Στο δεύτερο μέρος του άρθρου του για τα «κίτρινα γιλέκα» και τις αιτίες που προκάλεσαν αυτό το πρωτότυπο κίνημα, ο γνωστός γάλλος φιλόσοφος διερευνά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η εμφάνιση των «κίτρινων γιλέκων» στην κοινωνική και πολιτική ζωή της Γαλλίας, θα μπορούσε να αφήσει ανεξίτηλα και σημαντικά για τη γαλλική δημοκρατία ίχνη.
Τα «κίτρινα γιλέκα», για να μην περιπλέξουμε αχρείαστα το συλλογισμό μας, θα έλεγα ότι ενσαρκώνουν και καταγγέλλουν τη γενικευμένη επισφάλεια της εργασίας και των μέσων διαβίωσης, η οποία προσβάλλει σήμερα εκατομμύρια Γάλλους ή μετανάστες κάθε μορφωτικού επιπέδου και κάθε περιοχής (με εξαίρεση, προφανώς, των «καλών διαμερισμάτων»), καθώς συμπιέζονται μεταξύ δύο χαρακτηριστικών του νεοφιλελευθερισμού που έχουν βαριές συνέπειες, τα οποία βασίζονται στην εφαρμογή του «ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού»: από τη μια μεριά «ο νέος νόμος για συμπίεση των μισθών», άμεσων και έμμεσων (συμπεριλαμβανομένων προφανώς των συντάξεων), στην οποία συμβάλλουν η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογική εξέλιξη, καθώς και η αποδυνάμωση των συνδικαλιστικών οργανώσεων· από την άλλη, η επιταχυνόμενη επέκταση των «χειρονακτικών» ή «διανοητικών» θέσεων εργασίας, που δεν εξαρτώνται από επιχειρήσεις συνδεδεμένες τοπικά με ένα σημείο, αλλά από ηλεκτρονικές πλατφόρμες, οι οποίες θεσμοθετούν ένα μέχρι θανάτου ανταγωνισμό ανάμεσα στα άτομα (που βαφτίζονται «αυτοαπασχολούμενοι επιχειρηματίες»). Αυτές οι δύο τάσεις συγκλίνουν και οι εργάτες ή οι υπάλληλοι των πόλεων, των προαστίων και της υπαίθρου, οι οποίοι δεν έχουν φτάσει ακόμα στο έσχατο σημείο, βλέπουν πια ότι δεν θα το αποφύγουν, παρά το γεγονός ότι ο επίσημος λόγος αναγγέλλει την είσοδο σε έναν εξατομικευμένο παράδεισο του «start-up έθνους».
Αλλά εκτός από την κοινωνικο-οικονομική αντιπροσωπευτικότητα υπάρχει και η πολιτική αντιπροσωπευτικότητα η οποία δίνει και όλη την πρωτοτυπία στο κίνημα των «κίτρινων γιλέκων»: βλέποντας ότι δεν υπάρχει ή έχει χάσει σημαντικό μέρος της αξίας της η πολιτική αντιπροσώπευση, τα «κίτρινα γιλέκα» πρότειναν μια συγκυριακή εναλλακτική της πολιτικής, που βασίζεται στην αυτο-αντιπροσώπευση (και συνεπώς την προσωπική παρουσία) των «αγανακτισμένων» πολιτών στο δημόσιο πεδίο, με την υποστήριξη και την τεχνική βοήθεια των «δικτυακών» μέσων επικοινωνίας.
