Κινέζοι μελετητές, γράφοντας τη δεκαετία του 1970 και του 1980, μετά την Πολιτιστική Επανάσταση, έτειναν να συμφωνούν ότι η Κινεζική Επανάσταση είχε ελάχιστα κοινά στοιχεία με τη Ρωσική Επανάσταση, όντας αποτέλεσμα των ιδιαίτερων κινεζικών συνθηκών. Στηριζόμενη σε πρόσφατες έρευνες, η διάλεξη αυτή δίνει μεγαλύτερη έμφαση στις ομοιότητες μεταξύ των δύο επαναστάσεων, χωρίς να αρνείται τις κρίσιμες διαφορές. Πρόσφατα, μελετητές τείνουν να τονίζουν το βαθμό στον οποίο ο Μάο Τσε Τουνγκ και το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ) ακολούθησαν το σταλινικό πρότυπο και την επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης που, πράγματι, ήταν σημαντική. Η διάλεξή μου το αναγνωρίζει αυτό, αλλά δεν επιδιώκει να αναλύσει τις λεπτομέρειες της σοβιετικής επιρροής στο ΚΚΚ, το οποίο δημιουργήθηκε το 1920 (επίσημα το 1921), χάρη στην πολιτική έμπνευση, τη στοιχειώδη εκπαίδευση και τη χρηματοδότηση που παρείχε η Μόσχα.
Η διάλεξη αφορά πέντε θέματα:
τις επαναστάσεις ως αποτέλεσμα του πολέμου
τις κοινωνικές δυνάμεις που έκαναν τις επαναστάσεις
τάξη και εθνική απελευθέρωση
την προπαγάνδα και τη μαζική κινητοποίηση
τις επαναστάσεις κατά της κοινωνικοοικονομικής καθυστέρησης
1. Οι Επαναστάσεις ως αποτέλεσμα του πολέμου
Η υπόθεση του Μαρξ και του Ένγκελς ήταν πως οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις θα προέκυπταν από τις αντιφάσεις του ώριμου καπιταλισμού. Στη Ρωσία και την Κίνα – και μάλιστα σε όλες σχεδόν τις μεταγενέστερες κομμουνιστικές επαναστάσεις (η Κούβα και η Νικαράγουα ήταν εξαιρέσεις) – δεν ήταν η καπιταλιστική κρίση καθαυτή, αλλά οι καταστροφικές συνέπειες του πολέμου που δημιούργησαν τον πολιτικό χώρο στον οποίο τα κομμουνιστικά κόμματα μπορούσαν να συγκεντρώσουν λαϊκή υποστήριξη ορίστηκαν και να θέσουν υποψηφιότητα για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. Όταν οι Μπολσεβίκοι κατέλαβαν την εξουσία τον Οκτώβριο του 1917, πίστευαν ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός ήταν σε τελική κρίση και πως η επανάστασή τους ενάντια σε μια αστική κυβέρνηση στη Ρωσία θα προκαλούσε μια παγκόσμια επανάσταση ενάντια στον καπιταλισμό.
Όπως ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, έτσι και ο Δεύτερος θα δημιουργούσε τις ευνοϊκές συνθήκες για την επανάσταση στην Ανατολική Ευρώπη, τη Νοτιοανατολική Ασία και την Ανατολική Ασία. Η καταστροφή του πολέμου και η υπονόμευση των προηγούμενων καθεστώτων επέτρεψαν στα σχετικά μικρά αλλά σφιχτά οργανωμένα κομμουνιστικά κόμματα να αποκτήσουν εξουσία, μια κατάσταση που διευκολύνθηκε από την αδυναμία των δημοκρατικών Πολιτειών και, ακόμα πιο καίρια, από την απουσία αφοσιωμένων κοινωνικών δυνάμεων υπέρ την κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Το διεθνές πλαίσιο στο οποίο οι δύο χώρες βρέθηκαν στο τέλος των δύο παγκόσμιων πολέμων ήταν πολύ διαφορετικό. Η Ρωσία, που βρισκόταν στην πλευρά των συμμάχων, θεωρήθηκε από τους ειρηνοποιούς στο Παρίσι ως απειλή που πρέπει να περιοριστεί για να μη μολύνει ο ιός της επανάστασης την Ευρώπη. Η Κίνα στο τέλος του σινο-ιαπωνικού πολέμου (1937-45) ήταν τεχνικά μια νικήτρια δύναμη, της οποίας το ενισχυμένο καθεστώς αντικατοπτρίστηκε στο να γίνει ένα από τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.
