Macro

Μετάβαση σε μια νέα εποχή

Ενώ το απαραίτητο «κλείσιμο» των οικονομιών είχε αναμφίβολα αρνητικές συνέπειες στις οικονομίες των χωρών, είχε θετικές συνέπειες στο φυσικό περιβάλλον και το οικοσύστημα. Η φύση επέστρεψε έστω προς στιγμήν, έστω και σαν φάρσα… Έτσι, οι πάπιες του Σηκουάνα περιπλανήθηκαν στο Παρίσι, αγριόχοιροι έψαχναν το φαγητό τους στο κέντρο της Βαρκελώνης, ελέφαντες περιπολούσαν στις πόλεις τις Ινδίας και ελάφια κάναν τη βόλτα τους στο ανατολικό Λονδίνο. Πέρα, όμως, από αυτές τις χαριτωμένες εικόνες, σύμφωνα με το Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, αναμένεται ότι οι παγκόσμιες βιομηχανικές εκπομπές αερίων θερμοκηπίου θα είναι 8% χαμηλότερες από το 2020, ενώ την πρώτη βδομάδα του Απριλίου οι ημερήσιες εκπομπές παγκοσμίως ήταν 17% χαμηλότερες από ό,τι πέρυσι. Τίποτα δεν αποδεικνύει περισσότερο ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα πλήττει ανεπανόρθωτα τη φύση και φαλκιδεύει το μέλλον μας.

Στην παρούσα φάση, βρισκόμαστε σε μια ιστορική στιγμή που η ενεργειακή μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας μας δίνει την ευκαιρία να ανασχεδιάσουμε την επόμενη μέρα μετά την πανδημία, στη βάση νέων μορφών και δομών που θα ενσωματώνουν την ανάγκη για μία νέα σχέση αμοιβαιότητας μεταξύ της φύσης και των ανθρώπων.

Υπάρχει, όμως, και ο κίνδυνος ο «φονταμενταλισμός» της αγοράς να υπονομεύσει την ενεργειακή μετάβαση. Αν οι αποφάσεις αφεθούν μόνο στα χέρια των ισχυρών, το κόστος, κοινωνικό και οικονομικό, θα επιβαρύνει τους πολίτες, η διαδικασία μετάβασης δε θα είναι δίκαιη, και θα οδηγήσει ενδεχομένως σε μια στρατιά άνεργων και αποκλεισμένων, ενώ το κέρδος θα αφορά μόνο λίγους ιδιώτες. Στην πραγματικότητα, ο νεοφιλελευθερισμός στο πέρασμα των χρόνων έχει αφαιρέσει τη δυνατότητα άσκησης κρατικών πολιτικών προς όφελος του συνόλου της κοινωνίας. Ακόμα και πολιτικές που ασκήθηκαν στο παρελθόν, όπως ήταν τα προγράμματα ενεργειακής μετάβασης στη Γερμανία και τη Δανία, όπου το κράτος είχε ισχυρό ρυθμιστικό ρόλο, σήμερα μοιάζουν πολιτικά ανέφικτα. Οι κρατικές πολιτικές και τα δημόσια οικονομικά αποτελούν ατέλειες για το νεοφιλελευθερισμό. Το διακύβευμα σήμερα είναι αν στο πεδίο της ενέργειας θα επικρατήσει η λογική της αυτορυθμιζόμενης αγοράς ή αν δημόσιες πολιτικές και ο κοινωνικός και δημοκρατικός έλεγχος θα αποτελέσουν κομμάτι ενός νέου αναπτυξιακού σχεδιασμού που θα διασφαλίσει τη δημοκρατία και την κοινωνική συμμετοχή, με στόχο πάντα την καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας και την προστασία του περιβάλλοντος. H κλιματική αλλαγή αποτελεί ευκαιρία να διορθώσουμε πολύχρονες αδικίες εις βάρος του περιβάλλοντος και των τοπικών κοινωνιών, καθώς μας δίνει την ευκαιρία να στραφούμε/επενδύσουμε σε ένα άλλο πολιτισμικό και αποκεντρωμένο οικονομικό μοντέλο βιώσιμης και αειφόρου ανάπτυξης, απέναντι σε κάθε μορφή εξορυκτισμού που υπονομεύει τόσο τη μετάβαση όσο και το περιβάλλον. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μπορούν να αποτελέσουν μια βιώσιμη εναλλακτική λύση, δημιουργώντας παράλληλα ευκαιρίες για την ανάπτυξη έρευνας και τεχνολογίας/καινοτομίας, και νέες βιώσιμες τοπικές θέσεις εργασίας. Και αυτό βρίσκεται στον αντίποδα της πολιτική που εφαρμόζει σήμερα η κυβέρνηση της ΝΔ , η οποία αντιλαμβάνεται την ενεργειακή μετάβαση μόνο ως σημαία ευκαιρίας για να ιδιωτικοποιήσει την «υπό κατάρρευση» ΔΕΗ και τον ΔΕΔΔΗΕ, το δίκτυο διανομής δηλαδή, ώστε να «απελευθερωθεί» το κράτος από μια ζημιογόνο επιχείρηση, όπως μας τονίζει σε τακτά χρονικά διαστήματα ο «ορθολογικός» και θεωρητικά φιλελεύθερος κ. Χατζηδάκης. Πίσω, λοιπόν, ολοταχώς πριν από το 1950, όπου η ενέργεια αποτελούσε είδος πολυτελείας και επέτεινε τον κοινωνικό αποκλεισμό.

