Macro

Η εκλογική ταλάντωση του ΣΥΡΙΖΑ στις διπλές εκλογές του 2019

Μετά το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών της 26ης Μαΐου, η νίκη της Ν.Δ. την περασμένη Κυριακή, ακόμα και η κατάκτηση της αυτοδυναμίας με ένα ποσοστό κοντά στο 40% δεν αποτέλεσε έκπληξη. Αντιθέτως, εντελώς απρόσμενο δημοσκοπικά, ακόμα και με βάση την αρχική εκτίμηση του ExitPoll, ήταν το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος με 31,5% παρουσίασε μια ανάκαμψη κατά 8% περίπου σε σχέση με τις Ευρωεκλογές (23,8%), φτάνοντας σε έναν επίπεδο μόλις 4% χαμηλότερο από τη νίκη του το Σεπτέμβριο του 2015.

Η έντονη αυτή εκλογική μεταβλητότητα, που δίνει την εικόνα μιας σχεδόν πλήρους ταλάντωσης της εκλογικής του δύναμης (μείωση 580.000 ψήφων στις Ευρωεκλογές και στη συνέχεια αύξηση 430.000 στις Εθνικές) είναι λογικό να γεννά πολλαπλά ερωτήματα σχετικά με τη δομή της εκλογικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ και το κατά πόσον είναι συμπαγής. Σε μια πρώτη ανάγνωση, ωστόσο, το αποτέλεσμα της Κυριακής μπορεί να επούλωσε αρκετά από τα «τραύματα» που το κόμμα είχε υποστεί στις Ευρωεκλογές, χωρίς όμως να μεταβάλλει ριζικά κάποιες κρίσιμες αλλοιώσεις σε σχέση με το 2015, οι οποίες ουσιαστικά αποτέλεσαν και τις βασικές αιτίες της εκλογικής ήττας.

Συσπείρωση – διαρροές

Το κύριο ρεύμα που οδήγησε στην εκλογική ανάκαμψη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η σημαντική αύξηση της συσπείρωσής του, που από 57% στις Ευρωεκλογές, τώρα εκτιμάται ότι υπερέβη το 70% (ως προς το 2015). Εξίσου, όμως, σημαντική ήταν και η άντληση μεγάλου μέρους ψηφοφόρων που δεν είχαν ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ το 2015. Γενικότερα, η ανάκαμψη της δύναμής του προήλθε κατά κύριο λόγο από τα ΛΟΙΠΑ κόμματα, προς τα οποία είχε ευρείες απώλειες τον Μάιο, ενώ τώρα κέρδισε περίπου 200.000 ψήφους από το 1.000.000 που συνολικά αυτά έλαβαν στις Ευρωεκλογές. Επίσης παρουσίασε και ισομερείς σχεδόν εισροές από τη Ν.Δ., το ΚΙΝ.ΑΛΛ., το ΚΚΕ και το Μέρα 25, σχεδόν 50.000 ψήφων από το καθένα.

Κρίσιμο παρόλα αυτά είναι το στοιχείο ότι την περασμένη Κυριακή δεν καταγράφτηκε ουσιαστική διεύρυνση των διαρροών του προς τη Ν.Δ., που από 12% στις Ευρωεκλογές τώρα έφτασαν συνολικά στο 14%, ροή δηλαδή περίπου ισοδύναμη με την αντίστροφη από τη Ν.Δ. προς το ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο του 2015. Παράλληλα, όμως, η συνεχής (και σε ένα βαθμό αμφίδρομη) ανταλλαγή ψήφων μεταξύ των δύο κομμάτων, μαζί με το άθροισμα των εκλογικών ποσοστών τους στο 71,5% (δηλαδή ανώτερο από το αντίστοιχο Ν.Δ. + ΠΑΣΟΚ στις Ευρωεκλογές του 2009), αποτελούν ίσως την ισχυρότερη ένδειξη της (ατελούς ακόμα) θεμελίωσης ενός νέου διπολισμού, με έναν εκλογικό πυρήνα του 55%-65% και ταυτόχρονα ένα ποσοτικά σταθερό μέρος (6%-8%) του εκλογικού σώματος που κινείται μόνο ανάμεσα στους δύο πόλους.

