Η πανδημία ξεκινάει στην Ασία, διασχίζει τις πρωτεύουσες της Ευρώπης και εξολοθρεύει τουλάχιστον το ένα τρίτο όλων των ανθρώπων. Όταν τελειώνει, αρχίζουν οι εξεγέρσεις, προηγουμένως πολύτιμοι θεσμοί πέφτουν και ολόκληρο το οικονομικό σύστημα πρέπει να αναμορφωθεί.
Αυτή είναι η σύντομη ιστορία της πανδημίας της βουβωνικής πανώλης που προκλήθηκε από το βακτήριο Yersinia pestis, το οποίο εξαπλώθηκε από τη Μογγολία στη Δυτική Ευρώπη στα 1340.
Επειδή η οικονομία τότε βασιζόταν στην τοπική γεωργία και βιοτεχνία, η συνηθισμένη ζωή επανήλθε σχετικά γρήγορα.
Αλλά, μειώνοντας ριζικά τον αριθμό των εργαζομένων, έδωσε στους επιζώντες αυξημένη διαπραγματευτική δύναμη, η οποία σύντομα έφερε νέες ελευθερίες στους πληθυσμούς των μεσαιωνικών πόλεων.
Αυτό, με τη σειρά του, ξεκίνησε μια διαδικασία οικονομικής αλλαγής που έφερε το τέλος της φεουδαρχίας και, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, πυροδότησε την άνοδο του καπιταλισμού.
Η πανδημία εφιάλτης του καπιταλισμού
Σήμερα, μια άλλη πανδημία αναγκάζει τον καπιταλισμό να αντιμετωπίσει το δικό του εφιάλτη. Αν και ο ιός COVID-19 μπορεί να σκοτώσει μεταξύ 1% και 4% εκείνων που έχουν προσβληθεί, πρόκειται να επηρεάσει μια πολύ πιο σύνθετη οικονομία από αυτή που υπήρχε στα 1340 – μία πολύ πιο εύθραυστη γεωπολιτική τάξη, μια κοινωνία που έχει ήδη δεχτεί την πρόκληση της αλλαγής του κλίματος.
Ας εξετάσουμε τις τεράστιες αλλαγές που έχει ήδη προκαλέσει η πανδημία.
Πρώτον, το σταμάτημα εν μέρει της καθημερινής ζωής σε μεγάλες περιοχές της Κίνας, της Ινδίας, του μεγαλύτερου μέρους της Ευρώπης και πολλών κρατών στην Αμερική.
Δεύτερον, τη σημαντική ζημιά στη φήμη των κυβερνήσεων και των πολιτικών ελίτ, οι οποίες είτε αμφισβήτησαν τη σοβαρότητα της κρίσης, είτε στα αρχικά στάδια απέδειξαν ότι είναι ανίκανες να κινητοποιήσουν τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης για να την αντιμετωπίσουν.
Τρίτον, μια άμεση πτώση των καταναλωτικών δαπανών σε όλες τις μεγάλες οικονομίες, η οποία είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει τη βαθύτερη ύφεση τα τελευταία πολλά χρόνια: οι τιμές των μετοχών έχουν ήδη καταρρεύσει και αυτό, με τη σειρά του, πλήττει οικογένειες μεσαίων τάξεων των οποίων τα συνταξιοδοτικά ταμεία είναι υποχρεωμένα να επενδύουν σε μετοχές. Εν τω μεταξύ, η πιστοληπτική ικανότητα των αεροπορικών εταιρειών, των αερολιμένων και των αλυσίδων ξενοδοχείων αμφισβητείται.
Προσπαθώντας να απαντήσουν, τα κράτη διαθέτουν τεράστια οικονομικά πακέτα διάσωσης και οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν ακόμη αντιληφθεί τις προεκτάσεις. Η αμερικανική κυβέρνηση θα ρίξει δύο τρισεκατομμύρια δολάρια στην οικονομία – μέσω ενός συνδυασμού άμεσων πληρωμών προς τους πολίτες και δανείων προς επιχειρήσεις – περισσότερο από τα μισά από όσα συλλέγει σε φόρους σε ένα χρόνο.
