Η ΝΔ προσφεύγει ξανά στην εθνικοφροσύνη
Η εμπλοκή στη διαβούλευση για τα «κόκκινα δάνεια» και η εκδηλωθείσα σκέψη της κυβέρνησης ότι θα καταθέσει το σχέδιο Νόμου πριν το Euroworking Group της προσεχούς Δευτέρας, με βάση τις συμφωνίες με τις τράπεζες, επανέφερε στο τραπέζι των συζητήσεων το ενδεχόμενο οι εθνικές εκλογές να πραγματοποιηθούν τον Μάιο, ταυτόχρονα με τις ευρωεκλογές-αυτοδιοικητικές. Τη σκλήρυνση της στάσης της κυβέρνησης πολλοί αναλυτές την ερμήνευσαν ως προετοιμασία προσφυγής στις κάλπες, στο περιβάλλον μιας «λελογισμένης σύγκρουσης» με τους δανειστές. Μερικοί ευφάνταστοι αναλυτές θυμήθηκαν και το θερμό πρώτο εξάμηνο του 2015. Στην ερμηνεία αυτή δεν τσίμπησε μόνο ο Τύπος, αλλά και η αντιπολίτευση.
Μένει, όμως, να δούμε τις επόμενες εξελίξεις. Εκείνο, ωστόσο, που πρέπει να υπογραμμισθεί, είναι ότι μεταξύ κυβέρνησης και δανειστών, πράγματι, ανέκυψε διαφωνία, δεν πρόκειται για προετοιμαστικό χειρισμό για εκλογές. Η δυσκολία στις σχέσεις μεταξύ κυβέρνησης και θεσμών ανέκυψε κατά τη διαβούλευση για την έκθεση της πορείας της οικονομίας. Οι μικρές καθυστερήσεις στα προαπαιτούμενα δεν δικαιολογούσαν τη στάση των δανειστών και τώρα πλέον τα προαπαιτούμενα έχουν όλα εκπληρωθεί. Μένει μόνο ο νέος νόμος για τα δάνεια, που σύμφωνα με έγκυρους αξιωματούχους της κυβέρνησης, είχαν φθάσει σε τέτοιο σημείο προσέγγισης, που δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν τη στάση των δανειστών. Μια πολιτική ερμηνεία της παρελκυστικής στάσης της Κομισιόν, αλλά και της ΕΚΤ, δεν ήταν καθόλου παρακινδυνευμένη.
Η κωλυσιεργία των δανειστών
Η κυβέρνηση, με την κωλυσιεργία των δανειστών από ένα σημείο και πέρα, βρέθηκε μπροστά σε ένα κενό πρωτοβουλιών και ταυτόχρονα σε απώλεια βαθμών αξιοπιστίας. Είχε εξαγγείλει μέτρα, μάλιστα με μεγάλη κοινωνική και οικονομική σημασία, τα οποία καθυστερούσαν, προκαλώντας έτσι δυσαρέσκεια σε πολυάριθμα κοινωνικά στρώματα. Αυτή η καθυστέρηση έπρεπε να διακοπεί και έτσι η κυβέρνηση δοκίμασε να προαναγγείλει, ανεπισήμως, την κατάθεση του νομοσχεδίου για τα κόκκινα δάνεια.
Ως αυτή τη στιγμή δεν ήταν σίγουρο ότι πράγματι θα κατατεθεί, κυρίως διότι όπως προέκυψε, οι δανειστές δεν επιθυμούν μια όξυνση των σχέσεων με την Ελλάδα για ένα θέμα που έχει δίκιο η ελληνική πλευρά, μάλιστα λίγο πριν από τις ευρωεκλογές. Οι πρώτες ενδείξεις από τις Βρυξέλλες ήταν διαβεβαιώσεις ότι ο διάλογος θα συνεχισθεί και ότι θα υπάρξει συμφωνία ως το Eurogroup στις 5 Απριλίου. Οπότε το πιο πιθανόν είναι να γίνει ένας συμβιβασμός σε ένα σημείο που να μπορεί να γίνει αποδεκτό από την ελληνική πλευρά. Όμως, αυτό αν δεν συμβεί πράγματι, αν και δεν είναι το πιθανότερο, η νομοθέτηση θα προχωρήσει, ιδίως για να ανοίξει ο δρόμος για τα επόμενα μέτρα των 120 δόσεων για χρέη προς τον ΕΝΦΙΑ και τις εφορίες.