Παράλληλα, ο περιορισμός των διαρροών προς τη Ν.Δ. καταδεικνύει ότι ένα βασικό κριτήριο που λειτούργησε ανάμεσα στις δύο πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις ήταν το «αντιδεξιό», λόγω της διαφαινόμενης επικράτησης της Ν.Δ. μετά τις Ευρωεκλογές, το οποίο σε έναν βαθμό αντιστάθμισε το αντιΣΥΡΙΖΑ ρεύμα που προηγουμένως είχε επικρατήσει σε αυτές και στις Αυτοδιοικητικές. Παρόμοια ένδειξη παρέχει και η κατανομή των αναποφάσιστων ψηφοφόρων, η οποία αυτή τη φορά (και ειδικά την τελευταία εβδομάδα) ήταν πλειοψηφική υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ (31% έναντι 26% της Ν.Δ.), ενώ στις Ευρωεκλογές παρουσιαζόταν αρκετά πιο ισορροπημένη (22% προς 20% αντίστοιχα).

Η επαναφορά των νέων ηλικιών και των γυναικών

Η εντυπωσιακότερη μεταστροφή στην εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τις Ευρωεκλογές εντοπίζεται στην ολική επαναφορά των δυνάμεών του στις ηλικίες 17-34 (37%) σε επίπεδα απολύτως ισοδύναμα με εκείνα του 2015, όταν το Μάιο το ποσοστό του ήταν μόλις 21%.

Από την άλλη, φαίνεται σε ένα βαθμό να διατηρείται η μείωση της επιρροής του στις πιο δυναμικές ηλικίες (35-55), αφού εμφανίζεται κατά 6%-9% χαμηλότερη σε σχέση με το 2015. Σε αυτές μάλιστα φαίνεται ότι οι απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ εντοπίζονται κατά βάση στο ανδρικό κοινό (υποχωρεί σε ποσοστά της τάξης του 25%), με αποτέλεσμα την επαναφορά της διαφοροποίησής του μεταξύ ανδρικής και γυναικείας ψήφου (28%-36%) η οποία είχε καταγραφεί με ιδιαίτερη ένταση και το Σεπτέμβριο του 2015 (32%-40%), είχε όμως αμβλυνθεί σημαντικά στις Ευρωεκλογές (23%-25%).

Αντίθετα, το φαινόμενο της εκλογικής «επιστροφής» δεν φαίνεται να επηρέασε τους ψηφοφόρους άνω των 65 ετών με τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ να παραμένουν ίδια με εκείνα των Ευρωεκλογών (26%). Γεγονός που μπορεί να γεννά ερωτήματα σχετικά με το κατά πόσο το «αντιδεξιό επιχείρημα» έχει το ίδιο περιεχόμενο σήμερα με αυτό του ιστορικού παρελθόντος.

Από την άλλη πλευρά, η εικόνα της επιστροφής των νέων ηλικιών δεν πρέπει να αναιρεί το γεγονός της χαμηλής ιδεολογικής εγγύτητας που αυτοί εκφράζουν προς το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ (λιγότερο από το 50% των ψηφοφόρων μέχρι 45 ετών δηλώνου ιδεολογικά κοντά του), γεγονός που άλλωστε επέτρεψε προς στιγμήν τη μαζική διαρροή τους προς άλλα (κατά βάση ΛΟΙΠΑ) κόμματα στις Ευρωεκλογές. Αν και το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνει το γνωστό φαινόμενο της έντονης εκλογικής μεταβλητότητας των νέων, πρέπει να αποτελέσει ένα κρίσιμο σημείο προβληματισμού για το ΣΥΡΙΖΑ, δεδομένου ότι στις πρόσφατες αναμετρήσεις ύστερα από πολλά χρόνια καταγράφτηκε μια σημαντική διείσδυση της Ν.Δ. στα ίδια ηλικιακά κοινά (31% από 18% το 2015 στους 17-34 ετών και 35% από 16% στους Φοιτητές).