Και στις δύο χώρες οι κομμουνιστές ήρθαν στην εξουσία μέσω εμφυλίου πολέμων που και οι δύο ήταν έμμεσες συνέπειες του Πρώτου και του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Μέχρι το 1946 η Κίνα βρίσκονταν σε εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των εθνικιστών και των κομμουνιστών. Ο υπερπληθωρισμός, η ανεργία, η διαφθορά και η καταπίεση που χαρακτήρισαν αυτή την περίοδο έστρεψαν τον πληθυσμό ενάντια στους εθνικιστές, αν και όχι πάντα αποφασιστικά υπέρ του ΚΚΚ.
Το επιχείρημα ότι οι Μπολσεβίκοι επίσης ήρθαν στην εξουσία μέσω εμφυλίου πολέμου χρειάζεται περισσότερη τεκμηρίωση. Είναι συνηθισμένο να θεωρούμε την πρόκληση του εμφυλίου στη Ρωσία ως αποτέλεσμα της κατάληψης της εξουσίας από τις Μπολσεβίκους. Οι ρίζες όμως του εμφυλίου πολέμου πάνε πίσω, στον Αύγουστο του 1917, όταν ο στρατηγός Κορνίλοφ προσπάθησε να ανατρέψει την κυβέρνηση Κερένσκι και να εγκαθιδρύσει στρατιωτική δικτατορία. Επιπλέον, ειδικά εάν εξετάσουμε την κατάληψη της εξουσίας στο πλαίσιο της αυτοκρατορίας στο σύνολό της, είναι δύσκολο να υποστηρίξουμε ότι η σχετικά εύκολη ανατροπή της κυβέρνησης Κερένσκι στην Πετρούπολη επέτρεψε στους Μπολσεβίκους να έχουν τον πραγματικό έλεγχο της χώρας. Η ισχύς της νέας κυβέρνησης ήταν αδύναμη: η κατάληψη της εξουσίας σήμανε τη μεταβίβαση της εξουσίας στα σοβιέτ κατά μήκος μιας μεγάλης περιοχής της πρώην αυτοκρατορίας, κόβοντας τους δεσμούς μεταξύ του κέντρου και της περιφέρειας.
Η κινεζική επανάσταση είχε πιο προφανές στρατιωτικό χαρακτήρα, ειδικά όταν η λαϊκή κινητοποίηση που σημειώθηκε κατά τη διάρκεια της Βόρειας Εκστρατείας, 1926-28, συντρίφτηκε από τον Chiang Kai-shek. Από το 1928, στα σύνορα των επαρχιών Jiangxi και Fujian, ο Κόκκινος Στρατός που δημιούργησε ο Zhu De και ο Μάο Τσε Τουνγκ εξασφάλισε μια βάση (υπήρχαν και άλλες), όπου το ΚΚΚ απέκτησε εμπειρία στον αντάρτικο αγώνα και στην εγκαθίδρυση εξουσίας απέναντι σε έναν εχθρικό πληθυσμό, που ήταν διαχωρισμένος εθνικά και κυριαρχούνταν από ληστοκαπετάνιους. Εκεί, το ΚΚΚ πειραματίστηκε -σε μεγάλο βαθμό ανεπιτυχώς- με την ανακατανομή της γης και με τη διάσπαση της αγροτικής κοινωνίας σε ταξικές κατηγορίες.
Όταν ξέσπασε πλήρης εμφύλιος πόλεμος το 1946, ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός δεν διεξήγε πλέον έναν αντάρτικο αγώνα, αλλά έναν συμβατικό πόλεμο που περιλάμβανε μεγάλα καλά εξοπλισμένα στρατεύματα. Μέχρι το 1949 ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός αριθμούσε σχεδόν πέντε εκατομμύρια άνδρες (πολλοί από αυτούς ήταν λιποτάκτες από τον Εθνικιστικό Στρατό) και καθώς μετακόμισε από το Βορρά και την Ανατολή στο Νότο και τη Δύση, εστάλησαν τα καλύτερα από τα 4,5 εκατομμύρια μέλη του ΚΚΚ να διοικήσουν απελευθερωμένα εδάφη.