Εν τω μεταξύ, οι κεντρικές τράπεζες έχουν στραφεί σε μια νέα και επιθετική μορφή ποσοτικής χαλάρωσης. Ακριβώς όπως έκαναν μετά την τελευταία παγκόσμια οικονομική κρίση το 2008, θα δημιουργήσουν νέα χρήματα για την αγορά κρατικού χρέους – αλλά αυτή τη φορά, δεν πρόκειται να είναι σταδιακή ή επικεντρωμένη στα πιο ασφαλή κρατικά ομόλογα. Αν και ελήφθη ως μέτρο σε κατάσταση πανικού το 2008, η ποσοτική χαλάρωση φαίνεται ότι μπορεί να είναι μαζί μας για δεκαετίες.
Οι πολιτικοί καθησυχάζουν τους ψηφοφόρους ότι θα είναι μια ύφεση σχήματος “V” – μια απότομη πτώση την οποία ακολουθεί μια αναπήδηση – επειδή η «πραγματική οικονομία», ισχυρίζονται, είναι υγιής.
Θεσμοί καταρρέουν
Για να καταλάβουμε γιατί αυτό είναι υπερβολικά αισιόδοξο, ας χρησιμοποιήσουμε τη μεταφορά ενός κτιρίου.
Κατά την οικονομική κρίση του 2008, φαινόταν ότι η “στέγη” – το χρηματοπιστωτικό σύστημα – είχε καταρρεύσει στην κύρια δομή η οποία, αν και είχε ζημιά, στεκόταν γερή και τελικά ανοικοδομήσαμε την οροφή.
Αυτή τη φορά, αντιθέτως, είναι τα θεμέλια που καταρρέουν – γιατί όλη η οικονομική ζωή ενός καπιταλιστικού συστήματος βασίζεται στο να υποχρεώνονται οι άνθρωποι να πηγαίνουν για δουλειά και να ξοδεύουν τους μισθούς τους.
Δεδομένου ότι πρέπει τώρα να τους υποχρεώσουμε να παραμείνουν μακριά από την εργασία και από όλα τα μέρη στα οποία συνήθως ξοδεύουν το μισθό που έχουν κερδίσει δουλεύοντας σκληρά, δεν έχει σημασία πόσο γερό είναι το ίδιο το κτίριο.
Στην πραγματικότητα, το κτίριο δεν είναι τόσο γερό. Μεγάλο μέρος της ανάπτυξης που βιώσαμε κατά τα τελευταία 12 έτη, από την τελευταία χρηματοπιστωτική κρίση, τροφοδοτήθηκε από τις κεντρικές τράπεζες που τυπώνουν χρήματα, τις κυβερνήσεις που διασώζουν το τραπεζικό σύστημα και χρέος.
Αντί να αποπληρώσουμε χρέος, σωρεύσαμε ακόμα 72 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Σε αντίθεση με την εποχή της βουβωνικής πανούκλας, τα συστήματα εμπορίου και χρηματοδότησης του 21ου αιώνα είναι πολύπλοκα – που σημαίνει, όπως μάθαμε το 2008, ότι είναι εύθραυστα.
Πολλά από τα περιουσιακά στοιχεία που κυκλοφορούν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι – όπως και στην κρίση του 2008 – περίπλοκα πακέτα από χρεόγραφα που εκδίδουν τράπεζες, ασφαλιστικοί όμιλοι και άλλες χρηματοπιστωτικές εταιρείες. Η αξία τους έγκειται στο γεγονός ότι παρέχουν στον κάτοχο υπόσχεση για μελλοντικό εισόδημα.
Οι συνδρομές στο γυμναστήριο, οι αποπληρωμές των φοιτητικών μας δανείων, τα ενοίκια μας, οι αποπληρωμές των δόσεων των αυτοκινήτων μας φέτος, το επόμενο έτος και πιο μετά, ήδη υπολογίζονται ως “πληρωμένες”, ενώ οι άνθρωποι στο χρηματοπιστωτικό σύστημα βάζουν περίπλοκα στοιχήματα για το πόσο αξίζουν.
Αλλά τι συμβαίνει αν δεν πάμε στο γυμναστήριο, αν δεν αγοράσουμε καινούργιο αυτοκίνητο; Ορισμένα από αυτά τα χρεόγραφα καθίστανται άνευ αξίας και το οικονομικό σύστημα πρέπει να διασωθεί από το κράτος.
Το αδιανόητο είναι εδώ
Αν και οι περισσότεροι απλοί άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν πόσο επικίνδυνο είναι αυτό, οι άνθρωποι σε θέσεις εξουσίας το καταλαβαίνουν. Αυτός είναι ο λόγος που έχουν πείσει τις κεντρικές τράπεζες ουσιαστικά να εθνικοποιήσουν τις αγορές ομολόγων.