Οι αλλοιώσεις στον χώρο των εργαζομένων

Σε αντίθεση με τις ηλικίες όπου πολλά από τα δεδομένα των Ευρωεκλογών ανατράπηκαν, στις διάφορες επαγγελματικές κατηγορίες η κατανομή σε γενικές γραμμές διατηρήθηκε, αλλά με σαφώς αυξημένα ποσοστά. Κυριότερη μεταβολή σε σχέση με το 2015 παραμένει η υποχώρηση της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ στους Μισθωτούς του Ιδιωτικού Τομέα (30% από 37% το 2015). Πρόκειται για μια βασική αλλοίωση, αφού σε όλη την περίοδο κατά την άνοδό του στην εξουσία η συγκεκριμένη ομάδα και δη τα πιο χαμηλόμισθα στρώματά της αποτέλεσαν το προνομιακό κοινό του ΣΥΡΙΖΑ στον εργαζόμενο πληθυσμό, στοιχείο που προσέδιδε και χαρακτηριστικά ταξικότητας στην ψήφο του. Το στοιχείο αυτό πλέον έχει υποχωρήσει, με τα ισχυρότερά ποσοστά του κόμματος να καταγράφονται στους Δημοσίους Υπαλλήλους (όπου υπερίσχυσε της Ν.Δ.), γεγονός που θυμίζει περισσότερο την παραδοσιακή εικόνα του ΠΑΣΟΚ από τα μέσα της δεκαετίας του 1980.

Επιπλέον, οι πρόσφατες εκλογές επιβεβαίωσαν το απόλυτο προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ στους Ανέργους (που τώρα επεκτάθηκε και στους Φοιτητές), αλλά και τη μείωση της επιρροής του στις Νοικοκυρές και στους Αγρότες, τις δύο δηλαδή κοινωνικές ομάδες στις οποίες είχε προς στιγμήν πλειοψηφήσει το Σεπτέμβριο του 2015. Αλλά και στους Συνταξιούχους η δυναμική του δεν φαίνεται να παρουσιάζει καμιά μεταβολή από το ποσοστό των Ευρωεκλογών. Ωστόσο, αξιοσημείωτη ήταν εν τέλει η αντοχή του ΣΥΡΙΖΑ στους Ελ. Επαγγελματίες, κάτι που για τα χαμηλότερα εισοδήματα (τεχνίτες και μικρεμπόρους) είχε διαφανεί και στο αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών, σηματοδοτώντας επίσης μια σημαντική διαφοροποίηση στην κοινωνιολογία της εκλογικής βάσης του και αμβλύνοντας την ανάλυσης περί απώλειας των μεσαίων στρωμάτων.

Η εκλογική γεωγραφία

Γενικότερα πάντως, η εκλογική φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ παρουσίασε μια σημαντική ανασύνταξη στο χώρο των λαϊκών στρωμάτων, κάτι που αποτυπώνεται και στην εκλογική γεωγραφία της Αττικής. Η εντονότερη πτώση (της τάξης του 15%) που στις Ευρωεκλογές είχε παρουσιάσει στις περισσότερο λαϊκές περιοχές της πρωτεύουσας (Β’ Πειραιά και δυτικές συνοικίες) σε σχέση με τις μεσοαστικές (π.χ. Βόρειος Τομέας), τώρα αντισταθμίστηκε πλήρως σχεδόν, με τη διπλάσια άνοδο των ποσοστών του στις πρώτες έναντι των δεύτερων. Αποτέλεσμα ήταν να αποκατασταθεί σε μεγάλο βαθμό η κοινωνική γεωγραφία του ΣΥΡΙΖΑ στην πρωτεύουσα, με σχεδόν ισορροπημένη πτώση κατά 3%-5% στις περισσότερες περιοχές, αλλά και σε μια βάση περισσότερο μικροαστική αυτή τη φορά, όπως προκύπτει από την ανάλυση των επαγγελμάτων.