2. Οι κοινωνικές δυνάμεις που έκαναν τις επαναστάσεις
Αν και η Ρωσία και η Κίνα ήταν οικονομικά και κοινωνικά καθυστερημένες κοινωνίες, οι δυνάμεις που ήταν ευεπίφορες προς στην επανάσταση εμφανίστηκαν αρχικά στο σύγχρονο τομέα. Ήταν νέες κοινωνικές τάξεις -συγκεκριμένα, μια μικρή αλλά αγωνιστική εργατική τάξη, μια ριζοσπαστική διανόηση και, στην κινεζική περίπτωση, μια αδύναμη εμπορική και βιομηχανική αστική τάξη- που αποδείχθηκαν πιο δραστήριες στην αμφισβήτηση των δομών και της νομιμότητας της εγκαθιδρυμένης κοινωνικής και πολιτικής τάξης. Ωστόσο, όπως αναγνώρισαν οι ίδιοι οι κομμουνιστές, ούτε η ρωσική ούτε η κινεζική επανάσταση συμφωνούσαν με το μαρξιστικό σενάριο.
Το 1917 η Ρωσία είδε μια άνευ προηγουμένου έκρηξη εκ μέρους της μικρής εργατικής τάξης. Ένα πυκνό δίκτυο σοβιέτ, εργοστασιακών επιτροπών, επαγγελματικών συνδικάτων, εργατικών πολιτοφυλακών, εμφανίστηκαν μετά την Επανάσταση του Φεβρουαρίου, εξαιτίας της ταχείας κατάρρευσης της πολεμικής οικονομίας. Συγκεντρώθηκε υπέρ των Μπολσεβίκων αρκετά αργά, το φθινόπωρο του 1917, ενώ οι μαζικές οργανώσεις είχαν αυτονομία σε σχέση με το κόμμα, κάτι που ποτέ δεν είχαν οι μαζικές οργανώσεις στην Κίνα. Οι Μπολσεβίκοι θεωρούσαν τον Οκτώβρη μια προλεταριακή επανάσταση, αλλά η εργατική τάξη απείχε πολύ από το να είναι η μόνη δύναμη που πίεζε για τον τερματισμό του πολέμου και την εγκαθίδρυση της σοβιετικής εξουσίας.
Στην Κίνα, το μικρό ΚΚΚ, σε ενιαίο μέτωπο με το Guomindang από το 1923 έως το 1927, μπόρεσε να διοργανώσει μαζικές απεργίες σε πόλεις όπως η Σαγκάη, το Γουχάν και το Guangzhou – συνήθως στις βρετανικές και ιαπωνικές επιχειρήσεις – κυρίως μεταξύ του «Κινήματος της 13ης Μάη» του 1925 και της «τρίτης ένοπλης εξέγερσης» στη Σαγκάη τον Μάρτιο του 1927. Η εργατική τάξη επέδειξε μεγάλη ικανότητα για διεκδίκηση, αλλά σε σύγκριση με το ρωσική εργατική τάξη (χωρισμένη με βάση την ικανότητα, το φύλο και την εθνότητα) διασπάστηκε με βάση τον τόπο καταγωγής, τις συντεχνίες, την αφοσίωση στις μυστικές εταιρίες, και τον σεβασμό τους στους εργοδότες. Αυτά εμπόδιζαν την ανάπτυξη σταθερών και ανθεκτικών εργατικών οργανώσεων, αν και μερικές συνδικαλιστικές οργανώσεις επέζησαν της αιματηρής καταστολής του Chiang Kai-shek επί του ΚΚΚ το 1927-28. Η συντριβή του ΚΚΚ στις πόλεις σήμαινε ότι η εργατική τάξη διαδραμάτισε πολύ λιγότερο σημαντικό ρόλο στο να καταλάβει το κόμμα την εξουσία από ό,τι στη Ρωσία, μολονότι ο μαοϊσμός ακολούθησε τη μαρξιστική ορθοδοξία στην ανακήρυξη της εργατικής τάξης ως της ηγέτιδας τάξης.