Η στάση της αντιπολίτευσης
Η ΝΔ, και η αντιπολίτευση γενικά, έσπευσε να εκμεταλλευθεί αυτό το κενό. Αυτό ήταν αναμενόμενο, φυσικά. Έθεσε ξανά το ζήτημα για το κατά πόσον είναι πραγματική η έξοδος από το μνημόνιο, το κατά πόσον η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να διαπραγματευθεί κ.τ.λ. Και για μια ακόμη φορά προέβλεψε –ευχόμενη να είναι αλήθεια– εκλογές τον Μάιο. Η ΝΔ εκτός του ότι μπορεί να βρεθεί μπροστά σε ένα ή περισσότερα νομοσχέδια στη Βουλή που θα πρέπει να υπερψηφίσει, διότι θα έχουν κοινωνική εμβέλεια, με το να μιλά τόσο επίμονα και σχεδόν σίγουρη για εκλογές τον Μάιο, αποκαλύπτει μια αγωνία, μια ανασφάλεια. Φοβάται τον Οκτώβριο και έχει δίκιο.
Αυτό την οδηγεί και στην όξυνση ακόμη πιο πολύ της κριτικής της, της πολεμικής της προς την κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ. Μπορούμε να καταγράψουμε τις τελευταίες μέρες πολλές τέτοιες περιπτώσεις. Για παράδειγμα, ζήτησε εκπρόσωπός της να δει τον φάκελο της ΕΔΕ για τον Έβρο –ως και η «Καθημερινή» το θεώρησε απαράδεχτη σαν αντιπολιτευτική τακτική– δεν ψήφισε την τροπολογία για βουλευτές και υποψήφιους ευρωβουλευτές, επαναφέρει κάθε στιγμή το Μακεδονικό, λέγοντας ακόμη και ψέμματα για την εφαρμογή της συμφωνίας και πάνω απ΄ όλα ναρκοθετεί κάθε προσπάθεια διαλόγου με την Τουρκία.
Μια απολύτως εύλογη και διπλωματικά ορθή δήλωση του υπουργού Εξωτερικών Γ. Κατρούγκαλου ότι η Τουρκία, χώρα με τόσο μεγάλη παραλία στην Αραβική Μεσόγειο, έχει σαφώς συμφέροντα στη θάλασσα και ότι «η Ελλάδα βλέπει θετικά τη συμμετοχή της Τουρκίας στην ενεργειακή εξίσωση της Ανατολικής Μεσογείου», πολεμήθηκε με μια απαράδεκτη για τους υπαινιγμούς της κριτική από τη ΝΔ. Συγκεκριμένα, ο Γ. Κουμουτσάκος δήλωσε τα εξής: «Μια κυβέρνηση που βρίσκεται σε αποδρομή, είναι αδιανόητο να στέλνει μηνύματα μονομερών υπαναχωρήσεων από σταθερές θέσεις της Ελλάδας, ανοίγοντας επικίνδυνες κερκόπορτες ακόμη και στα ενεργειακά ζητήματα». Για άλλη μια φορά, δηλαδή, η ΝΔ ολισθαίνει σε εθνικιστικές ή και ακροδεξιές θέσεις.
Εκκλησία: Επικίνδυνη κλίση προς την Δεξιά του Κυρίου;
Οταν κατέγραφα την άποψη του Κωστή Καρπόζηλου για τις Πρέσπες ότι μαρτυρούν «τη δυνατότητα της Αριστεράς να δημιουργεί τομές» και ότι συνιστούσαν «αποφασιστική σύγκρουση με τις συντηρητικές αδράνειες με άξονα το συμφέρον των πολλών και του δίκιου», αυτό που μου ήρθε, αμέσως, στο νου, ήταν οι σχέσεις κράτους και εκκλησίας. Υπήρχαν ακόμη κάποιες ελπίδες να γίνει ένα βήμα και ακόμη μικρότερες η κυβέρνηση –δηλαδή το Μαξίμου για να είμαστε ειλικρινείς– να επιλέξει το δρόμο που χάραξαν οι Πρέσπες. Η ανακοίνωση της απόφασης της Ιεραρχίας και η απάντηση της κυβερνητικής πλευράς ξεκαθάρισαν, αρνητικά, το πεδίο.