Αλλά και στη γενικότερη γεωγραφία της χώρας, η κατανομή των ποσοστών του παραμένει αρκετά παρόμοια με την αντίστοιχη του 2015, αφού στις περισσότερες διοικητικές περιφέρειες εμφανίζει μια σχετικά ισορροπημένη μείωση κατά 2%-5%. Ανθεκτικότερη εμφανίστηκε η δυναμική του στην Κρήτη, αλλά και στη Δυτική Ελλάδα, όπου μάλιστα παρουσίασε οριακή άνοδο σε απόλυτο αριθμό ψήφων. Αποτέλεσμα ήταν η ενίσχυση της γεωγραφικής ομοιότητας του ΣΥΡΙΖΑ με το παραδοσιακό αποτύπωμα του ΠΑΣΟΚ. Η ίδια ομοιότητα είχε εντούτοις παρατηρηθεί και στις εκλογές του 2015, όταν ήδη ο ΣΥΡΙΖΑ είχε επιτύχει μια απορρόφηση της μισής σχεδόν εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ του 2009, με αποτέλεσμα αυτή να αντιστοιχεί περίπου στα 2/3 της τωρινής εκλογικής του δύναμης (βλ. αναλυτικά, του γράφοντα, «Η εκλογική αντιστοίχιση 2012-2015: Από το ΠΑΣΟΚ στον ΣΥΡΙΖΑ», στο Γ. Μπαλαμπανίδης (επιμ.), ΣΥΡΙΖΑ: ένα κόμμα εν κινήσει, εκδ. Θεμέλιο, 2019, σ. 41-75).

Η έντονη αυτή παρουσία του παραδοσιακού (κυρίως παπανδρεϊκού) ΠΑΣΟΚ στην εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ καταγράφηκε εναργώς και σε αυτές τις εκλογές, ακόμα και σε αποτελέσματα της εσωτερικής σταυροδοσίας. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η Β’ Πειραιά, με την υπερίσχυση της Ν. Κασιμάτη και του Γ. Ραγκούση. Παρόμοια άλλωστε ήταν και η περίπτωση των Χανίων, όπου η επικράτηση του Π. Πολάκη έναντι του Γ. Σταθάκη αντανακλά τον τοπικό «ανταγωνισμό» μεταξύ του αγροτικού – ημιαστικού (και παραδοσιακά περισσότερο «πασοκικού») ρεύματος έναντι του αστικού. Παρεμφερείς ενδείξεις παρέχουν και τα αποτελέσματα των αυτοδιοικητικών εκλογών, όπου σε δήμους και περιφέρειες η υποστήριξη σε υποψηφίους προερχόμενους από τον χώρο του ΠΑΣΟΚ παρήγαγαν εκλογικές επιδόσεις συχνά πιο κοντά στην επιρροή που ο ΣΥΡΙΖΑ είχε σημειώσει στις Ευρωεκλογές.

Το Μακεδονικό

Στα αποτελέσματα των εκλογών κατά περιφέρεια είναι πλέον φανερή η μείωση της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ στις περιοχές της Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας (κατά 7% συνολικά και από 6% έως 9% στις περισσότερες εκλογικές περιφέρειες αυτών των περιοχών). Μάλιστα η υποχώρηση των δυνάμεών του είναι ακόμα εντονότερη (περίπου κατά 20%) σε επίπεδο απόλυτου αριθμού ψήφων, λόγω και της μειωμένης συμμετοχής που καταγράφηκε και στις δύο αναμετρήσεις του 2019 σε σχέση με το 2015. Ένδειξη ότι στη Βόρεια Ελλάδα εντοπίζονται ίσως και οι βασικότερες απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ προς την Αποχή. Από την άλλη μεριά, ωστόσο, οι απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ δεν φάνηκε να ενισχύουν περισσότερο τη Ν.Δ., σε σχέση με το σύνολο της χώρας (άνοδος 11%-12%), και σε επίπεδο ποσοστών ήταν μάλλον πιο συγκρατημένες από όσο πολλοί ανέμεναν.

