Μιας και τον τελευταίο καιρό γίνεται πολύς ντόρος για την Κεντροαριστερά και τα έπαθλα(;) που προσφέρει, χρήσιμο είναι να δούμε ποια είναι, τι εκπροσωπεί και πώς έχει μεταλλαχθεί τις τελευταίες δεκαετίες.
Μετά το τέλος του Εμφυλίου, η Κεντροαριστερά προσπάθησε να αποκτήσει «ευρωπαϊκές προδιαγραφές» και έτσι, δειλά στην αρχή και πιο πιεστικά στη συνέχεια, διεκδίκησε να εφαρμοστούν -και- στην Ελλάδα «τα κοινωνικά οικονομικά της αγοράς», που συνδύαζαν τον ανταγωνισμό της ελεύθερης αγοράς με ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας και μια ισχυρή υποστήριξη για τα συνδικάτα.
Αυτός ο συνδυασμός των καλά ρυθμισμένων ελεύθερων αγορών και των συνεχών επενδύσεων σε δημόσια αγαθά επέτρεψε στην ελληνική οικονομία να αναδυθεί από τα ερείπια του Εμφυλίου, να ορθοποδήσει και το 2000 να εξασφαλίσει παρουσία στα ευρωπαϊκά κονκλάβια.
Και ενώ η Ελλάδα προσπαθούσε να προσαρμοστεί, στη Γερμανία, τη Βρετανία, τη Γαλλία, την Ισπανία και την Ιταλία, τη δεκαετία του ’90, ανακάλυπταν το «νέο Κέντρο». Σταδιακά, η μια χώρα μετά την άλλη, αφού το αποδέχθηκε, είδε τους πάλαι ποτέ «ευαίσθητους» κεντρώους ηγέτες να σχεδιάζουν και να υλοποιούν: ιδιωτικοποιήσεις, απορρύθμιση αγορών και «ατζέντες» λιτότητας που επικεντρώνονταν στην ελαχιστοποίηση του κράτους πρόνοιας. Τα οφέλη που κάποτε ήταν σχετικά γενναιόδωρα και ευρέως διαθέσιμα για τους ευάλωτους περιορίστηκαν, ενώ ταυτόχρονα τέθηκαν φραγμοί και επιβλήθηκαν αυθαίρετοι και συνάμα ταπεινωτικοί αποκλεισμοί στα πιο ευάλωτα κοινωνικά στρώματα.
Σήμερα, το μόνο που έχει απομείνει από τα «κοινωνικά οικονομικά» είναι οι… τραπεζίτες. Το 2013 για παράδειγμα, στη Γερμανία -όπου οι ρίζες της Κεντροαριστεράς είναι βαθιές- όσοι ανήκαν στα κορυφαία εισοδηματικά κλιμάκια, αποκτούσαν πλούτο με ρυθμούς παρόμοιους με εκείνους του 1913.
Η απορρύθμιση και οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές προκάλεσαν ανεπανόρθωτο πλήγμα στο λαϊκό αίσθημα περί κοινής ευθύνης. Το «νέο Κέντρο», αδύναμο να συγκεράσει τα συγκρουόμενα συμφέροντα των ποικιλόμορφων ευρωπαϊκών κοινωνιών, κατρακυλούσε από τον προβληματισμό στην αμφισβήτηση και από εκεί στην απόρριψη.
Από το 2010 τα συμπτώματα αυτής της πολιτικής καχεξίας έγιναν έκδηλα και στην Ελλάδα. Οι «σοσιαλιστικές» και οι «όμορες» κυβερνήσεις που διαχειρίστηκαν τη χώρα στο διάστημα αυτό, επικαλούμενες «έκτακτη ανάγκη», όχι μόνο εγκατέλειψαν «τα κοινωνικά οικονομικά της αγοράς», αλλά τα ναρκοθέτησαν «στρώνοντας το χαλί» στη νεοφιλελεύθερη πολιτική των κυβερνήσεων που τις διαδέχθηκαν.