Σήμερα, αναπτύσσονται κινήματα σε διάφορες περιοχές του πλανήτη ενάντια στις αντι-περιβαλλοντικές πολιτικές που η κερδοφορία του κεφαλαίου ως υπέρτατη αξία επιτάσσει, με την παράλληλη αντίληψη της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση, μια τάση που ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής συνεχίζει να θρέφει/υποστηρίζει, και την αλόγιστη χρήση πόρων με σκοπό την αύξηση της κερδοφορίας. Παρότι είναι δεδομένο ότι οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας είναι η απάντηση, χρειάζεται να δοθούν και συγκεκριμένες απαντήσεις σε σχέση με τους όρους και τους κανόνες της μετάβασης αυτής. Οι κινητοποιήσεις που αναπτύσσονται στην Ελλάδα ενάντια στα αιολικά πάρκα αποδεικνύουν ότι, εάν η μετάβαση δεν ορίζει νέες ευκαιρίες για το συλλογικό συμφέρον και για τις τοπικές κοινωνίες, εάν δεν δημιουργεί θέσεις εργασίας, δεν συμβάλει στην καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας, τότε θα βρει απέναντι τις τοπικές κοινωνίες, καθώς δεν θα πραγματοποιηθεί με όρους δημοκρατίας. Γράφονται και ακούγονται επιπρόσθετα σειρά ανακριβειών για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, που ενδεχομένως να εγείρουν συντηρητικά ανακλαστικά και πεποιθήσεις, όπως σε παρόμοιες περιπτώσεις στο μακρινό παρελθόν, όπως π.χ. κατά την περίοδο μετάβασης στον ηλεκτρισμό ή στη χρήση του εναλλασσόμενου ρεύματος, όπου περίπου πίστευαν κάποιοι ότι είναι δυνατόν να έχουμε θανάτους από ηλεκτροπληξία που θα ήταν καταστροφικές για τις κοινωνίες.

Ο νόμος των Ενεργειακών Κοινοτήτων αποτελεί ένα από τα πιο εμβληματικά νομοθετήματα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Ενώ, λοιπόν, το θεσμικό πλαίσιο υπάρχει, έχουν προβλεφθεί κίνητρα, όπως και χρηματοδότηση για την ανάπτυξη Ενεργειακών Κοινοτήτων, μέσω ΕΣΠΑ, η κυβέρνηση της ΝΔ φαίνεται απρόθυμη να τις στηρίξει, τις στερεί δε πηγές χρηματοδότησης, ενώ κατάργησε την προτεραιότητα σύνδεσής τους στο δίκτυο. Το μόνο που βλέπει είναι η δημιουργία νέων πεδίων κερδοφορίας για το μεγάλο κεφάλαιο, αποξενώνοντας για μια ακόμα φορά τον άνθρωπο από την ίδια τη φύση. Είναι σαφές πως με ένα συγκεκριμένο πλαίσιο κανόνων και προϋποθέσεων για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και την αξιολόγηση/εξέταση των σωρευτικών τους επιπτώσεων στο χώρο (μέσω του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου των ΑΠΕ), τα αιολικά πάρκα μπορούν να αποτελέσουν κομμάτι ενός συνολικού σχεδιασμού που, πέρα από τα οφέλη για το περιβάλλον, μπορούν να ορίσουν μια νέα πορεία και αναπτυξιακή προοπτική για την ελληνική κοινωνία και οικονομία.

