Ο διάλογος για τη (μετ)εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα νέο κόμμα έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, όχι μόνο γιατί αφορά άμεσα την πολιτική έκφραση του ενός τρίτου των εκλογέων, αλλά κυρίως επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ μέσα σε λίγα χρόνια έχει πολλαπλασιάσει εντυπωσιακά την επιρροή του, ξεπερνώντας μάλιστα με χαρακτηριστική ευκολία τις συνέπειες μιας βαθιάς διάσπασης που συνόδευσε τις οδυνηρές αλλά αναγκαίες και τολμηρές επιλογές του καλοκαιριού του 2015.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το μέχρι σήμερα επίτευγμα του ΣΥΡΙΖΑ πιστώνεται σε μεγάλο βαθμό προσωπικά στον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος επέδειξε αξιοθαύμαστες ικανότητες στον χειρισμό εξαιρετικά δύσκολων πολιτικών ζητημάτων, ενώ ταυτόχρονα παρέμεινε αδιαμφισβήτητος ηγέτης της ευρύτερης παράταξης που ήδη έχει σχηματιστεί με τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα.
Ηταν επομένως φυσικό επακόλουθο να βρεθεί στο επίκεντρο των συζητήσεων, δίπλα στην ουσιαστική αναζήτηση των όρων και των οργανωτικών μορφών της κομματικής διεύρυνσης, ο τρόπος «αξιοποίησης» του ηγετικού άστρου του τέως πρωθυπουργού και η πρώτη σχετική ιδέα που φαίνεται ότι έχει πέσει στο τραπέζι είναι η διοργάνωση εκλογής προέδρου από τη βάση.
Πρόκειται για το τυπικό που επικρατεί πλέον σε όλα τα μεγάλα κόμματα της χώρας, από τον Φεβρουάριο του 2004, όταν ο Γιώργος Παπανδρέου εφάρμοσε για πρώτη φορά αυτή τη μέθοδο στο ΠΑΣΟΚ, μετά την ανάδειξή του σε αρχηγό από τον Κώστα Σημίτη.
Γνώμη μου είναι ότι η μέθοδος αυτή δεν ενδείκνυται ως τρόπος ανάδειξης της ηγεσίας του νέου ΣΥΡΙΖΑ. Ο μεν Αλέξης Τσίπρας δεν έχει ανάγκη από την πανηγυρική επικύρωση της δημοφιλίας του, ενώ το νέο κόμμα έχει ανάγκη από μαζική συγκρότηση, όχι από τελετουργική αναφορά σε έναν αρχηγό που στην περίπτωσή μας είναι κάτι παραπάνω από δεδομένη.
Βέβαια το ελληνικό Σύνταγμα είναι πρωθυπουργικό, επομένως όλα τα κόμματα εξουσίας οφείλουν να διαθέτουν μια ισχυρή προσωπικότητα ως αρχηγό, που επιπλέον θα στηρίζεται από μια ξεκάθαρη κομματική πλειοψηφία. Ποιος, όμως, αμφιβάλλει ότι ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ικανοποιεί πλήρως και τα δύο αυτά κριτήρια;
Η εφαρμογή μέχρι σήμερα της μεθόδου αυτής έχει ήδη φανερώσει τις αδυναμίες της. Το πρώτο πείραμα, από τον Γ. Παπανδρέου, εξελίχτηκε σε διακωμώδηση της συμμετοχικής διαδικασίας, εφόσον ένα εκατομμύριο «μέλη» κλήθηκαν να εκλέξουν έναν μοναδικό υποψήφιο, μόνο και μόνο για να ξεχαστεί το «δαχτυλίδι» διαδοχής του κ. Σημίτη.
Αλλά και η επικράτηση του Αντ. Σαμαρά απέναντι στην Ντ. Μπακογιάννη το 2009 δεν θα είχε συμβεί αν ο πρώην πρόεδρος της Πολιτικής Ανοιξης δεν είχε εξασφαλίσει την αναπάντεχη και οπωσδήποτε πέρα από πολιτικές αρχές υποστήριξη του Δ. Αβραμόπουλου.
Ποιος ξεχνά ότι ακόμα και ο Κυρ. Μητσοτάκης την επικράτησή του έναντι του Ευάγγ. Μεϊμαράκη το 2015 την οφείλει στην ανοιχτή στήριξη του Αδ. Γεωργιάδη και την υπόγεια του Αντ. Σαμαρά; Και όταν ήρθε ο καιρός, κλήθηκε ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης να ξεπληρώσει αυτό το χρέος του υιοθετώντας στο Μακεδονικό τη γραμμή των υπερεθνικιστών ευεργετών του.
Η διαδικασία, δηλαδή, της εκλογής προέδρου από τη βάση, όπως έχει εφαρμοστεί μέχρι σήμερα, αποτελεί είτε τελετουργική επικύρωση μιας προγενέστερης δεδομένης κατάστασης είτε προϊόν μιας συμφωνίας που δεν βασίζεται σε πολιτική σύγκλιση, αλλά έχει τα στοιχεία μιας ιδιοτελούς συναλλαγής.