Για μια διόλου ευκαταφρόνητη μερίδα υποστηρικτών τους, οι «ανάγκες» που υπαγόρευσαν τις συγκεκριμένες επιλογές δεν αντιστάθμισαν το καταστροφικό αποτέλεσμα που είχαν στις ζωές τους και έτσι η ελπίδα παραχώρησε τη θέση της στην καχυποψία και στην απαξία.
Η πραγματικότητα αυτή θα είναι διαρκής καθώς τόσο οι τωρινοί ηγέτες όσο και οι διάδοχοί τους θα καλούνται να αντιμετωπίσουν τα θύματα των επιλογών που μοίρασαν απλόχερα δυστυχία: τους εξαπατημένους «κόκκινους» δανειολήπτες που αναμετρώνται με τους πλειστηριασμούς, τους καταδικασμένους σε οικονομική «απομόνωση» λόγω οφειλών (Δημόσιο, ασφαλιστικά ταμεία, ΟΤΕ, ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ,…), τους απολυμένους από επιχειρήσεις που υπήχθησαν στο Ταμείο Αποκρατικοποιήσεων…
Εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που η καθημερινότητά τους εξαρτάται από ένα «…κατά παρέκκλιση…» ή από ένα «…ακατάσχετο…» ή από ένα «…λυπάμαι, το απαγορεύει ο νόμος…», που όμοια με μυθικές χθόνιες θεότητες θα τους αποδοκιμάζουν για τα εγκλήματα κατά της φυσικής και ηθικής τάξης των πραγμάτων -με πιο σημαντικό τον φόνο της «κοινωνικής συναίνεσης»- που διέπραξαν. Ετσι, θα θυμίζουν επίδοξους αγοραστές ενός -άλλοτε- σπουδαίου καπηλειού, που το μοναδικό σημάδι από την παλιά του δόξα είναι η σκεβρωμένη ταμπέλα που απειλητικά επικρέμαται στο κεφάλι όσων θέλουν να διαβούν το κατώφλι του.
Υπό το πρίσμα αυτό, το επίδικο δεν είναι η ταμπέλα της Κεντροαριστεράς, αλλά το καθαρό, τίμιο, ανόθευτο «μενού» που θα προσφέρει σε όσους θέλει να πείσει. Ο βαθμός δυσκολίας θα είναι μεγάλος, καθώς το «κοινό» στο οποίο θα απευθύνεται θα την αντιμετωπίζει με επιφυλακτικότητα -ενίοτε εχθρικά ή και απαξιωτικά- λόγω (αν)έντιμου προτέρου βίου. Αυτό άλλωστε έγινε στη Γαλλία, όπου στις προεδρικές εκλογές του 2017 ο υποψήφιος των Σοσιαλιστών έλαβε μόλις το 6% των ψήφων, ενώ στις ευρωεκλογές η πτώση ήταν ακόμη βαθύτερη.
Το σίγουρο είναι ότι στις μέρες που θα έλθουν, θα υπάρξουν -τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη- πολλές ευκαιρίες για ένα νέο «κοινωνικό συμβόλαιο» που θα βασίζεται: στην αλληλεγγύη, στην κοινωνική συναίνεση, στην ειλικρινή «δεύτερη ευκαιρία», στον δίκαιο επιμερισμό, στα βάρη αλλά και στα οφέλη. Σε αυτήν την προοπτική, σημασία δεν έχει η «ομπρέλα» που θα «φιλοξενεί» τους επίδοξους συντάκτες του, καθώς και εκείνους που διατείνονται ότι θα το υλοποιήσουν.
Αυτό που θα μετρήσει είναι αν οι αυστηροί και επιφυλακτικοί «κριτές» που θα βρίσκονται στον πάτο της οικονομικής πυραμίδας, λαβωμένοι -κάποιοι από αυτούς θανάσιμα- από την εφιαλτική πραγματικότητα της προηγούμενης δεκαετίας, δεχτούν ότι αυτοί που προσπαθούν να τους πείσουν δεν είναι… πωλητές.
Ο Γιάννης Σιώτος είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών