Πιθανώς το μεγαλύτερο γεωπολιτικό ζήτημα σήμερα για την Ευρωπαϊκή Ένωση και για τη Γερμανία είναι οι μελλοντικές σχέσεις με την Κίνα. Την προηγούμενη εβδομάδα γερμανικό περιοδικό έγραψε ότι ανώτερος αξιωματούχος από την καγκελαρία της Άγκελα Μέρκελ επισκέφθηκε την Κίνα για να διερευνήσει τις δυνατότητες μιας συμφωνίας συνεργασίας στην αντικατασκοπεία. Αυτού του είδους οι συμφωνίες συνήθως έχουν μικρότερη αξία από το χαρτί στο οποίο γράφονται. Η επίσκεψη αφορούσε την διεκδίκηση από την κινεζική εταιρεία τηλεπικοινωνιών Huawei της άδειας για κινητά τηλέφωνα πέμπτης γενιάς στη Γερμανία (αναμένεται να εκδοθεί η απόφαση εντός του μηνός). Μια συμφωνία για μη κατασκοπεία θα επέτρεπε στη Γερμανία να υποκρίνεται ότι η Κίνα δεν αποτελεί απειλή για την ασφάλεια.
Η οικονομική σχέση μεταξύ των δυο χωρών παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η στάση της Γερμανίας είναι αντιφατική. Χρειάζεται την κινέζικη τεχνολογία, όπως εκείνη της Huawei. Οι πάροχοι της γερμανικής κινητής τηλεφωνίας είναι εξαιρετικά θετικοί απέναντι στο αίτημα της Huawei για την άδεια κινητών πέμπτης γενιάς, γιατί χρησιμοποιούν ήδη το λειτουργικό της κινεζικής εταιρείας στα δίκτυά τους.
Όμως, αποτελεί πηγή ανησυχίας για τη Γερμανία το γεγονός ότι οι κινεζικές εταιρείες αποκτούν τη δική της τεχνολογία. Τον περασμένο Δεκέμβριο, ένας νέος νόμος μείωσε το όριο κτήσης μετοχών με το οποίο ενεργοποιείται αυτόματα η έρευνα για συγχωνεύσεις. Με τη νέα βιομηχανική πολιτική, που πρότεινε πρόσφατα, ο υπουργός Οικονομικών Πίτερ Αλτμάγιερ θέλει να προστατεύσει από τις κινέζικες εξαγορές ολόκληρους κλάδους: τα αεροσκάφη, τα χρηματοπιστωτικά, τις τηλεπικοινωνίες, τα τρένα, την ενέργεια και τη ρομποτική.
Στο βιβλίο του «Belt and Road», που εξέδωσε πρόσφατα, ο Μπρούνο Μακάες, ο πρώην υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Πορτογαλίας, επισημαίνει ότι η σινο-γερμανική σχέση έχει αλλάξει σημαντικά. Η Γερμανία έβλεπε κάποτε την Κίνα ως αγορά για τις εξαγωγές μηχανημάτων με τα οποία η Κίνα θα ανέπτυσσε τη βιομηχανική βάση της. Σήμερα η Κίνα εξελίσσεται στον μεγαλύτερο εταίρο αυτής της σχέσης.
Η βιομηχανία του αυτοκινήτου θα είναι καθοριστικής σημασίας. Αποτελεί την πηγή των προηγούμενων επιτυχιών της Γερμανίας και το μέλλον της κινεζικής ευημερίας. Αλλά οι δυο πλευρές έχουν αντίθετα συμφέροντα. Εξαιτίας της υπερβολικής εξάρτησης από την τεχνολογία ντίζελ, η γερμανική βιομηχανία αυτοκινήτου καθυστέρησε να επενδύσει στην τεχνητή νοημοσύνη και στις ηλεκτρικές μπαταρίες. Ο κύριος Μακάες επισημαίνει ότι η Κίνα παίζει διαφορετικό παιχνίδι. Οι Κινέζοι δεν ενδιαφέρονται πρωτίστως να αποκτήσουν μονάδες παραγωγής. Θέλουν να ελέγξουν ολόκληρη τη αλυσίδα παραγωγής του ηλεκτρικού αυτοκινήτου. Για να το πετύχει αυτό, η Κίνα έχει εξασφαλίσει μεγάλο μέρος της παγκόσμιας παραγωγής κοβαλτίου, που είναι το βασικό μέταλλο για την παραγωγή μπαταριών.