Αυτό σημαίνει ότι τα κράτη εκδίδουν χρέη για τη διάσωση ανθρώπων και εταιρειών – όπως συμβαίνει με τη συμφωνία των δύο τρισεκατομμυρίων δολαρίων του Τραμπ – και τα χρέη αυτά καταπίνονται από ένα άλλο μέρος του κράτους, την κεντρική τράπεζα.
Οι αριστεροί οικονομολόγοι, συμπεριλαμβανομένου και εμού, προειδοποιούν ότι, μακροπρόθεσμα, η στασιμότητα και το υψηλό χρέος είναι πιθανό να οδηγήσουν στις εξής τρεις πολιτικές: Τα κράτη να πληρώνουν στους πολίτες ένα καθολικό εισόδημα, καθώς η αυτοματοποίηση, καθιστά τις καλά αμοιβόμενες θέσεις εργασίας επισφαλείς και σπάνιες, οι κεντρικές τράπεζες να δανείζουν απευθείας το κράτος για να επιβιώνει, ενώ μεγάλες επιχειρήσεις που προσφέρουν ζωτικής σημασίας υπηρεσίες να μένουν στο δημόσιο επειδή δεν μπορούν να λειτουργήσουν με κέρδος.
Στις σπάνιες περιπτώσεις που τέτοιες υποδείξεις έγιναν στο παρελθόν σε επενδυτές, η απάντηση ήταν συνήθως ένα ευγενικό κούνημα του κεφαλιού ή, ανάμεσα στους ανθρώπους που βίωσαν την κατάρρευση του σοβιετικού κομμουνισμού, οργή. Θα σκοτώσει τον καπιταλισμό, έλεγαν.
Αλλά τώρα το αδιανόητο είναι εδώ – ολόκληρο: Οι καθολικές πληρωμές, οι κρατικές διασώσεις και η χρηματοδότηση κρατικών χρεών από τις κεντρικές τράπεζες έχουν όλα υιοθετηθεί με μια ταχύτητα που έχει καταπλήξει ακόμη και τους συνηθισμένους υποστηρικτές αυτών των μέτρων.
Το ερώτημα είναι, θα το κάνουμε αυτό με ενθουσιασμό και με ένα σαφές όραμα της κοινωνίας που αναδύεται από την άλλη πλευρά, ή με δισταγμό, με την πρόθεση να αναβιώσει το σύστημα που μόλις έχει καταρρεύσει;
Ας καταλάβουμε γιατί οι οικονομολόγοι ήταν τόσο εχθρικοί σ’αυτά τα μέτρα μέχρι τώρα.
Αναφορικά με το καθολικό εισόδημα, ο βρετανός συντηρητικός πολιτικός Iain Duncan Smith επεσήμανε ότι το πρόβλημα είναι ότι «μπορεί να αποθαρρύνονται οι άνθρωποι από το να πηγαίνουν στη δουλειά».
Όσο αφορά την κρατική ιδιοκτησία και τις απόπειρες για προγραμματισμένη παραγωγή (όπως τώρα που ψάχνουμε για αναπνευστήρες για παράδειγμα), οι οικονομολόγοι της ελεύθερης αγοράς πιστεύουν ότι τέτοιου είδους προσπάθειες ανθρώπινου ελέγχου παρεμποδίζουν την αγορά, η οποία, κατά τη γνώμη τους, λειτουργεί ως έξυπνη μηχανή, φέρνοντας την τάξη στον κόσμο με τρόπο που κανένας φορέας προγραμματισμού ή κυβέρνηση δεν μπορεί ποτέ να κάνει.
Όσον αφορά τη χρηματοδότηση των κρατικών χρεών από τις κεντρικές τράπεζες, αυτό θεωρείται ως παραδοχή ηθικής ήττας από τον καπιταλισμό: Είναι η επιχειρηματικότητα και ο ανταγωνισμός που υποτίθεται ότι οδηγούν στην ανάπτυξη, όχι η Τράπεζα της Αγγλίας ή η Fed που τυπώνουν χρήμα και το δανείζουν στα υπουργεία Οικονομικών. Ως εκ τούτου, ένας καπιταλισμός που εξαρτάται μόνιμα από αυτούς τους μηχανισμούς είναι αδιανόητος για τους περισσότερους παραδοσιακούς οικονομολόγους.
