύσκολα θα αρχίσουν όταν σε μια εκλογική αναμέτρηση εξασφαλίσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και κληθεί να κυβερνήσει.
Κυβέρνηση της Αριστεράς και συμβιβασμοί
Μια κυβέρνηση της Αριστεράς, ή με κορμό την Αριστερά, θα είναι αναγκασμένη να λειτουργήσει εντός του δεσμευτικού πλαισίου που ορίζουν οι ως επί το πλείστον παγιωμένοι κρατικοί και κοινωνικοί θεσμοί, καθώς και η ένταξη της χώρας σε υπερεθνικούς οργανισμούς. Επιπλέον, θα έχει να αντιμετωπίσει την εχθρότητα του μεγάλου κεφαλαίου, ντόπιου και ξένου, και των φορέων εξουσίας που το εκπροσωπούν ή το υπηρετούν. Αλλά και η κριτική που θα δέχεται από τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν αναμένεται να είναι καλόπιστη και εποικοδομητική. Με δεδομένες τις αντίξοες αυτές συνθήκες, η ελευθερία που θα διαθέτει στην άσκηση της πολιτικής της θα είναι οπωσδήποτε περιορισμένη. Σε μια σειρά κρίσιμα ζητήματα θα υποχρεωθεί, παραμερίζοντας την «ηθική του φρονήματος» και ακολουθώντας την «ηθική της ευθύνης» (κατά την εύστοχη βεμπεριανή διάκριση), να ενδώσει σε ανοίκειους για το αξιακό της σύστημα συμβιβασμούς. Οι συμβιβασμοί αυτοί θα επισύρουν ασφαλώς τις λοιδορίες της «αδιάλλακτης» Αριστεράς, πιθανόν όμως να προκαλέσουν και ενδοκομματικές διαφωνίες. Ο μόνος τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να αμβλύνει τις δυσμενείς εντυπώσεις από τέτοιους συμβιβασμούς είναι να έχει ει δυνατόν εξαρχής αναγνωρίσει και εξηγήσει τις δεσμεύσεις που της επέβαλαν. Ωστόσο, αυτό που τελικά θα μετρήσει στην κρίση των πολιτών θα είναι η ικανότητά της να προωθήσει τις προοδευτικές μεταρρυθμίσεις και τα φιλολαϊκά μέτρα που είχε περιλάβει στο πρόγραμμά της. Εν προκειμένω αναβολές, υπαναχωρήσεις ή αστοχίες δύσκολα θα γίνουν ανεκτές.
ΥΓ.: Επέλεξα συνειδητά να αποφύγω κάθε αναφορά στους πολιτικούς σχηματισμούς του τόπου μας. Φυσικά, τους είχα συνεχώς κατά νου.
Ο Σάββας Κονταράτος είναι ομότιμος καθηγητής της ΑΣΚΤ
Πηγή: Η Αυγή