Ασφυκτιώντας μεταξύ της πλαστής τηλεοπτικής Σπιναλόγκας και της φαντασιακής αντιεξουσιαστικής Νεφελοκοκκυγίας, τα Εξάρχεια διολισθαίνουν στις παρυφές του αστικού μύθου. Για όσους δεν μένουν ή δεν συχνάζουν εκεί. Όσοι μένουν καλούνται να αντιμετωπίσουν μία εύθραυστη καθημερινότητα, με πολλαπλές προκλήσεις και αντικρουόμενα στερεότυπα.
Τα Εξάρχεια παραμένουν παραδοσιακή γειτονιά. Με κάθε λογής μικρομάγαζα, περίπτερα, φούρνους και ψιλικατζίδικα, κομμωτήρια, υδραυλικούς, ηλεκτρολόγους, μαραγκούς και ταπετσιέρηδες, τσαγκάρικα και μεταποιήσεις ενδυμάτων. Τοπόσημο ισχυρό στην καρδιά της πόλης, γέφυρα μεταξύ της μακαριότητας του Κολωνακίου και των παριών της Ομόνοιας, ζουν ταυτότητες πολλαπλές, κουβαλώντας τις πληγές της ελληνικής κοινωνίας. Και της μνήμης της. Άρρηκτα συνδεδεμένα με τα πρώτα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας, φέρουν αύρα φοιτητική, με τα βιβλία, τις εξερευνήσεις, τις συζητήσεις, την αμφισβήτηση, τα ξενύχτια, τις καλλιτεχνικές κοινότητες, το δημιουργικό πυρετό, τις εξεγέρσεις. Από τα «Σκιαδικά» και τα «Ευαγγελικά» του Ξενόπουλου, στην Αντίσταση και τα Δεκεμβριανά, τις μάχες της ΕΠΟΝ του Κούνδουρου και του Ξενάκη, τη Μπουμπουλίνας, τη Νομική και το Πολυτεχνείο του ‘73, το Χημείο της μεταπολίτευσης, κι όλα τα υπόλοιπα.
Ζουν διπλή ζωή: Γαλλικό Ινστιτούτο και Νομική βιβλιοθήκη, Γκαίτε και Αμερικανική Ένωση, Δραματική Σχολή του Κουν και κουκλίστικα καφέ, εκδοτικοί οίκοι και δισκάδικα για «ψαγμένους», γαστριμαργικές περιπλανήσεις, θέατρα, κινηματογράφοι, υπέροχες πράσινες γωνιές με περιστεριώνες και Bauhaus λεπτομέρειες, το Σχολείο του Πικιώνη και η εμβληματική Μπλε Πολυκατοικία, οι μουριές της Καλλιδρομίου, ο λόφος του Στρέφη και ο περιφερειακός του Λυκαβηττού.
Ταυτοχρόνως, η πλατεία και τα πέριξ. Χαριλάου Τρικούπη – Τοσίτσα, Καλλιδρομίου – Σόλωνος. Των σπασμένων πεζοδρομίων, της βρωμιάς, των αυτοσχέδιων τσιγαράδικων, των καμμένων κάδων, των συρράξεων μεταξύ αντιπάλων ναρκοσυμμοριών, της αγοραπωλησίας όπλων, των ληστειών, των πολλαπλασιαζόμενων κρουσμάτων έμφυλης και ρατσιστικής βίας, των ερειπωμένων κτιρίων, της εγκατάλειψης του δημόσιου χώρου.
Παράλληλες πραγματικότητες, αν και συχνά όσοι εστιάζουν στη μία, αγνοούν την άλλη. Συμβάλλοντας στην ισχυροποίηση των υπερ-απλουστεύσεων, βολικών και επικίνδυνων.
