Οι άνθρωποι, μιλάνε εύκολα για τις ηρωικές τους πράξεις, δύσκολα για τα βασανιστήρια τους, για τα μεγάλα τραύματα, μου έλεγαν. Και το διαπίστωνα καθημερινά, μέχρι που γνώρισα τον Περικλή στα 23 μου, όταν πήγαμε να τον βρούμε με τον φίλο Αποστόλη Καπαρουδάκη, στο εξοχικό του στην Ακράτα. Ο Περικλής, δεν ήταν σαν τους άλλους. Μιλούσε σπάνια για τις ηρωικές του πράξεις και πολύ άνετα, χωρίς φόβο, χωρίς αυτολύπηση, για τα βασανιστήρια που υπέστη από τους ανθρωποφύλακες της Χούντας. Δεν φοβόταν να κάνει βουτιά στο τραυματικό παρελθόν του γιατί όπως έλεγε, πως το ουσιαστικό πρόβλημα δεν είναι ο βασανιστής και το θύμα, είναι ο μηχανισμός που παράγει βασανιστές.
Γι’ αυτό επαναλάμβανε συχνά πως πρέπει να μάθουμε καλά το μέσα μας θηρίο, τον μέσα μας μπάτσο και να το αφανίσουμε. Έστω κι αν το δικό του θηρίο, ήταν καλά δαμασμένο. Το είχε δαμάσει η χωρίς όρους -και χωρίς όρια συχνά- αγάπη για τον άνθρωπο. Διανοούμενος, φιλόσοφος, πολιτικός, συγγραφέας, καλλιτέχνης που όμως έλεγε και ξανά έλεγε πως «Η ύψιστη επαναστατική αρετή σήμερα είναι να είσαι πολίτης». Τόσο απλά, τόσο ουσιαστικά. Όπως ήταν ο ίδιος. Που δεν κοίταξε ποτέ κανέναν αφ’ υψηλού. Που δεν κρύφτηκε ποτέ, όταν του ζητήθηκε να σταθεί αλληλέγγυος σε κάποιον, που δεν απέφυγε κανέναν στα τηλέφωνα. Που αγάπησε τόσο και με τόσο και με τόσο πάθος. Αυτός ο άνθρωπος που ακροβατούσε τόσο αριστοτεχνικά ανάμεσα στο πάθος και την αθωότητα της εφηβείας και στην ωριμότητα και το βάθος ενός ανθρώπου που έχει πραγματικά διδαχτεί από τα δικά του βιώματα και των άλλων.
Ο Περικλής μου έμαθε να μην ντρέπομαι να πω, πως αυτή τη στιγμή που γράφω, με πνίγουν οι λυγμοί. Να μην αφήνω την πολιτική ορθότητα, να κρύβει την ανθρωπιά μου, είτε στην πολιτική, είτε στις σχέσεις μου είτε στη δημοσιογραφία. Μου έμαθε πως με τον πολιτικό αντίπαλο συζητάμε μέχρι τελικής πτώσεως, χωρίς να ξεχνάμε πως στην Αριστερά, από αγάπη εκπορευόμαστε, στην αγάπη πηγαίνουμε και όχι στον αλληλοσπαραγμό, που είναι η έσχατη λύση. Γι’ αυτό, όσο σκληρός ήταν στην κριτική του, άλλο τόσο πλατύς και μεγάλος στην αυτοκριτική του.
Μάθαινα για συντροφικά μαχαιρώματα που έτρωγε κατά καιρούς. Όταν πλησίαζα να τον ρωτήσω για τον τάδε μαλάκα που τον υπονόμευσε, άρχιζε να μου μιλά για την ανθρώπινη φύση και τις υπερβάσεις που άλλοι μπορούν κι άλλοι αδυνατούν να κάνουν. Για τους καημένους που δεν έχουν πάρει χαμπάρι, για τη ματαιοδοξία που δεν εξαιρεί την Αριστερά. Χωρίς θυμό. Κάποτε με πίκρα, αλλά χωρίς θυμό. Έτσι έμαθα να λέω τον λύκο λύκο, όπως έγραφε κι ο Αναγνωστάκης, ακόμα κι αν αυτός είναι ανάμεσα μας. Να προσπαθώ να καταλάβω τα κίνητρα του, χωρίς να τον σκοτώνω αλλά κυρίως χωρίς να του μοιάσω.
Να μην θεωρώ αυτονόητο τίποτα και να έχω όριο μονάχα τον ανοιχτό ορίζοντα. Τα μεγάλα ιδανικά, την ουτοπία. Να αντιλαμβάνομαι, έστω κι αν δεν τα καταφέρνω πάντα, πως όσο προοδευτική κι αν είναι η θεωρία μας, αν μας καθοδηγεί ο φθόνος και ο στείρος θυμός είμαστε χαμένοι. Μου έμαθε πως η διεκδίκηση της ελευθερίας, είναι μια καθημερινή διαδικασία πάλης, ενδοσκόπησης και εγρήγορσης ώστε να μην καταπατηθούν οι ελευθερίες του διπλανού.
Ο Περικλής, δεν ήταν απλά αλληλέγγυος στους πρόσφυγες, στους μειονοτικούς, στους παρίες. Γινόταν ένας από αυτούς, μέσα από την τεράστια ενσυναίσθηση που ήταν η μεγάλη του δύναμη. Όλα αυτά τα λόγια συμπαράστασης που γράφονται συχνά, για εκείνον ήταν καθημερινή πράξη. Όποιος τον είχε κοιτάξει μια φορά στα μάτια, είχε καταλάβει για πάντα τι εννοούμε στην Αριστερά όταν λέμε «Πάνω απ’ όλα ο άνθρωπος». Είχε καταλάβει, πως η διανόηση χωρίς την αγάπη, είναι κούφια λόγια, παρόλες για ανθρώπους μισούς.