Βραχυπρόθεσμα
Για μένα, αυτά τα μέτρα έκτακτης ανάγκης ήταν πάντοτε εφικτά. Από το 2015, υποστήριξα ότι θα αναγκαστούμε να υιοθετήσουμε ένα νέο και πολύ διαφορετικό μοντέλο καπιταλισμού, αν όχι από το οικονομικό κόστος στήριξης της γήρανσης του πληθυσμού, τότε υπό την απειλή της κλιματικής κρίσης.
Όμως η κρίση του COVID-19 τα φέρνει όλα σε βραχυπρόθεσμο πλαίσιο.
Ο καπιταλισμός που θα προκύψει από αυτό στα μέσα της δεκαετίας του 2020 θα έχει ήδη καταβάλει δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια σε πληρωμές βασικού εισοδήματος, θα έχει δει εθνικοποιημένες αεροπορικές εταιρείες και αλυσίδες ξενοδοχείων, και τα κρατικά χρέη των προηγμένων οικονομιών, που κατά μέσον όρο είναι 103% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος τους, θα είναι πολύ πάνω από αυτό. Δεν γνωρίζουμε πόσο ψηλότερα, διότι δεν γνωρίζουμε ακόμα πόσο θα πέσει το ΑΕΠ.
Αν είμαστε πραγματικά άτυχοι, μια σειρά από χρεοκοπίες και η αποσταθεροποίηση των κυβερνήσεων σε ορισμένα ευαίσθητα κράτη θα μπορούσαν να βλάψουν σοβαρά την πολυμερή παγκόσμια τάξη. Οι υπεύθυνοι σχεδιασμού της ασφάλειας ανησυχούν ότι εάν χώρες όπως η Βενεζουέλα, η Βόρεια Κορέα ή η Ουκρανία πέσουν στο χάος, ο πειρασμός για γειτονικούς γίγαντες όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ρωσία να τα «διασώσουν» στέλνοντάς τους στρατεύματα θα είναι ισχυρός.
Έχουμε ξαναδεί ταχεία αποπαγκοσμιοποίηση πριν, στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Ξεκινά με μια τραπεζική κρίση, οδηγεί στη διάλυση των διεθνών νομισματικών συμφωνιών και τελειώνει με την αποκήρυξη συνθηκών και βίαιες προσαρτήσεις.
Παρόλο που η σημερινή κρίση ξεκινά με πολύ ισχυρότερους θεσμούς – το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, τα Ηνωμένα Έθνη μεταξύ άλλων – αντιμετωπίζουμε το ίδιο βασικό πρόβλημα όπως στη δεκαετία του 1930: η απουσία μιας ισχυρής χώρας προετοιμασμένης να αναλάβει ηγετικό ρόλο, να θέσει πρότυπα συμπεριφοράς και να λειτουργήσει ως δανειστής έσχατης ανάγκης.
Αν ακολουθήσουμε τώρα το εγχειρίδιο των ορθόδοξων οικονομικών, όπως και μετά το 2008, μετά την κρίση, οι πολιτικές ελίτ θα ζητήσουν περισσότερη λιτότητα – περικοπές της υγειονομικής περίθαλψης, περικοπές μισθών και αυξήσεις στους φόρους για τους απλούς ανθρώπους για να μειωθούν οι κρατικές δαπάνες και να χαμηλώσει το βουνό από χρέη.
Πρόκειται για τη λογική της ελεύθερης αγοράς, πολύς κόσμος όμως θα το δει ως τρέλα.
Τον 14ο αιώνα, όταν ολοκληρώθηκε η φάση των μαζικών θανάτων από την πανώλη, ακριβώς αυτό προσπάθησαν να κάνουν οι φεουδάρχες: να επανεπιβάλουν τα παλιά τους προνόμια, τις παραδόσεις και την οικονομική λογική – σε έναν πληθυσμό που είχε μόλις ζήσει το πιο τραυματικό γεγονός που μπορεί να φανταστεί κανείς.
Αυτό οδήγησε σε άμεσες και αιματηρές εξεγέρσεις – την Εξέγερση των Χωρικών στην Αγγλία, τη Μεγάλη Ζακερί στη Γαλλία και την κατάλειψη πόλεων όπως η Γάνδη, το Παρίσι και η Φλωρεντία από τεχνίτες – υπό την ηγεσία μιας πολύ δυναμικής ομάδας πολιτών, των μεγαλοαστών.
