«ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΝΕΤΑΙ» Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
«Σταδιακά και στο τέλος… τετραετίας»
Τι καταλάβαμε από τη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου την προηγούμενη Πέμπτη, ποιο το περιεχόμενό του, ποια η επιδίωξή του; Ότι με έναν –αγχώδη, όχι άνετο– επικοινωνιακό τρόπο, ο πρωθυπουργός επιχείρησε να διασκεδάσει ορατά εμπόδια που έχει να αντιμετωπίσει η κυβέρνησή του. Να αναφερθούν τα δυο πιο σοβαρά: το ένα είναι οι αυστηροί περιορισμοί που συναντά το οικονομικό επιτελείο για να χαράξει οικονομική πολιτική, το άλλο είναι οι ακραίες εικόνες από την πορεία παλινόρθωσης του παλιού καθεστώτος, με ακραίο παράδειγμα το συμβάν των Τρικάλων.
Συγχαρητήρια στους υπουργούς
Ο κ. Κυρ. Μητσοτάκης μπορεί να έδωσε συγχαρητήρια στους υπουργούς του για τα νομοσχέδιά τους και την τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων -«μέχρι στιγμής καταφέραμε να κάνουμε γρηγορότερα και περισσότερα απ’ όσα είχαμε δεσμευθεί»- προανήγγειλε ότι θα ψηφιστούν άλλα τριάντα έως το τέλος του έτους, τονίζοντας ότι «η κοινωνία είναι ώριμη για αλλαγές», με βάση το παράδειγμα της ΔΕΗ -«δείξαμε ότι είμαστε διατεθειμένοι να το κάνουμε και όντως “σπάσαμε αυγά“»- αλλά το ασφαλιστικό νομοσχέδιο που ήταν στην ατζέντα, πήγε για τον Γενάρη και το κοινωνικό μέρισμα έμεινε κατ‘ αρχάς αόριστο και οι σχετικές ανακοινώσεις μετατοπίστηκαν για την επόμενη Πέμπτη ή Παρασκευή. Τα ρεπορτάζ στο φιλοκυβερνητικό Τύπο σημειώνουν –δηλαδή προετοιμάζουν– ότι το οικονομικό επιτελείο «είναι επιφυλακτικό» και γι’ αυτό από τις κοινωνικές ομάδες που σχεδιάζεται να καλυφθούν με το κοινωνικό μέρισμα, βασική προτεραιότητα έχουν οι ευάλωτες ομάδες και ακολουθούν οι ομάδες φορολογουμένων που σήκωσαν το βάρος της υπερφορολόγησης, ελεύθεροι επαγγελματίες και μισθωτοί. Οι ανακοινώσεις θα περιλαμβάνουν την «πρώτη ομάδα» και θα κριθεί τι θα γίνει με τη «δεύτερη» και γενικώς τα μέτρα θα είναι «σταδιακά». Η δεύτερη ομάδα είναι οι έχοντες!
Κάπου εδώ, όμως, αρχίζει να υπάρχει πρόβλημα, γιατί υπάρχουν και οι προσδοκίες που δημιούργησε η ΝΔ προεκλογικά. Γι’ αυτό ο πρωθυπουργός ζήτησε από τους υπουργούς, κατά το ρεπορτάζ της Καθημερινής, «να υπενθυμίζουν τη δέσμευση της κυβέρνησης ότι εντός τετραετίας θα καταργηθεί η εισφορά αλληλεγγύης και το τέλος επιτηδεύματος». Το οικονομικό επιτελείο είναι επιφυλακτικό, διότι η αργή πορεία της οικονομίας, ο στριμωγμένος διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος και η αυστηρότητα των δανειστών σ’ αυτή τη στάση οδηγούν.
Εδώ εντάσσεται και το ασφαλιστικό που εμπλέκεται επιπλέον σε εσωτερικές διαφωνίες. Γι’ αυτό κάθε λίγο και λιγάκι ο κ. Βρούτσης αλλάζει απόψεις. Μετά τη διάψευση των προσδοκιών των μεσαίων τάξεων –το παραδέχονται πια και κυβερνητικά στελέχη– όπως συνάγεται από τα δημοσιεύματα θα ακολουθήσει η δραστική επιβάρυνση και όχι ελάφρυνση αγροτών και μικροεπαγγελματιών, δηλαδή εκατοντάδων χιλιάδων οικογενειών. Η κυβέρνηση διστάζει να βρεθεί μπροστά σε ένα μείζον πολιτικό πρόβλημα και γι’ αυτό συνεχώς αναβάλλει τις ανακοινώσεις.