Επιπλέον, αξιοσημείωτη είναι η εξαίρεση της Δυτικής Μακεδονίας, «κοιτίδας» του Μακεδονικού, όπου, όπως και στις Ευρωεκλογές, η πτώση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν εμφανώς πιο συγκρατημένη (-2,6%), ακόμα και σε σχέση με τα εθνικά ποσοστά του. Έτσι, η διαφοροποιημένη δυναμική του μεταξύ των περιοχών της Μακεδονίας θα πρέπει να αναζητηθεί και στη λειτουργία των τοπικών οργανώσεων, που αντικατοπτρίστηκε και στις εντελώς αντίστοιχα ανισομερείς επιδόσεις των υποψηφίων στις περιφερειακές και δημοτικές εκλογές, που στη Δυτική Μακεδονία κινήθηκαν πολύ πιο κοντά στα κομματικά ποσοστά. Γενικά, οι αδυναμίες στην επαρκή υποστήριξη των τοπικών υποψηφιοτήτων ενδεχομένως να επηρέασαν αρνητικά και το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών, σε συνδυασμό με την ψήφο της (συσσωρευμένης επί τέσσερα χρόνια) διαμαρτυρίας. Υπόθεση που εν τέλει δικαιώνει την επιλογή για ετεροχρονισμένη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών.

Το νέο πολιτικό σκηνικό

Σε κάθε περίπτωση, η αντοχή του ΣΥΡΙΖΑ και η επαναφορά του σε αρκετές περιπτώσεις στην εικόνα των εκλογικών δυνάμεων του 2015 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εντυπωσιακή για τα δεδομένα του πολιτικού πλαισίου των εκλογών, αλλά και για εκείνα ενός κόμματος με τόσο απότομη άνοδο στην εξουσία.

Σε μία πρώτη φάση, δύο βασικά στοιχήματα των βουλευτικών εκλογών φαίνονται κερδισμένα, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε αφενός να μειώσει τη διαφορά από τη Ν.Δ. και αφετέρου να βελτιώσει τον συσχετισμό των δυνάμεών του ως προς το ΚΙΝ.ΑΛΛ. Γεγονός που τον διατηρεί σε προνομιακή θέση στον αγώνα για την κυριαρχία στο χώρο της Κεντροαριστεράς.

Παρόλα αυτά, η χαμηλή ιδεολογική εγγύτητα που εξακολουθεί να καταγράφει στους ψηφοφόρους του (50%-60% σε όλες τις αναμετρήσεις από το 2012) και η σημαντική μεταβλητότητα που εμφάνισε στις αναμετρήσεις των δύο τελευταίων μηνών, μπορούν ακόμα να αμφισβητούν την ποιοτική συνοχή της διευρυμένης εκλογικής του βάσης και να διακρίνουν την εκλογική από την πραγματική κοινωνική του επιρροή, η οποία έως τώρα αδυνατεί να εκφραστεί το ίδιο ισχυρά σε επίπεδο π.χ. τοπικής αυτοδιοίκησης ή συνδικαλιστικής αντιπροσώπευσης. Αυτά τα ζητήματα φαίνεται ότι θα αποτελέσουν κεντρικά θέματα για την εσωκομματική συζήτηση της επόμενης μέρας.

 

Ο Παναγιώτης Κουστένης είναι Δρ Πολιτικής Επιστήμης

Πηγή: Η Αυγή