Όταν το ΚΚΚ ανήλθε στην εξουσία το Σεπτέμβριο του 1949 είχε 4.500.000 μέλη, ένα στρατό με 3.570.000 μέλη και ένα σώμα 720.000 πολιτικών αξιωματούχων. Περίπου το 80% των μελών του κόμματος ήταν αγρότες, το 5% ήταν διανοούμενοι και το 1% εργαζόμενοι. Το επίπεδο εκπαίδευσης των αγροτών ήταν εξαιρετικά χαμηλό. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με το σχηματισμό του μπολσεβίκικου κόμματος, το οποίο, μετά από μια εκκαθάριση του σχεδόν 40% των μελών του, είχε μόνο μισό εκατομμύριο μέλη το 1921, αλλά λίγο περισσότερο από το 40% ήταν εργαζόμενοι (αν και οι περισσότεροι δεν εργάζονταν πλέον στο πεδίο τους, αλλά στην κρατική διοίκηση, την οικονομική διαχείριση και την πολιτική εκπαίδευση). Τα υπόλοιπα μέλη χωρίστηκαν κατά προσέγγιση μεταξύ αγροτών (κυρίως στρατιωτών του Κόκκινου Στρατού) και υπαλλήλων (που απασχολούνταν κυρίως στις κρατικούς οργανισμούς). Στη ρωσική ύπαιθρο, η οργάνωση του κόμματος ήταν μικρή, λειτουργώντας αποτελεσματικά μόνο στο επίπεδο της επαρχίας, ενώ στην Κίνα σχεδόν το 80% των κομματικών οργανώσεων βρίσκονταν σε αγροτικές περιοχές, κυρίως στο Βορρά.
3. Ταξική και εθνική απελευθέρωση
Από πολλές απόψεις η ρωσική επανάσταση ήταν ιδιαίτερη σε σύγκριση με τις μεταγενέστερες κομμουνιστικές επαναστάσεις, δεδομένου ότι χαρακτηρίστηκε ιδεολογικά και οργανωτικά από την υπεροχή της τάξης ενάντι του εθνικισμού. Με την ύστερη κατανόηση που έχουμε πια, βλέπουμε ότι, ακόμα και κατά την πρώτη δεκαετία της, η μεγαλύτερη σημασία της Οκτωβριανής επανάστασης δεν ήταν στην επίθεση της ενάντια στον καπιταλισμό, ούτε στην σημαντική ώθηση που δόθηκε στην εργατική αγωνιστικότητα στην Ευρώπη, αλλά σε μια πτυχή της επανάστασης που οι Μπολσεβίκοι θεωρούσαν δευτερεύουσα: δηλαδή στην έμπνευση που έδωσε η επανάσταση στους λαούς του αποικιακού και ημιποικιακού κόσμου που επεδίωκαν την απελευθέρωση από τον ιμπεριαλισμό.
Στην Κίνα, παρά τις προσπάθειες του ΚΚΚ για την προώθηση του λόγου περί ταξικότητας και ταξικής πάλης, η τάξη δεν έγινε ποτέ η πρωταρχική διαιρετική τομή γύρω από την οποία συγκεντρώθηκε το επαναστατικό συναίσθημα. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι οι ταξικές σχέσεις ήταν πολύ λιγότερο ανεπτυγμένες από ό, τι στη Ρωσία (όπου ήταν επίσης σχετικά αδύναμες σε σύγκριση με τη Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ), κυρίως όμως επειδή οι ταξικές διαιρέσεις επικαλύπτονταν από την εθνικιστική επιθυμία απελευθέρωσης της Κίνας από την ιαπωνική κατοχή και την ημιαποικιοκρατία. Ωστόσο, η κατηγοριοποίηση της κινεζικής επανάστασης ως εθνικιστικής είναι πολύ μονόπλευρη, διότι αγνοεί τις εξαιρετικά ισχυρές συγκρούσεις κοινωνικοοικονομικού ενδιαφέροντος που οδήγησαν στην επανάσταση και διέρρηξαν το πολιτικό πεδίο του εθνικισμού.
4. Προπαγάνδα και μαζική κινητοποίηση
Οι μπολσεβίκοι είχαν, όπως πίστευαν, τις γνώσεις που απαιτούνταν για να δημιουργήσουν μια ποιοτικά καλύτερη κοινωνία,. Δεν είχαν καμιά ενοχή στο να χρησιμοποιήσουν την κρατική εξουσία για να δυσφημήσουν τους εχθρούς τους και να διαδώσουν τις σοσιαλιστικές ιδέες και αξίες. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, επινόησαν μια σειρά καινοτόμων μορφών μαζικής αγκιτάτσιας που πήγε πολύ πέρα από ομιλίες, συζητήσεις, συνθήματα, φυλλάδια και εφημερίδες. Μέσω οπτικής προπαγάνδας με τη μορφή αφισών, κινούμενων σχεδίων, διαφανειών, ειδήσεων, εκθέσεων και κινηματογράφου, για παράδειγμα, προσπάθησαν να διαμορφώσουν τη σκέψη και την αίσθηση των στρατιωτών, των εργατών και των αγροτών.