Παλινόρθωση του παλιού
Η κυβέρνηση, ωστόσο, δεν μένει με σταυρωμένα τα χέρια επειδή η οικονομική της πολιτική συναντά σοβαρές δυσκολίες. Ούτε περιορίζεται στα πιο προφανή επικοινωνιακά δρώμενα, τα συναφή με το «Νόμο και την Τάξη», δηλαδή την καταστολή. Προχωρεί μεθοδικά στην ανατροπή κάθε μέτρου της συριζαίϊκης περιόδου και γενικότερα εγκαθιδρύει το δικό της καθεστώς. Ψηφίστηκε το νομοσχέδιο για τη ΔΕΗ, έρχεται το φορολογικό, ετοιμάζεται το πολύ σοβαρότερο ασφαλιστικό και άλλα τριάντα ακόμη! Όπου δεν προλαβαίνουν, υπάρχουν και οι τροπολογίες, με τελευταία πολύ χαρακτηριστική αυτή για τον ΟΑΣΘ (Οργανισμό Αστικών Συγκοινωνιών Θεσσαλονίκης), με την οποία αφενός αλλάζουν την προεκλογική τους άποψη για επανιδιωτικοποίηση, αφετέρου παρατείνουν την ύπαρξή του ως έχει προς «αξιοποίηση», δημιουργώντας μείζονα προβλήματα, όμως, έτσι στις συγκοινωνίες και την πορεία κατασκευής του μετρό Θεσσαλονίκης.
Το συμβάν στην Καρδίτσα, ωστόσο, δεν ήταν κάτι απλό στη διαδικασία «ολικής επαναφοράς» του δικού της καθεστώτος από τη ΝΔ. Διότι αποκάλυψε, με τον πιο θορυβώδη τρόπο, ότι αυτό που επιδιώκεται να επανέλθει είναι το «παλιό καθεστώς» του δικομματισμού μεν, αλλά που στην ούγια του γράφει «δεξιά», νεοφιλελεύθερη, με ακροδεξιές και παλαιοδεξιές προσμίξεις κτλ, κτλ. Αλλά αποκαλύπτει και μια ακόμη προβληματική πτυχή, που εμπλέκει όμως ευθέως τον ίδιο τον Κ. Μητσοτάκη. Αυτός ο «χωρίς προηγούμενο καθολικός έλεγχος του πολιτικού πεδίου» -για να δανειστώ αυτή την εύστοχη και περιεκτική διατύπωση του Ευθύμη Παπαβλασόπουλου (Εποχή, 13/10/2019)- όμως, από τη ΝΔ και προσωπικά από τον πρωθυπουργό, έχει τις παρενέργειές του. Ο Κ. Μητσοτάκης είναι υπεύθυνος ό,τι και αν συμβεί. Δεν χρειαζόταν ο λαλίστατος κ. Πατέρας που παρουσίασε λεπτομερώς τη συναλλαγή του με τον ίδιο τον εν αναμονή πρωθυπουργό, για να κατανοηθεί το βάθος του συμβάντος.
Αντιδράσεις εκ των ένδον
Αυτή τη φορά, ακριβώς γι’ αυτό, δεν σιώπησαν ή δεν μάσησαν τα λόγια τους γνωστοί φιλοκυβερνητικοί αναλυτές. Ο Γιάννης Πρετεντέρης, σχεδόν επιθετικός, θα απευθυνθεί για το θέμα στον ίδιο τον Κ. Μητσοτάκη: «Αν ο πρωθυπουργός τα παίρνει όλα πάνω του, αυτό σημαίνει ότι τα χρεώνεται όλα. Αν δηλαδή δεχτούμε ότι η κυβέρνηση είναι μονοπρόσωπο όργανο, τότε το πρόσωπο που την αποτελεί έχει την αποκλειστική ευθύνη όσων συμβαίνουν ή δεν συμβαίνουν», σχολιάζει. Και συνεχίζει: «Δεν ξέρω αν συμφέρει τον πρωθυπουργό. Για τον απλούστατο λόγο ότι θα φορτωθεί στην πλάτη του το βάρος και του Μεταναστευτικού και των φόρων και του διοικητή του νοσοκομείου Καρδίτσας». Και ένας άλλος αρθρογράφος των Νέων πάλι, ο Π. Δημητρουλόπουλος, απογοητευμένος από τη δήλωση του κ. Πέτσα ότι αν οι διοικητές δεν αποδίδουν, σε τρεις μήνες θα απολυθούν χωρίς αποζημίωση, ρωτά: «Ώστε αυτή είναι η νέα κανονικότητα. Μια παράσταση του θεάτρου σκιών με τίτλο “Ο κομμαγκιόζης τεχνοκράτης“;». Ο Μιχ. Τσιτσίνης στην Καθημερινή θα προχωρήσει πιο βαθιά, στην πολιτική: «Στην κυβέρνηση μοιάζει να επικρατεί η πεποίθηση πως, αν γυρίσει η οικονομία, όλα τα υπόλοιπα θα απομείνουν αμελητέες λεπτομέρειες. Οι φοροελαφρύνσεις είναι, ας πούμε, βάλσαμο και λωτός. Η κοινωνία, όμως, δεν έχει μόνο τσέπες». Σίγουρα η κοινωνία δεν έχει μόνο τσέπες, αλλά είναι επίσης σημαντικό ότι και για τις τσέπες δεν διαθέτει πολλά ο κ. Σταϊκούρας.
Παύλος Δ. Κλαυδιανός
Πηγή: Η Εποχή