Ο Τζίμι Χόφα συνήθιζε να λέει ότι δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του κανείς δε θα τον θυμόταν. Αυτή η λανθασμένη εκτίμηση δεν τον χαρακτήριζε. 44 χρόνια μετά τη δολοφονία του στις 30 του Ιούλη του 1975, ο Χόφα είναι ακόμα αρκετά διάσημος ώστε μια από τις γνωστότερες ταινίες της χρονιάς, “Ο Ιρλανδός” αφορά τον άνθρωπο που ισχυρίζεται ότι τον σκότωσε, τον Φρανκ Σίραν. Για ηγέτη συνδικάτου, ένα τέτοιο επίπεδο φήμης δεν είναι μόνο εξαιρετικό, είναι μοναδικό.
Φυσικά για πολλούς ο Χόφα είναι διαβόητος: ένα δικτατορικό και διεφθαρμένο αφεντικό συνδικάτου που ήταν στενός φίλος με γκάνγκστερ και συνέδεσε το συνδικάτο του, τη Διεθνή Αδελφότητα των Μεταφορέων (IBT) με τη Μαφία. Ασφαλώς και υπάρχει κάποια αλήθεια σ’αυτές τις κατηγορίες. Αξίζει να θυμάται κανείς όμως ότι ο Χόφα ήταν κάτι πολύ περισσότερο από διεφθαρμένος “δικτάτορας”. Ήταν ένας από τους πιο εξυπνούς, αποτελεσματικούς, και φιλόδοξους συνδικαλιστές στην ιστορία κι έπαιξε ουσιαστικό ρόλο στη δημιουργία της μεσαίας τάξης μεταπολεμικά.
“Όταν τον κυνήγησε η κυβέρνηση” είπε ένα μέλος του συνδικάτου μετά από χρόνια (σύμφωνα με τον ιστορικό Thaddeus Russell) “πολλοί από μας θέλαμε να πάρουμε τα φορτηγά μας και να πατήσουμε μερικούς-μερικούς. … Όλοι όσοι ήξερα πίστευαν ότι ο Χόφα ήταν σπουδαίος”.
Γιατί τον αγαπούσαν τόσο όμως; Ο Χόφα θεωρούνταν ότι υπερασπιζόταν τους εργαζόμενους απέναντι σε μια κοινωνία που τους εκμεταλλευόταν και θα τους αφαιρούσε τα πάντα αν μπορούσε. “Ο εργαζόμενος πέφτει θύμα εκμετάλλευσης κάθε μέρα στην Αμερική” έλεγε ο Χόφα συχνά σε συνεντεύξεις.
Αναφορικά με τις κατηγορίες για διαφθορά και σχέσεις με τη Μαφία ήταν αμετανόητος: “Πριν από είκοσι χρόνια (το 1939) οι εργοδότες είχαν όλους τους κακοποιούς να δουλεύουν γι’αυτούς, για να σπάνε τις απεργίες. “Τώρα εμείς έχουμε μερικούς κι όλοι σκούζουν”. Όπως αναφέρει ο Russell, τα μέλη του συνδικάτου θεωρούσαν ότι μιλούσε με ειλικρίνεια και άφοβα.
Ο βασικός λόγος που ο Χόφα ήταν δημοφιλής όμως, ήταν ότι απλά πρόσεχε τα μέλη του συνδικάτου. Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, ήταν υπεύθυνος για το ότι μετασχημάτισε τον κλάδο των μεταφορέων από αποκεντρωμένο, χαμηλά αμοιβόμενο, φοβερά επικίνδυνο κατά τη δεκαετία του 1930, σε ένα συγκεντρωμένο, υψηλά αμοιβόμενο και σχετικά ανθρώπινο κατά τη δεκαετία του 1960. Σύμφωνα με το βιογράφο Arthur Sloane, οι συμβάσεις που διαπραγματεύτηκε ήταν τόσο γενναιόδωρες ώστε κυκλοφορούσαν ιστορίες με καθηγητές μεγάλων πανεπιστημίων που άφηναν τις θέσεις τους για να γίνουν φορτηγατζήδες, επειδή θα διπλασίαζαν τις αποδοχές τους.