Η ιστορία μας διδάσκει ότι αυτός που μπαίνει πρώτος στη νέα εποχή έχει πάντα συγκριτικό πλεονέκτημα. Όποια χώρα μπορέσει συνεπώς να αποκτήσει ρόλο και να ορίσει τη νέα αυτή εποχή μπορεί ταυτόχρονα να χτίσει μία νέα βάση για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου της κοινωνίας, των όρων απασχόλησης και της κοινωνικής και περιβαλλοντικής δικαιοσύνης. Η πρωτοπορία είναι μια λέξη που δε φοβίζει την Αριστερά, αλλά είναι συστατικό της στοιχείο. Ζούμε σε μια χώρα μικρή, με μικρή εσωτερική αγορά, όπου βιώνουμε με τον πιο βίαιο τρόπο εν μέσω υγειονομική κρίσης, τις επιπτώσεις της εξάρτησης του παραγωγικού μας μοντέλου από εποχικές δραστηριότητες, όπως ο τουρισμός, με μεγάλο και ανισοβαρές αποτύπωμα στο παραγωγικό μείγμα. Η στρατηγική που θέλει την Ελλάδα να κάνει τα βήματα προς την ενεργειακή μετάβαση, παράλληλα με την ανάπτυξη της έρευνας και της καινοτομίας στο πεδίο αυτό, μπορεί να δημιουργήσει μια νέα πραγματικότητα για την κοινωνία και συνολικά για τη χώρα. Με αφορμή τα 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση και τα 191 από την αναγνώριση της ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους (επιτρέψτε μου να θεωρώ τη δεύτερη ημερομηνία πιο σημαντική), θα ακούσουμε και θα διαβάσουμε τα πιο καινοφανή πράγματα. Θα προσπαθήσουν να μας πείσουν για «καινούργια» εθνικά οράματα που θα σημαίνουν, με βεβαιότητα, πίσω ολοταχώς. Ας επιτρέψουμε στην ελληνική κοινωνία να αποκτήσει μια νέα κοινωνική αυτοπεποίθηση που θα πηγάζει από την ένταξή της στην πρωτοπορία που ορίζει η ενεργειακή μετάβαση, παράλληλα με την ανάδειξη ενός τρίτου πυλώνα στην οικονομία, με ισχυρό κοινωνικό πρόσημο, πέρα από την οικονομία της αγοράς και έναν άγονο κρατισμό.

Ας αντιληφθούμε, τέλος, τι θα σήμαινε αυτή η μετάβαση σε παγκόσμιο επίπεδο. Πώς τα σημερινά παγιωμένα συμφέροντα ξαφνικά θα έχαναν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους και τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό, τι δυνατότητες θα έδινε στις κοινωνίες η χειραφέτησή τους από τα συμφέροντα αυτά και τους ισχυρούς του πλανήτη, καθώς η ενεργειακή αυτονομία θα ήταν ένα σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Από την άλλη, θα μπορούσε απλά η μετάβαση να πραγματοποιηθεί από την αγορά και το κεφάλαιο, ως νέα μορφή κερδοφορίας, αφού θα έχει προηγηθεί ένας τρομακτικός εμφύλιος μεταξύ των λογής συμφερόντων. Σε αυτή τη φάση βρισκόμαστε. Όπως όμως ξέρουμε, το μέλλον διαρκεί για πάντα και όλα τα ενδεχόμενα είναι πιθανά, αλλά προφανώς όχι εξίσου πιθανά. Η κοινωνική και ταξική σύγκρουση, όπως πάντα, θα κρίνει τα πράγματα. Όπως και να έχουν τα πράγματα, οι λαοί και οι κοινωνίες δεν έχουν τίποτα να χάσουν παρά μόνο τις αλυσίδες τους.

 

Ο Πέτρος Καλκανδής είναι Πολιτικός Επιστήμονας / Μέλος Κ.Ε. ΣΥΡΙΖΑ

Πηγή: Η Αυγή