Το ΚΚΚ πειραματίστηκε με μεθόδους μαζικής αγκιτάτσιας και κινητοποίησης για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και με ακόμη μεγαλύτερη φαντασία από τους Μπολσεβίκους. Κατά τη διάρκεια των χρόνων στην ύπαιθρο, απέκτησε μεγάλη εμπειρία στη χρήση μορφών λαϊκού πολιτισμού προκειμένου για να ενισχύσει την εξουσία του, κάτι για το οποίο οι Μπολσεβίκοι δεν έδειξαν κανένα ενδιαφέρον. Πολύ περισσότερο από τους Μπολσεβίκους, το ΚΚΚ ευθυγράμμισε την προπαγάνδα του με αυτό που η Elizabeth Perry χαρακτήρισε ως «εργασία μέσω συναισθημάτων». Μέσα από τεχνικές, όπως η «πικρία της ομιλίας», η «μεταρρυθμιστική σκέψη», η «καταγγελία» και η «κριτική-αυτοκριτική», επιτάχυνε τη συναισθηματική ένταση της προπαγάνδας του μέσω τιμωρίας και δυναμικών εκστρατειών.
5. Επαναστάσεις κατά της κοινωνικοοικονομικής καθυστέρησης
Τόσο η όψιμη αυτοκρατορική Ρωσία όσο και η δημοκρατική Κίνα (1911-1949) ήταν οικονομικά καθυστερημένες αγροτικές αυτοκρατορίες – η Κίνα ήταν πολύ πιο πίσω από τη Ρωσία – όπου οι μάζες του πληθυσμού ήταν αγρότες, οι περισσότεροι από τους οποίους έζησαν έντονη φτώχεια. Αν και αγροτικές οικονομίες, οι δύο αυτοκρατορίες ήταν πολύ διαφορετικές. Αν πρέπει να επισημανθεί μια ομοιότητα, δεν είναι το γεγονός ότι και τα δύο καθεστώτα κινητοποιήθηκαν από την επιθυμία εγκαθίδρυσης του σοσιαλισμού, αλλά από το γεγονός ότι αμφότερα τα καθεστώτα καθοδηγούνταν από την αποφασιστικότητα τους να ξεφύγουν από την οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική καθυστέρηση, και να φτάσουν τον καπιταλιστικό κόσμο. Αυτό ήταν ένας στόχος που συμμεριζόταν τόσο το καθυστερημένο αυτοκρατορικό καθεστώς στη Ρωσία όσο και η εθνικιστική κυβέρνηση του Chiang Kai-shek μετά το 1928. Είναι αλήθεια ότι κάθε καθεστώς εκβιομηχάνισε, κολεκτιβοποίησε τη γεωργία και εκσυγχρονίστηκε στρατιωτικά, στο πλαίσιο του «σοσιαλισμού σε μια χώρα».
Δεν είπα κάτι για τον ρόλο της ιδεολογίας, τις διαφορές ανάμεσα στο λενινισμό και το σταλινισμό, το ρόλο των περιστάσεων, όπως η ξένη στρατιωτική παρέμβαση και ο οικονομικός αποκλεισμός, ή για το ρόλο της πολιτικής ηγεσίας και των πολιτικών επιλογών, τα συναφή στοιχεία της έκτακτης ανάγκης και των απρόβλεπτων περιστάσεων που διαμόρφωσαν την ανάπτυξη της Σοβιετικής Ένωσης και της ΛΔΚ. Μια πλήρως συγκριτική ιστορία θα πρέπει να αντιμετωπίσει όλα αυτά τα περίπλοκα και αμφιλεγόμενα ζητήματα. Ωστόσο, ελπίζω ότι έδωσα τροφή για σκέψη, χωρίς να θέλω να πω την τελευταία λέξη για τη συγκεκριμένη θεματική.
Ο Steve Smith είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης
Μετάφραση: Βασίλης Ρόγγας
Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από τη διάλεξη που έδωσε ο Steve Smith στο Μέγαρο Μουσικής, στις 31 Ιανουαρίου 2019
Πηγή: Η Αυγή