Η επιτυχία του Χόφα βασιζόταν εν μέρει στο γεγονός ότι, όπως οι ελίτ τις οποίες αντιμαχόταν, δεν έπαιζε μέσα σε πλαίσιο κανόνων. Αν επιχειρηματίες μπορούσαν να δωροδοκούν πολιτικούς και η Μαφία μπορούσε να δωροδοκεί αστυνομικά τμήματα, γιατί δεν μπορούσε ένας συνδικαλιστής ηγέτης, σε ένα εχθρικό, ανταγωνιστικό περιβάλλον να χρησιμοποιήσει τις ίδιες τακτικές;
Με κάθε τρόπο, ο Χόφα υποχρέωνε τους εργοδότες να εντάσουν τους εργαζόμενούς τους σε σωματεία, να δημιουργούν ασυνήθιστα γενναιόδωρα υγειονομικά και συνταξιοδοτικά ταμεία, και γενικότερα να αντιμετωπίζουν τους εργαζόμενους με κάποιο σεβασμό. Το 1964 ο Χόφα έκανε πραγματικότητα ένα όνειρο για το οποίο εργάστηκε για 25 χρόνια: Διαπραγματεύτηκε Κύρια Συμφωνία Εθνικών Εμπορευματικών Μεταφορών με εργοδότες από όλη τη χώρα, μια σύμβαση που εξασφάλισε ουσιαστικά κοινές αποδοχές για 450.000 οδηγούς σε όλη τη χώρα. Σε μια εποχή που το μεγαλύτερο κομμάτι του Νότου είχε πολύ χαμηλούς μισθούς και δεν ήταν συνδικαλισμένο σχεδόν καθόλου, ήταν ένα απίστευτο -και μοναδικό- επίτευγμα.
Ο Χόφα όντως παραβίασε το νόμο σε πολλές περιπτώσεις. Το ερώτημα παραμένει όμως, με δεδομένη τη διαφθορά και την παρανομία εκ μέρους αναρίθμητων επιχειρηματιών και ισχυρών αξιωματούχων -περιλαμβανομένης της Νέμεσης του Χόφα, του Γενικού Εισαγγελέα Ρόμπερτ Φ. Κένεντι, που χρησιμοποίησε παράνομες ηχογραφήσεις και ηλεκτρονικούς κοριούς για να νικήσει τον εχθρό του- γιατί ξεχώρησαν τον Χόφα;
Η απάντηση είναι ότι στόχος ήταν ο συνδικαλισμός, και ο Χόφα ήταν σημαντικός ως επί κεφαλής του μεγαλύτερου, ισχυρότερου, και πιο πολιτικά ανεξάρτητου συνδικάτου. Μιας και το ΙΒΤ συχνά υποστήριζε τους Ρεπουμπλικάνους, ακόμα και οι Δημοκρατικοί το κυνηγούσαν.
Στη δεκαετία του 1950, οι μεγαλοεπιχειρηματίες διεξήγαγαν μια κολοσσιαία εκστρατεία -πολιτική, νομική και δημοσίων σχέσεων- για να απωθήσουν τον αριστερό φιλελευθερισμό που αναπτύχθηκε την εποχή του New Deal. Η ιστορικός Elizabeth Fones-Wolf γράφει “ήταν ένα μεγάλο κομμάτι της επιχειρηματικής κοινότητας που συμφωνούσε στην ανάγκη που υπήρχε να σταματηθεί η επέλαση του κράτους πρόνοιας και να υποσκαφθεί η νομιμοποίηση και η ισχύς του συνδικαλισμού” (“Selling Free Enterprise: The Business Assault on Labor and Liberalism, 1945-60”).
Υπάρχει καλύτερος τρόπος να επιτευχθεί αυτός ο στόχος από το να στρέψουν την προσοχή του κόσμου στη διαφθορά των συνδικαλιστών και τους δεσμούς με μαφιόζους, όπως έκανε η Επιτροπή McClellan το 1957-59; Δεν είχε σημασία ότι και πολιτικοί και “νόμιμοι” επιχειρηματίες ήταν επίσης συνδεδεμένοι με τη Μαφία.
Το βασικό μάθημα όμως της ζωής του Χόφα παραμένει επίκαιρο σήμερα: για να δυναμώσει το σωματείο, οι ηγέτες θα πρέπει να είναι έτοιμοι να συγκρουστούν με τους εργοδότες, να υπερασπιστούν τα συμφέροντα των μελών επιθετικά και να μείνουν κοντά με τους απλούς συνδικαλιστές, όπως έκανε ο Χόφα. Είναι απαραίτητο να ανταγωνίζονται την οικονομική ελίτ, επειδή τελικά η ισχύς του συνδικαλισμού βρίσκεται στην εργατική τάξη, όχι στις φιλικές σχέσεις με τις αρχές. Στην εποχή των εξεγέρσεων των δασκάλων, του Πολέμου για τα $15 (την ώρα), και τις “σοσιαλδημοκρατικές” πολιτικές, όλα τα συνδικάτα θα πρέπει να καταλάβουν καλά αυτά τα μαθήματα.
Ο Chris Wright έχει διδιακτορικό από το Πανεπιστήμιο του Ιλινόις στο Σικάγο, και έχει γράψει για τους συνεταιρισμούς εργαζομένων.
Μετάφραση: Κώστας Ψιούρης
Πηγή: Washington Post