Η εναλλακτική αυτή είναι αξιοσημείωτη γιατί επινοεί ένα νέο τρόπο συνάρθρωσης της τοπικής αλληλεγγύης, της συνάθροισης, με τη σύγκλιση σε εθνική κλίμακα, παρότι αυτός ο στόχος γεννά επίσης εντάσεις (βλέπε το επεισόδιο με τις απειλές εναντίον της αντιπροσωπίας που είχε προταθεί, για να συναντήσει τον πρωθυπουργό). Ανάμεσα σε αυτές τις δύο αντιπροσωπευτικότητες, την αντιπροσωπευτικότητα στο πλαίσιο των κοινωνικών εξελίξεων και την πολιτική αντιπροσωπευτικότητα της άμεσης δράσης και του μη κωδικοποιημένου λόγου (που ιδίως συνεπάγεται αποστάσεις από τους εκλογικούς μηχανισμούς, και από τα απλά οργανωμένα μέλη, παρότι θα μπορούσαν αυτά να συμβάλουν σαν υποστηρικτές ή εκπρόσωποι), υπάρχει προφανώς ένα είδος συντονισμού, μια παράλληλη κίνηση, που δεν πρέπει, ωστόσο, να βιαστούμε να την μεταφράσουμε σε μια νέα «ουσία» της συλλογικής υποκειμενικότητας, υπό τον τίτλο είτε του «πλήθους» είτε του πληβειακού «λαού». Νομίζω ότι πρέπει να την θεωρήσουμε σαν το σύμπτωμα και το δυνητικό παράγοντα μιας εξαιρετικής συγκυρίας, η οποία εξελίσσεται ταχύτατα και μπορεί να αποδειχθεί δημιουργική, αν συγκεντρωθούν ορισμένοι όροι.
Τρεις όροι: πρώτον, σύγκλιση
Πολλοί είναι οι όροι στην πραγματικότητα. Γιατί αυτό το κίνημα είναι ταυτόχρονα ισχυρό, εξαιτίας της υποστήριξης που έχει, αλλά και εξαιτίας της απελπισίας, του νεοτερισμού του, της στρατηγικής διάστασης ως διπλού «προβλήματος», καθώς λειτουργεί ως αιτία και ως ξέσπασμα: φορολογική αδικία, αντίθεση μεταξύ οικονομίας και οικολογίας. Επίσης, είναι εύθραυστο, όπως είναι κάθε εξέγερση που στηρίζεται στην ανθεκτικότητα των ατόμων: δεν υπάρχει οργάνωση που να εξασφαλίζει τα μετόπισθεν, ενώ εναντίον της θα ενωθούν σιγά-σιγά οι προνομιούχες τάξεις, μεγάλη μερίδα των μίντια και, κυρίως, ο κρατικός μηχανισμός. Με ποιους όρους μπορεί να έχει διάρκεια, δηλαδή να νικήσει, καθώς η ίδια της η ύπαρξη είναι το διακύβευμα της μάχης; Χωρίς να αποκλείω άλλους, θα έλεγα ότι είναι τρεις: σύγκλιση με άλλα κινήματα, λιγότερο πρωτότυπα, αλλά όχι λιγότερο αντιπροσωπευτικά· πολιτισμένη συμπεριφορά, ή ικανότητα αντίστασης στην εμπλοκή σε μια μιμητική βία εναντίον του κράτους· τέλος, και κυρίως, ανάδυση μιας πολιτικής ιδέας, η οποία επεκτείνει τη συγκυριακή επινοητικότητα πιάνοντας ρίζες μέσα στους θεσμούς, για να προσφέρει έτσι στο κίνημα την ικανότητα μιας «αντι-εξουσίας».