Στη συνείδηση των περισσοτέρων τα Εξάρχεια είναι μία δυστοπική περιοχή. Ένα γκέτο ασυδοσίας, ένα άβατο κατά την καθιερωμένη περιγραφή, που υφίσταται μόνο στις ανακοινώσεις της αστυνομίας, των πολιτικών προϊσταμένων της και των συστημικών ΜΜΕ. Ο ισχυρισμός καταρρίπτεται από το ίδιο το γεγονός της απρόκλητης επίθεσης και εν ψυχρώ δολοφονίας ενός εφήβου από ειδικό φρουρό, μπροστά στα μάτια των φίλων του, περαστικών και περιοίκων. Πουθενά δεν είναι τόσο ορατές και προκλητικά παρούσες οι αστυνομικές δυνάμεις όσο στα Εξάρχεια. Μ’ ένα διάλειμμα ύφεσης (όχι όμως εξαφάνισης τους) την περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛΛ., κατοικοεδρεύουν στην περιοχή. Χωρίς καμία συμβολή στην εξάλειψη της παραβατικότητας, επιδιώκεται να ενσωματωθούν ως στοιχείο κανονικότητας της γειτονιάς, καθιστώντας τους κατοίκους της εξ ορισμού ύποπτους έκνομης δραστηριότητας και παγιώνοντας την αίσθηση του φόβου ή έστω της υποχρέωσης περιορισμού στο δημόσιο χώρο. Νομιμοποιώντας την ανύπαρκτη ανάγκη επιλογής μεταξύ ελευθερίας και ασφάλειας .
Μόνο που η νομιμοποίηση, για να εμπεδωθεί, χρειάζεται το αντίπαλο δέος. Το ταγκό θέλει δύο. Στην περίπτωση μας, ιδεώδης παρτενέρ αναδεικνύεται η συνεπώς επαναλαμβανόμενη εβδομαδιαία επαναστατική γυμναστική νεαρών που αυτοπροσδιορίζονται ως αντιεξουσιαστές και συνεχιστές της δράσης του αναρχικού χώρου. Το ραντεβού του Σαββατόβραδου, σταθερό ως προς το χρόνο, τον τόπο και το περιεχόμενο, μπορεί να μην προσφέρει εκπλήξεις σε άλλους πλην των συμμετεχόντων, προσφέρει όμως άφθονο τοξικό καπνό από το καμένο περιεχόμενο των κάδων-οδοφραγμάτων και τις γενναιόδωρες ποσότητες χημικών κάθε σύνθεσης, και οπτικοακουστικό θέαμα κρότου-λάμψης. Αποκομμένες από κάθε ιδεολογική αναφορά, οι ομάδες του Σαββατοκύριακου ζουν την επαναστατική τους φαντασίωση, αδιαφορώντας για τη δυσφορία των κατοίκων και εκμεταλλευόμενες την αμήχανη αφωνία του εξωκοινοβουλευτικού και αναρχικού «χώρου» (οι παραδοσιακοί εκπρόσωποι του δεν παραλείπουν να τονίζουν την ανυπαρξία σχέσης με αυτές). Και μπορεί οι δράσεις αυτές να κλιμακώθηκαν σταδιακά την τελευταία δεκαετία, μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, κανείς όμως δεν υποστηρίζει πως εκφράζουν την οργή και τα αιτήματα του νεολαιίστικου κινήματος του 2008.
Οι ευθύνες των παραδοσιακών αντιεξουσιαστικών πόλων δεν είναι εύκολο ούτε χρήσιμο να αποσιωπηθούν. Όχι μόνο επειδή η παρέμβαση τους στις ομάδες των νεαρών είναι εξαιρετικά χλιαρή -ακόμη και σ’ αυτές που έχουν ως βάση το κτίριο του Πολυτεχνείου και φέρονται να υπολογίζουν προσωπικότητες του «χώρου» -αλλά και γιατί απέφυγαν για μεγάλο διάστημα να διαχωρίσουν την ελευθεριότητα από την καθαρή παραβατικότητα, φοβούμενοι πιθανότατα την υπόνοια συμπόρευσης τους με την ιδεολογία της καταστολής και των συστημικών πλαισίων δράσης. Η στάση αυτή συνέτεινε στην αδράνεια των περισσότερων συλλογικοτήτων της περιοχής, τη μετατροπή της ανεκτικότητας σε απάθεια, και την εδραίωση των συμμοριών (κυρίως εμπορίας ναρκωτικών) και των βίαιων πρακτικών που αυτές υιοθετούν, ώστε τα φαινόμενα αυτά έφτασαν σε οριακά σημεία ως προς τη συχνότητα και την ακτίνα εμφάνισης τους.
Αποτέλεσμα: μεγάλος αριθμός κατοίκων εμφανίζεται να αλλάζει στάση απέναντι στην πιθανότητα γενικευμένων δράσεων καταστολής ως μόνης λύσης του προβλήματος, ενώ δεν λείπουν οι απόψεις απενοχοποίησης της αυτοδικίας, με όλες τις σοβαρές επιπτώσεις που μπορεί να έχει αυτή.
