Αντί προλόγου: Το κείμενο αυτό γράφτηκε την Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2020, ανήμερα της επετείου από το ολοκαύτωμα του Χορτιάτη. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1944 άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας με την κάλυψη άτακτων τμημάτων του Φριτς Σούμπερτ της Βέρμαχτ έκαψαν, ρήμαξαν το χωριό (λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη) και δολοφόνησαν φριχτά 146 ή 147 κατοίκους, μεταξύ τους και μωρά παιδιά.
Η φρίκη ολόκληρη είναι αποτυπωμένη στη διήγηση μιας γερόντισσας για το νεογνό που προσπαθούσε να βυζάξει από το στήθος της νεκρής μητέρας του, ενώ από πάνω τους δυο ταγματασφαλίτες, έχοντας επιτελέσει το «πατριωτικό» τους καθήκον, κάπνιζαν και χασκογελούσαν δείχνοντας… Ήταν μία από τις άγριες πληρωμές για τις μάχες εναντίον του ναζισμού που έδωσαν «νέοι, γυναίκες, γέροντες, ελληνικά θηρία» (Α. Κάλβος, «Εις Δόξαν»).
Τέλος του προλόγου, στο θέμα μας τώρα και στην πυρκαγιά που ξέσπασε στο μοναδικό προϊστορικό σύμπλεγμα των Μυκηνών, μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO. Στο θέμα μας, που είναι όχι τόσο η πυρκαγιά καθεαυτή όσο η βάρβαρη αντίληψη με την οποία αντιμετωπίστηκε το γεγονός από την υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη και από τα ΜΜΕ.
Η ίδια αντίληψη που, αντί να καταβυθίζεται με σεβασμό και δέος στη σκοτεινή ιλύ του καθολικού μας Πριν, ανακαλύπτοντας διαρκώς την έκταση και την ωραιότητα του όντος, το επίτευγμα και το συμπέρασμα που σε βοηθάει να αντέξεις τη θνητότητα, αντί να θεωρεί πολύτιμη σκευή ακόμα και το ελάχιστο ίχνος της ένθεης παρουσίας του ανθρώπου στη ροή του απέραντου, αντί να τρέμει και να σιωπά, σεμνύνεται και εγκαυχάται ποσοτικοποιώντας τις καταστροφές και τις λεηλασίες σε ένα φτηνιάρικο δούναι και λαβείν με τον εμπορευματικό χρόνο. Λες και ο άνθρωπος είναι τουρίστας στη ζωή του.
Βλέπεις, ο χρόνιος εθισμός στο αλκοόλ μιας εξουσίας «μπόμπα», μιας εξουσίας ανέλεγκτης και ανεξέλεγκτης, προκαλεί ηθική, λογική και αισθητική «τυφλότητα». Τυφλοί «τα τ’ ώτα τον τε νουν τα τ’ όμματα», με πλήρη άγνοια της καταστροφής που επιφέρουν στην (άκρως απαραίτητη) συμβολική τάξη πραγμάτων, με πλήρη περιφρόνηση στους άυλους πόρους που αποτελούν την περιουσία μιας κοινωνίας και ενός έθνους (για το οποίο τόσο πολύ κόπτονται), τους σπαταλούν και πληθωρίζουν υποτιμώντας διαρκώς το «χρήμα», την αξία των πόρων δηλαδή, πράγμα που σημαίνει ότι στην ουσία υποτιμούν και υποβιβάζουν τον άνθρωπο αφού «χρημάτων πάντων μέτρον άνθρωπος».
Ας προσπεράσουμε την ντροπιαστική αποστροφή της κυρίας Μενδώνη «δεν μιλάμε για πυρκαγιές στο σπίτι του καμένου», διότι συνθλίβει τη χρήση εντολής που της ανέθεσε η Πολιτεία. Και διότι, όταν εκπροσωπείς μια παράταξη που στο ιστορικό της παρελθόν υπουργοποίησε, συνταξιοδότησε, προίκισε ευγνωμονούσα «ανθρώπους» που πυρπόλησαν και κατέσφαξαν, θα πρέπει να είσαι τουλάχιστον σεμνότερος. Πρέπει όμως να σταθούμε στην άλλη αποστροφή της: «Δεν πάθαμε τίποτα, λίγο μαύρο χώμα θα βλέπουν οι επισκέπτες μας».