Οι δυο χώρες έχουν πολλά κοινά. Και οι δυο είναι οικονομίες που στηρίζονται στις εξαγωγές και έχουν μεγάλα πλεονάσματα. Αλλά η οικονομική στρατηγική της Γερμανίας δεν είναι συνεπής. Η πολιτική προτίμηση της Γερμανίας είναι η μείωση του δημόσιου χρέους. Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας είναι πως έχει μείνει πίσω στην κούρσα της τεχνολογίας. Η υπερβολική δημοσιονομική πειθαρχία αποτελεί τη βασική αιτία για την υποεπένδυση στο οδικό δίκτυο, στα δίκτυα τηλεπικοινωνιών και σε άλλες νέες τεχνολογίες.
Η Γερμανία υποεπενδύει επίσης στον αμυντικό τομέα. Η υπουργός Άμυνας Ούρσουλα φον ντερ Λέιεν πρότεινε πρόσφατα ένα σχέδιο για να αυξηθεί ο αμυντικός προϋπολογισμός από το 1,3% του ΑΕΠ που είναι σήμερα σε 1,5% μέχρι το 2023. Αλλά ο υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σολτς έχει αντιρρήσεις.
Πρόκειται για χαρακτηριστικό επεισόδιο του θεμελιώδους προβλήματος της Ευρώπης: σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει στην Κίνα, η μακροοικονομκή πολιτική, η βιομηχανική πολιτική καθώς και η πολιτική εξωτερικών σχέσεων και ασφάλειας, ασκούνται ξεχωριστά η μία από την άλλη. Η αίτηση Huawei για άδεια κινητών πέμπτης γενιάς δείχνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι καλά προετοιμασμένη για να χειριστεί τη σχέση μεταξύ της ασφάλειας και της βιομηχανικής πολιτικής. Ούτε έχουν δώσει οι Ευρωπαίοι μεγάλη προσοχή στις επιπτώσεις που έχουν οι δημοσιονομικοί κανόνες τους, τουλάχιστον στις πολιτικές άμυνας και ασφάλειας. Η Κίνα, αντίθετα, έχει συνολική προσέγγιση στην οικονομία και στην εξωτερική πολιτική.
Η Κίνα προωθεί το renminbi (επίσημη ονομασία του κινέζικου γουάν) ως παγκόσμιο νόμισμα, με απώτερο στόχο να αμφισβητήσει το μονοπώλιο του δολαρίου στις αγορές εμπορευμάτων. Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί δεν είναι συνηθισμένοι σε αυτόν τον τρόπο σκέψης για την πολιτική. Ειδικά οι Γερμανοί, δεν ήθελαν ποτέ η Ευρωζώνη να προωθήσει το ευρώ ως παγκόσμιο νόμισμα. Κατά το παρελθόν, η γερμανική υπερσυντηρητική μακροοικονομική σχολή σκέψης ήταν λιγότερο ή περισσότερο σε ευθυγράμμιση με τα βιομηχανικά της συμφέροντα. Αυτό πλέον δεν ισχύει. Η Ε.Ε. συνθλίβεται μεταξύ δυο αντίπαλων οικονομικών δυνάμεων και έχει ένα νομισματικό καθεστώς ευάλωτο σε κρίσεις.
Η μείωση του δημόσιου χρέους ήταν πολιτική επιλογή. Εάν, αντιθέτως, η Γερμανία είχε επενδύσει στην άμυνα και το μελλοντικό βιομηχανικό πλεονέκτημα, αφήνοντας τα δημοσιονομικά να τραβήξουν τον δρόμο τους, θα βρισκόμασταν σε διαφορετικό σημείο σήμερα. Κάτι τέτοιο όμως θα απαιτούσε ένα επίπεδο γεωστρατηγικής σκέψης που απουσιάζει από τον πολιτικό διάλογο εντός της Ε.Ε.
Ίσως οι Ευρωπαίοι να υπήρξαν τόσο απορροφημένοι από τον εαυτό τους κατά την τελευταία δεκαετία που δεν είδαν αυτό που ερχόταν. Σήμερα, ο αναδυόμενος προστατευτισμός και η ξαφνική συνειδητοποίηση της ανάγκης για προστασία από τις κινέζικες εξαγορές αποτελούν σημάδια ότι ο εφησυχασμός πρόκειται να εξελιχθεί σε πανικό.
Wolfgang Munchau
Πηγή: Η Αυγή από Financial Times