Την κατάσταση επιδεινώνει μία ιδιότυπη ανάπτυξη του «επαναστατικού τουρισμού». Η όξυνση της οικονομικής κρίσης διευκόλυνε την εισαγωγή και εξάπλωση του φαινομένου βραχυχρόνιας μίσθωσης ακινήτων (aibnb) που μαστίζει πλέον την περιοχή και επιτείνει την κρίση στέγης και την εκτίναξη των ενοικίων (αν και οι τιμές τους ουδέποτε υπήρξαν χαμηλές, παρά τις δυσκολίες της καθημερινότητας των εξαρχειωτών). Η πελατεία είναι στην πλειοψηφία τους νέοι που έχουν ήδη μυηθεί στην ανατρεπτική γοητεία της γειτονιάς, που ενισχύεται πλέον με την παροχή ξεναγήσεων από ερασιτέχνες ξεναγούς, με ένα μείγμα γεγονότων, αφοριστικών ερμηνειών και μυθολογικών καρυκευμάτων, προκειμένου να κάνουν την επίσκεψη πραγματικά αξιομνημόνευτη και αντάξια του τιμήματος της. Ευρύτατα διαδίδεται πως, με κάτι τις παραπάνω, οι διοργανωτές εγγυώνται σε όσους ψάχνουν δυνατές εμπειρίες τη συμμετοχή στις εβδομαδιαίες συρράξεις της Μεσολογγίου ή της Αραχώβης. Η αδρεναλίνη ανεβαίνει, οι πελάτες γοητευμένοι συστήνουν την επίσκεψη στους φίλους τους. Μία απρόσμενη πηγή εισοδήματος είναι ήδη εδώ.
Στον αντίποδα, οι αιχμάλωτοι της ευαλωτότητας. Πρόσφυγες και μετανάστες, θύματα trafficking ή αναλώσιμοι φτωχοδιάβολοι του εμπορίου της πλατείας, εύκολοι στόχοι των επιδείξεων ισχύος της επιστροφής στη συστημική «κανονικότητα» και της αυξανόμενης κοινωνικής δυσανεξίας, παγιδευμένοι σε ένα αβέβαιο πήγαινε-έλα στις διαδρομές της πόλης…
Όπως τόσες φορές στο παγκοσμιοποιημένο νεοφιλελεύθερο παρόν μας, τα Εξάρχεια σπρώχνονται στην όξυνση και αφήνονται στην απαξίωση και την παραβατικότητα στοχεύοντας στην εγκατάλειψη του οικιστικού κυττάρου τους. Αναζητώντας άλλους προορισμούς, η μαζική αγοραπωλησία κατοικιών εμφανίζεται ως ευκαιρία για τον ιδιοκτήτη και ως πεπρωμένο για τον ενοικιαστή. Ο επαναπροσδιορισμός της χρήσης γής συν τη σχεδιαζόμενη επέκταση του μετρό είναι χρυσοφόρος για τους επενδυτές και θείο δώρο για την εξουσία, που χρόνια ονειρεύεται την εξάχνωση ενός άκρως ενοχλητικού αστικού θύλακα.
Ο διάλογος και ο σχεδιασμός για τη διάσωση και αναβάθμιση της γειτονιάς έχει νόημα μόνο στο βαθμό που είναι ολιστικός, αναδεικνύει το ρόλο των κοινωνικών εκπροσωπήσεων ως θεσμικού συνομιλητή, ενθαρρύνει τις πρωτοβουλίες αυτοδιαχείρισης και δικτύων πολιτισμού και αλληλεγγύης, εμπεριέχει το σεβασμό στην πολυσήμαντη έκφραση στο δημόσιο χώρο, οικοδομεί κουλτούρα συλλογικής και ατομικής ευθύνης απέναντι στην κοινή καθημερινότητα και την εξέλιξη της.
Η οριζόντια κατασταλτική πολιτική δεν έχει σ’ αυτόν καμία θέση. Επειδή, τελικά, πρόκειται για μία άκρως ιδεολογική και πολιτική επιλογή.
Η Όλγα Αθανίτη είναι ηθοποιός, μεταφράστρια και μέλος της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ, κάτοικος Εξαρχείων
Πηγή: Η Αυγή