Δεν θα γράψω για την τεράστια συμβολή του στον αντιδικτατορικό αγώνα. Για τους «Ανθρωποφύλακες» που έκαναν γνωστά διεθνώς, τα βασανιστήρια της χούντας. Το όνομα του είναι γραμμένο στην ιστορία. Ήταν ήδη, προτού μας αφήσει.
Μόνο για το πόσο θα μου λείψουν οι συζητήσεις μας, που ξεκινούσαν από την πολιτική και κατέληγαν στον έρωτα. Ξεκινούσαν από τον έρωτα και κατέληγαν στην πολιτική και την φιλοσοφία, μπολιασμένες με το ιδιαίτερο χιούμορ του που ποτέ δεν άγγιζε τον σαρκασμό. Για την έμφυτη ανάγκη του να εμβαθύνει ξανά και ξανά, λες και για εκείνον δεν είχε τέλος η αναζήτηση για τα σύνορα και την ουσία μέσα μας. Έστω κι αν αυτή γινόταν μέσα από τις εμμονές του. Θα θυμηθώ πόσο αργά κατάλαβα τι σήμαινε εκείνο που μου είπε στα 25 μου. «Είναι σημαντικό που είσαι στην Αριστερά χωρίς να έχεις πίσω σου μια οικογένεια αγωνιστών. Αυτό δείχνει ότι δεν είσαι εδώ αναγκαστικά, για να υπερασπιστείς μια κληρονομιά, αλλά τον ίδιο τον άνθρωπο. Αυτό είναι η Αριστερά όχι σύμβολα».
Θα θυμηθώ πως, δεν παραπονιόταν όταν την έβγαζε δύσκολα οικονομικά και το πόσο θύμωνα, που αυτή η χώρα δεν εξασφάλισε τα βασικά για τους ανθρώπους που βασανίστηκαν για την ελευθερία όλων μας.
Θα θυμηθώ πόσο τον γοήτευε η ειλικρίνεια του βιώματος στους ανθρώπους. Γι’ αυτό πάντα σκάλιζε τα παιδικά μας χρόνια. Πόσο αντιπαθούσε την επίδειξη προσωπικότητας «…μου θυμίζει εξουσία που αγιογραφεί εαυτήν. Κι εγώ δεν έχω μάθει, ξέρεις, να προσκυνώ, θέλω ισότιμους συνομιλητές απέναντί μου» έλεγε. Πως έλεγε την καύλα καύλα και την αστροφεγγιά, αστροφεγγιά, τον φασίστα φασίστα. Το κάθε τι με το όνομα του.
Θα θυμηθώ την αφοπλιστική του ειλικρίνεια, που τσάκιζε ακόμα και τους πιο κοντινούς του ανθρώπους, αλλά έτσι μας εξανάγκαζε όλους να στεκόμαστε απέναντι στον καθρέφτη χωρίς καμία διάθεση ωραιοποίησης. Θα θυμηθώ πόσο αγαπούσε το ωραίο. Πως δεν ξεχνούσε ποτέ την ομορφιά όσο χτυπημένος κι αν ήταν. Το καλό κρασί, τους ωραίους ανθρώπους, τα από καρδιάς λόγια, το καλό γλέντι. Πως τις λίγες φορές που βρεθήκαμε τα τελευταία δύο χρόνια, όσο οι φίλοι τραγουδούσαν, με ρωτούσε όταν απομακρυνόταν η αγαπημένη του σύντροφος Μαρία, αν την βλέπω κουρασμένη.
Θα θυμηθώ, την ουσιαστική αγάπη και πίστη του στη δύναμη και την ελευθερία της γυναίκας. Πως μας έσπρωχνε όλες, να σπάσουμε τα δεσμά.
Θα θυμηθώ ότι σε όλη την παρέα, έβαζε δύσκολα στις κουβέντες. Σήκωνε το σεντόνι να ειπωθούν αυτά που λόγω κοινωνικών συμβάσεων αποφεύγουμε να λέμε. Θα θυμηθώ πόση αξία έδινε στην αγκαλιά. Και θα μετανιώνω πάντα, που ανέβαλα μία συνάντηση μας για μία βδομάδα και μας πρόλαβε ο κοροναϊός, που μας στερεί τη δυνατότητα να τον αποχαιρετήσουμε όπως του αξίζει. Από κοντά. Καλή ανάπαυση, φίλε μας αγαπημένε. Θα σε τιμάμε πάντα όπως σου αξίζει. Με μια μνήμη ζωντανή. Θα σε θυμόμαστε να τραγουδάς μια Brassens μια Βαμβακάρη. Θα πίνουμε ένα ποτήρι και για σένα. Και θα με παρηγορεί πάντα αυτό που είπες το 2014 σε συνέντευξη σου:
«Μπορώ να πω, λοιπόν, ότι ναι, την ευχαριστήθηκα τη ζωή μου. Και ότι, τουλάχιστον, δεν θα πεθάνω ηλίθιος».
Νόμιζα ότι δεν θα’ βρισκα μια λέξη να πω και τελικά θα μπορούσα να μιλάω για σένα, βδομάδες.
Καλή δύναμη στην αγαπημένη μας Μαρία και στον γιο του.
Φωτεινή Λαμπρίδη
Πηγή: TVXS