Αν και οι εξεγέρσεις μετά την πανούκλα απέτυχαν, γράφει ο ιστορικός Samuel Kline Cohn στο βιβλίο του, Lust for Liberty, οδήγησαν σε μια μόνιμη αλλαγή νοοτροπίας ανάμεσα στις μάζες, «από την απόλυτη απελπισία και τον φόβο σε μια νέα αυτοπεποίθηση… ότι και αυτοί, θα μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο, αλλάζοντας ουσιαστικά τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της ζωής τους». Και αυτό, με τη σειρά του, άνοιξε το δρόμο για τις αστικές επαναστάσεις που εξαπέλυσαν τον καπιταλισμό.
Πλανητικός καπιταλισμός
Για να καταλάβουμε τι πρέπει να κάνουμε σήμερα, χρειαζόμαστε ένα ευρύτερο πλαίσιο απ’αυτό που υπάρχει στο μυαλό των περισσότερων πολιτικών.
Σ’αυτούς, τόσο η κρίση του COVID-19 όσο και οι κλιματικές κρίσεις μοιάζουν με αστεροειδείς που χτυπούν έναν πλανήτη: εξωγενή σοκ που απαιτούν μια προσωρινή και αναστρέψιμη απόκριση. Στην πραγματικότητα, είναι σοκ που δημιουργούνται από τον ίδιο τον «πλανητικό καπιταλισμό» – ή τουλάχιστον τη μορφή που τον έχουμε υιοθετήσει.
Δεν γνωρίζουμε πώς θα είναι ένας βιομηχανικός καπιταλισμός χωρίς άνθρακα, διότι τα θεσμικά μας όργανα, οι πρακτικές και η κουλτούρα μας βασίζονται στην εξόρυξη ορυκτών καυσίμων.
Ομοίως, δεν γνωρίζουμε πώς θα ήταν η παγκοσμιοποίηση χωρίς ένα δισεκατομμύριο ανθρώπων να ζουν σε φτωχογειτονιές, χωρίς αποδάσωση, αγορές ζωντανών ζώων και χωρίς εκτεταμένες ασθένειες φτώχειας στον ανεπτυγμένο κόσμο – και πάλι επειδή αυτά έχουν γίνει βασικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού, όπως υπάρχει στην πραγματικότητα.
Αυτός είναι ο λόγος που υποστήριξα ότι ο καπιταλισμός είναι απίθανο να επιβιώσει, μακροπρόθεσμα – και βραχυπρόθεσμα μπορεί να επιβιώσει μόνο υιοθετώντας χαρακτηριστικά «μετα-καπιταλισμού».
Μέχρι να χτυπήσει ο κορονοϊός, αυτό έμοιαζε με κραυγή στην έρημο. Ακόμα και τα σχετικά ήπια προγράμματα κρατικής παρέμβασης που υποστήριζαν πρόσωπα όπως αριστεροί πολιτικοί σαν τον ηγέτη των Εργατικών του Ηνωμένου Βασιλείου, τον Τζέρεμι Κόρμπιν ή τον υποψήφιο των Δημοκρατικών για το προεδρικό χρίσμα Μπέρνι Σάντερς, απορρίφθηκαν από τους ψηφοφόρους.
Έτσι, με έκπληξη είδα αναλυτές του αυστραλιανού επενδυτικού ομίλου Macquarie Wealth, μια από τις πιο καπιταλιστικές εταιρείες στον κόσμο, να λένε στους επενδυτές: «Ο συμβατικός καπιταλισμός πεθαίνει ή τουλάχιστον μεταλλάσσεται σε κάτι πιο κοντά σε μια εκδοχή του κομμουνισμού».
Οι αναλυτές του Macquarie καταλάβαιναν ότι αυτό δεν είναι μόνο επειδή χρειαζόμαστε ξαφνικά κρατική παρέμβαση, αλλά και επειδή οι προτεραιότητες των απλών ανθρώπων έχουν μετακινήσει τις επιλογές της αγοράς προς έννοιες σχετικές με τη δικαιοσύνη και την ευημερία.
Αν η μεγάλη πανδημία του 14ου αιώνα πυροδότησε μια μεταφεουδαρχική φαντασία, είναι δυνατόν – και επιθυμητό – η σημερινή να προκαλέσει μια μετακαπιταλιστική φαντασία. Και γρήγορα.
Paul Mason
Μετάφραση: Κώστας Ψιούρης
Πηγή: Al Jazeera