Δεν είναι βέβαια μόνο η εμπειρία των άλλων κομμάτων που θα έπρεπε να κάνει τον ΣΥΡΙΖΑ επιφυλακτικό απέναντι στις αρετές και στα ωφελήματα της εκλογής από τη βάση. Κυρίως είναι παραπειστικό και αστήρικτο το επιχείρημα που έχει συνοδεύσει τις διαδοχικές εκλογές αρχηγών (των Γ. Παπανδρέου, Ευάγγ. Βενιζέλου, Φ. Γεννηματά, Αντ. Σαμαρά, Κυρ. Μητσοτάκη) ότι τάχα αυτός είναι ο πιο δημοκρατικός τρόπος, εφόσον ταυτίζεται με την καταφυγή στη «βάση» και επομένως αποτελεί μια σύγχρονη εφαρμογή της «άμεσης δημοκρατίας».
Φοβάμαι ότι ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Θα χρησιμοποιήσω σκόπιμα ένα ακραίο παράδειγμα για να κάνω σαφή τον συλλογισμό μου.
Ο πρώτος θιασώτης της εκλογής του αρχηγού κόμματος από τη βάση δεν είναι άλλος από τον… Χίτλερ. Το εξηγεί ο ίδιος στο «Mein Kampf»: «Μόνον ο αρχηγός του κόμματος εκλέγεται, ανάλογα με τους κανόνες του καταστατικού, από το σύνολο των μελών. Αλλά είναι απόλυτος άρχων. Ολες οι εντολές είναι κάτω από τη δικαιοδοσία του· δεν εξαρτάται από κανέναν. Εχει την απόλυτη ευθύνη, αλλά τη σηκώνει ολόκληρη πάνω στους ώμους του. Αν ο αρχηγός εκτραπεί από τις αρχές του κινήματος ή αν εξυπηρετήσει άσχημα τα συμφέροντά του, εξαρτάται από το σύνολο των υπηκόων του να τον αναγκάσουν να λογοδοτήσει στο “φόρουμ” ή με μια νέα εκλογή να τον απαλλάξουν από τα καθήκοντά του» («Ο Αγών μου», Α’ τόμος, σ. 328). Αυτή είναι η «Αρχή του Αρχηγού», το διαβόητο Führerprinzip.
Ας μην παρεξηγηθώ. Μακριά από μένα η σκέψη να ταυτίσω τους Παπανδρέου, Σαμαρά, Βενιζέλο, Γεννηματά, Μητσοτάκη με τον «Φίρερ». Εξάλλου ο μοναδικός Ελληνας πολιτικός «αρχηγός» που θαυμάζει και αντιγράφει τον Χίτλερ είναι ο Νίκος Μιχαλολιάκος, ο οποίος βέβαια επί σαράντα χρόνια εκλέγεται από τον εαυτό του.
Αλλά το παράθεμα του Χίτλερ εξηγεί πώς ακριβώς λειτουργεί η εκλογή «από το σύνολο των μελών». Οδηγεί αναπόδραστα στο να είναι «απόλυτος άρχων» και να μην «εξαρτάται από κανέναν» ο εκλεγμένος αρχηγός, εφόσον δίνει λόγο μόνο σε ένα σώμα κομματικών μελών που δεν μπορεί να συγκληθεί παρά μόνον από τον ίδιο. Αυτό μπορεί να ήταν μια λύση ανάγκης σε περιπτώσεις αδύναμων ή αμφισβητούμενων ηγετών. Αλλά ο Αλέξης Τσίπρας το τελευταίο που έχει ανάγκη είναι μια παρόμοια επιβεβαίωση.
Με τον ΣΥΡΙΖΑ συμβαίνει το παράδοξο να λειτουργεί η ακριβώς αντίστροφη ανάγκη. Η βάση του (νέου) κόμματος έχει ανάγκη την επικύρωσή της από τον Τσίπρα! Το πρώτο σχετικό βήμα έγινε τις προάλλες με τις δηλώσεις του για τον χαρακτήρα της διεύρυνσης. Το επόμενο θα γίνει με τη σχηματοποίηση των όρων εισδοχής των νέων μελών στην πορεία προς το συνέδριο της επανίδρυσης. Και είναι σίγουρο ότι σ’ αυτό το συνέδριο εντάσσεται και η προοπτική (επαν)εκλογής του προέδρου.
Η διαδικασία εκλογής του προέδρου μέσω συνεδρίου θα δώσει μεγαλύτερη αξία στο ίδιο το συνέδριο, ενώ ταυτόχρονα θα εξασφαλίσει την παράλληλη εκλογή της ηγεσίας που θα πλαισιώσει τον πρόεδρο. Αν αντίθετα διαχωριστεί η εκλογή «από τη βάση», θα χαθεί η ευκαιρία της επανίδρυσης του κόμματος, εφόσον αυτή η βάση στο μεγαλύτερο ποσοστό της θα θεωρήσει ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της εξαντλούνται σ’ αυτή τη στιγμιαία «συμμετοχή».
Και, κυρίως, θα επιβεβαιωθεί ότι η εκλογή προέδρου είναι μια «τεχνική» και όχι πολιτική διαδικασία, εφόσον οι υποψήφιοι/ες δεν θα έχουν προκύψει από αντιπαράθεση πολιτικών θέσεων και προγραμμάτων στο συνέδριο, αλλά από τη δημόσια έκθεση της προσωπικότητάς τους. Αν αυτό είναι αποδεκτό σε κόμματα όπως η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ, δεν θα έπρεπε να είναι ανεκτό για το κόμμα της «πληθυντικής» Αριστεράς.
Δημήτρης Ψαρράς
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών