Οι εκλογές είναι ζήτημα επικοινωνιακής τεχνικής, τάιμινγκ ή είναι θέμα πολιτικής εργασίας, πολιτικής παραγωγής; Είναι θέμα πόζας και επιμέλειας προφίλ, ή μεταρρυθμιστικής δουλειάς στο διοικητικό πεδίο, στο (εξαιρετικά προβληματικό) αυτοδιοικητικό σύστημα, στο μεταναστευτικό μέτωπο, στο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής κ.λπ.;
Έχουν σημασία τα ερωτήματα, υπό το κράτος που συνήθως καταλαμβάνει τους διαδρομιστές ή τους διορισμένους, όταν πλησιάζουν εκλογές; Καμία απάντηση, γιατί δεν υφίσταται ερώτηση. Είναι απλό: Μόλις μπαίνουμε σε προεκλογική φάση, χαλούν οι σχέσεις. Ψυχραίνονται. Προσέχει ο ένας τον άλλο τι λέει, συγκρατούνται, φροντίζει ο καθένας την επόμενη μέρα.
Όταν μπήκαμε στην υπαρξιακή κρίση του θέρους του 2015, έσκασαν όλα τα μέτωπα. Πρόσφυγες, κοινωνικές δομές σε κατάρρευση, τρομοκρατικές δημοσκοπήσεις, κανένας μηχανισμός σε λειτουργία. Κυκλώματα κατέβαζαν ρολά, δεν δούλευε τίποτα. Τότε άρχισε να γίνεται κατανοητό στον άσχετο ΣΥΡΙΖΑ πόσο σημαντικό πράγμα είναι η καλή διοικητική λειτουργία (να πηγαίνει ο πολίτης και να κάνει τη δουλειά του, να μη καταρρέουν τα συστήματα), πόσο πολύτιμη είναι μια αυτοδιοίκηση ανεξάρτητη που έχει μπέσα, ηθική, που δεν είναι απλός μηχανισμός διεκδίκησης χρημάτων ή εξυπηρέτησης άθλιων μικροσυμφερόντων.
Τότε το 2015, στην ιστορική κόψη αυτού του ξυραφιού, είχαν άγχος τα παιδιά των διαδρόμων. Θα πέσει η κυβέρνηση; Δηλαδή: «Εμείς τι θα κάνουμε;», Σόιμπλε, δηλώσεις, διαρροές, μια απέραντη τηλεοπτική διάρροια. Συνεχείς καλύψεις, απέραντες συλλογές δηλώσεων «αξιωματούχων» και εκτιμήσεις για επιπτώσεις. Έπαιρνε ο ένας διαδρομιστής τον άλλον τηλέφωνο «έμαθες τίποτα;» άσε θα πάρω τον μεγάλο και θα σου πω. Π…τσες. Δεν ήξεραν τίποτα, είχε μπλοκάρει ο εγκέφαλός τους, δεν μπορούσαν να σκεφτούν να δράσουν. Χεσμένοι και ανταγωνιστικοί.
Πέρασε κι αυτό. Φάγαμε το Μνημόνιο, τη λάσπη του «δεξιού», τις μοναχικές τηλεοπτικές μάχες, υπερασπιζόμενοι τι; Αυτό που μας ματαίωνε, αλλά που ήταν το απολύτως και μοναδικά (μοναχικά) δυνατόν.
Τι τα θυμάμαι όλα αυτά; Γιατί ανακαλώ τα «αστέρια» των διορισμένων; Την αγωνία για το πώς θα σου μιλήσουν οι παλιοί σύντροφοι; Την κόλαση τού να επιζείς σε ένα κανάλι με υβριστές; Δεν επιθυμώ να τα θυμάμαι, αλλά σιγά – σιγά τα φέρνει στην επιφάνεια η συγκυρία. Μόλις ξημέρωσε η καινούργια εκλογική χρονιά, αναδύθηκαν όλα. Ομάδες «δικοί μας», ανασφάλειες, πίκρες, αυτοσυντήρηση. Διαρροές για ανεπιθύμητους, άτυπες διαγραφές, περιθωριοποιήσεις. Σκληρό παιχνίδι η ανασφάλεια.
Όταν βρεθήκαμε μετά την αποχώρηση της ανανεωτικής πτέρυγας το 2010, στη έρημη «Σαρρή», άρχισαν μερικοί από τους ελάχιστους εναπομείναντες συντρόφους, να μυκτηρίζουν ή να κατηγορούν. Πρότεινα σιωπή. Πρέπει ο άλλος να έχει το συναισθηματικό περιθώριο να αλλάξει την απόφασή του, να γυρίσει σπίτι. Κι εσύ να έχεις την ευρυχωρία να ξανασυναντηθείς μαζί του. Αυτή η ανοικτότητα εξασφαλίζει την αντοχή σε ένα κόμμα του οποίου η μόνη οργανωτική αποτελεσματικότητα είναι στην εξασφάλιση των «δικών μας» και την απολάκτιση των «άλλων».
Ξανακερδήθηκαν πολλά με κόπο. Ξαναμιλάμε με τους συντρόφους της άλλης πλευράς, ευτυχώς. Μαζί ξαναβλέπουμε πάνω από τα σύννεφα. Το ζητούμενο είναι να μη χάνεται καμιά ευκαιρία. Π.χ., η ανασυγκρότηση του «Καλλικράτη» με πολλές δεκάδες νέων δήμων στην Αριστερά (υπάρχει ένα μεγάλο κίνημα αποκατάστασης των προβλημάτων που δημιούργησε η προβληματική αυτοδιοικητική συγχώνευση) είναι μοναδική ευκαιρία. Αν δεν την πάρουμε θα ενισχύσουμε ουσιαστικά τη διαφθορά που έχει πολυετώς, κτιστεί, αλλά θα πριμοδοτήσουμε και τους υβριστές μας. Και για τα δυο θα ζητηθούν ευθύνες. Μη χάνουμε ευκαιρίες γιατί φοβόμαστε. Θυμηθείτε το 2015. Εκφράσαμε το συλλογικό φαντασιακό και κερδίσαμε. Το ίδιο πρέπει να πράξουμε τώρα. Μεταρρύθμιση, τόλμη, νίκη. Το αντίθετο θα φέρει συντριβή. Και αυτό θα επηρεάσει και τις εθνικές εκλογές. Και θα είναι ασυγχώρητο.
Δημήτρης Σεβαστάκης
Πηγή: Η Αυγή