Η κατ΄ αρχάς συμφωνία μεταξύ πρωθυπουργού – αρχιεπισκόπου που ανακοινώθηκε πανηγυρικά στις 6-11-2018, αποδείχθηκε όχι μόνο ότι συνιστούσε σημείον ασταθούς ισορροπίας, αλλά και ότι σκέπαζε μια πλειοψηφία σκληρή, αρτηριοσκληρωτική και, βεβαίως, έκδηλα συντεχνιακή. Η απόφαση τώρα είναι ομόφωνη και όχι μόνο δεν ξαναθέτει το διάλογο εκεί που σταμάτησε τότε, αλλά πάει πολύ πίσω, θέτοντας μια απαράδεχτη ατζέντα, δηλαδή διεκδικήσεις να αυξηθούν «οι οργανικές θέσεις των κληρικών και των εκκλησιαστικών υπαλλήλων, την αποζημίωση για την απαλλοτριωθείσα εκκλησιαστική περιουσία έως το 1939, τη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας μετά τις συμβάσεις της 18-9-1952». Η εκκλησία, δηλαδή, ζητά αποζημιώσεις για την περιουσία της, καταβολή των μισθών των κληρικών από το κράτος και προσλήψεις προσωπικού!
Διαβάζει η ηγεσία της εκκλησίας της Ελλάδας φιλικές δημοσκοπήσεις της Πειραιώς; Πολύ πιθανόν, πάντοτε καραδοκεί η δεξιά του κυρίου στους ιεράρχες, κάποτε και η ακροδεξιά. Σχεδόν το επιβεβαιώνει αυτό, καθώς σημειώνει ότι «ο διάλογος θα συνεχιστεί και με την επόμενη κυβέρνηση», ενώ θέτει και «ζήτημα ανατροπής συνταγματικών ψηφισμένων διατάξεων (άρθρο 3) από την επόμενη Βουλή». Η Καθημερινή στο πολιτικό ρεπορτάζ της «Προβλήματα σε όλα τα μέτωπα», όσον αφορά την κυβέρνηση, έχει το πιο δηλωτικό υπότιτλο, «μετά την ήττα στην αναθεώρηση, το Μαξίμου “χάνει” και τη συμφωνία με την Εκκλησία».
Μια ανακοίνωση του υπουργού Παιδείας, Κώστα Γαβρόγλου, που είχε και το βάρος να αποκαταστήσει το διάλογο και να τον προχωρήσει, συνιστά, έως αυτή τη στιγμή, την κυβερνητική άποψη: «Η απόφαση της Ιεραρχίας είναι μια δυσάρεστη εξέλιξη για τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού μας, εκπροσώπους της πολιτείας, διανοούμενοι και κληρικούς που πιστεύουν στην αναγκαιότητα μιας νέας οριοθέτησης των ρόλων εκκλησίας-πολιτείας προς όφελος της εκκλησίας, της κοινωνίας και του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους».
Πολύ σωστά. Αλλά αν η εκτίμηση είναι ότι η απόφαση της Ιεραρχίας συνιστά δυσάρεστη εξέλιξη για την πλειοψηφία του λαού, μήπως πρέπει να πορευτούμε διαφορετικά; Μήπως, δηλαδή, πρέπει να ακολουθήσουμε το υπόδειγμα των Πρεσπών; Η ίδια η ηγεσία της εκκλησίας με την στείρα στάση της και το μαξιμαλισμό της το ωριμάζει ακόμη πιο πολύ, το κάνει απαραίτητο και πολιτικά ορθό. Και εν πάση περιπτώσει, πρέπει να ξαναδούμε την ορθότητα της άποψης σε κυβερνητικούς κύκλους, ιδίως του Μαξίμου –άγνωστο πώς έχει διαμορφωθεί και πού στηρίζεται– περί του αυξημένου κοινωνικού κύρους της εκκλησίας.
Παύλος Κλαυδιανός
Πηγή: Η Εποχή