Αυτή ακριβώς είναι η καταστροφική αντίληψη που υπηρετεί. Επειδή ενδιαφέρεται πρωτίστως για το πατριδεμπόριο του χρόνου. Δεν τρέμει από συγκίνηση μην πειραχτεί ίχνος από τη «σκιά ονείρου» που είναι ο άνθρωπος, αλλά τρέμει για κάθε πιθανή «χασούρα», μικροπολιτική ή άλλη, παρόμοιου βεληνεκούς.
Γι’ αυτό μπαίνει με τις μπουλντόζες στις «θήκες των προγόνων», όταν δεν τις μετατρέπει σε διαλυτήρια πλοίων (Σαλαμίνα). Γι’ αυτό χαριεντίζεται με… χορηγούς πατρίδας που αλωνίζουν τους βυθούς αρπάζοντας και αποθηκεύοντας, με το έτσι θέλω, κινητά τμήματα από τα «έργα της θάλασσας τα έργα της αγάπης».
Κανείς δεν υποκαθιστά τους ειδικούς, κανείς δεν είναι τόσο αφρόνως πλούσιος ώστε να θεωρεί προσωπική περιουσία την κοινή κληρονομιά, κανείς δεν θέλει να πάθουν το παραμικρό οι Μυκήνες. Αλλά για το τι είναι πραγματικά πολύτιμο, για το τι είναι το όντως θαύμα του χρόνου δεν θα μας το πει ούτε η Λίνα Μενδώνη, ούτε ο Αντώνης Σαμαράς της «Μακεδονίας μας», ούτε οι όμοιοί του.
Υπάρχουν άλλοι άξιοι. Όπως ας πούμε ο αείμνηστος Γιάννης Σακελλαράκης, που με την γυναίκα του Έφη Σαπουνά – Σακελλαράκη το καλοκαίρι του 1963 (αυτό το υπέροχο ζεύγος μεγάλων αρχαιολόγων) έκανε το γαμήλιο ταξίδι του στην ανασκαφή της Ζάκρου. Από εκεί έρχεται («Γεύση μιας προϊστορικής ελιάς», εκδ. Ίκαρος, 2005) η ιερή συγκίνησή του: «Όταν έψαυσα κρητικές ελιές του 16ου αιώνα π.Χ».
Μέσα στην ιλύ ενός πηγαδιού, σ’ ένα κύπελλο, «γεμάτο μέχρι πάνω ατόφιο κρητικό χρυσάφι, που λουζόταν ξανά κι απρόσμενα στο οικείο του φως του ήλιου, αντανακλούσε τις ακτίνες του, που με θάμπωναν και στραφτάλιζε. Το κύπελλο ήταν ξέχειλο από παχιές, κρεατωμένες, κατάμαυρες κρητικές ελιές! Έμεινα άφωνος για το θαύμα (…) Ο ήλιος έκαιγε και η αντανάκλαση μιας ηλιαχτίδας στο νερό με ζάλιζε (…)».
Ε, ναι. Εμείς μ’ αυτούς τους ανθρώπους είμαστε. Μ’ εκείνους που μένουν «άφωνοι μπροστά στο θαύμα». Και διδάσκουν στους άλλους να μην λείπουν όταν συμβαίνουν θαύματα, να μην τα αντιμετωπίζουν «καθώς να καθαρίζανε κρεμμύδια». «Ένιωσα», λέει ο Σακελλαράκης, «τη μεστή της σάρκα στην αφή, ανέγγιχτη μέχρι τότε, μου δινόταν». Μια ελιά. Μια πατρίδα. Η στιγμή που σώζει τον χρόνο. Η ερωτική διάσταση του παρηγορητικού ανθρώπου. Μ’ αυτό είμαστε.
Κώστας Καναβούρης
Πηγή: Η Αυγή