Το ζήτημα της σύγκλισης προφανώς είναι αποφασιστικής σημασίας, τόσο όσον αφορά τη διάρκεια όσο και την αποτελεσματικότητα. Πρέπει να την διακρίνουμε, ταυτόχρονα, από το απλό φαινόμενο της στάσης της κοινής γνώμης (ή, όπως λένε οι δημοσκόποι, της συμπάθειας, δηλαδή της αλληλεγγύης) και μιας ιστορικής σύντηξης των κινημάτων αντίστασης με το όραμα μιας νέας κοινωνίας, είτε με τη μορφή μια οργάνωσης που αναδύεται είτε, αντίθετα, με τη μορφή της «επερχόμενης επανάστασης», που αποκρυσταλλώνεται άναρχα γύρω από μια γενική δύναμη άρνησης ή κατάργησης. Από μια άλλη πλευρά, όμως, πρέπει να δούμε ότι η πιθανότητα αυτής τής σύγκλισης κρατάει τα κλειδιά μιας αλλαγής σε βάθος στους συσχετισμούς δύναμης και στις σχέσεις εξουσίας στους κόλπους τής κοινωνίας μας. Χωρίς αυτήν, όσο ισχυρά κι αν είναι τα κίνητρα του κινήματος των «κίτρινων γιλέκων» και οι αιτίες που το γέννησαν, κινδυνεύει να βρεθεί σε απομόνωση, που μπορεί να έχει διττό αποτέλεσμα: απογοήτευση και ριζοσπαστικοποίηση, με συνέπεια να εκμηδενιστεί η πολιτική ικανότητά του.
Η σχέση με τα άλλα κινήματα
Όμως, το να σκεφτόμαστε μια πιθανή σύγκλιση, εν τη γενέσει, απαιτεί σήμερα φρόνηση ως προς τις διατυπώσεις και ταυτόχρονα ένα άνοιγμα ως προς την κατεύθυνση του γεγονότος και του απρόβλεπτου που το χαρακτηρίζει. Από τη μια, θα έλεγα ότι χρειάζεται μια συμβατότητα ανάμεσα σε ετερογενείς απαιτήσεις και εκφράσεις, η οποία δεν είναι εγγυημένη, γιατί δεν υπάρχει παρά μια αυθόρμητη «κοινότητα» κοινωνικών αιτημάτων (απέναντι σ’ έναν «ενιαίο αντίπαλο», όπως είναι το νεοφιλελεύθερο τέρας), και, κυρίως, υπάρχουν κάθε είδους εν δυνάμει συγκυριακές αντιθέσεις εντελώς πραγματικές μεταξύ των διαφορετικών λογικών (ένα καλό παράδειγμα είναι η σύγκρουση ανάμεσα στα σχέδια για την αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης του πλανήτη και την απαίτηση για φθηνά καύσιμα προς μαζική κατανάλωση). Και, από την άλλη, χρειάζεται αναγνώριση, παραδοχή της διαφορετικότητας των συνθετικών μερών της «λαϊκής» προσδοκίας, ώστε να εξασφαλίζεται ο κοινωνικός και πολιτικός εκδημοκρατισμός, που επιτρέπει το διάλογο, δηλαδή τη διαπραγμάτευση ανάμεσά τους, διατηρώντας, όμως με κάθε τίμημα τη μοναδικότητα της ιδιαίτερης προέλευσης και της ιδιαίτερης φωνής τους.
Έτσι μπορούμε να μιλήσουμε, με τη γκραμσιακή ορολογία, για τη σύσταση ενός «ιστορικού συνασπισμού» και για «ανατροπή ηγεμονίας». Όμως, με κανένα τρόπο δεν πρέπει να περάσουμε στην αντίληψη της «αλυσίδας ισοδυνάμων» που έχουν στο νου τους οι οπαδοί τού «αριστερού λαϊκισμού» που τους εμπνέει η σκέψη του Ερνέστο Λακλάου, οι οποίοι θέλουν να μεταφράσουν όλα τα αιτήματα σε μία και μοναδική γλώσσα κατάλληλα εξιδανικευμένη. Γιατί το αποτέλεσμα θα είναι, όπως έχει πει με σαφήνεια η Σαντάλ Μουφ, να τονίζεται η δύναμη των συναισθημάτων σε βάρος της λογικής σκέψης, καθώς και η ανάγκη ενός ηγέτη. Πράγμα που, όπως βλέπουμε, ελάχιστα αντιστοιχεί στις βλέψεις του κινήματος.
Απέναντι στο λαϊκισμό
Θα διακινδύνευα πάλι τη διατύπωση που χρησιμοποίησα πριν από μερικά χρόνια, τη στιγμή της εξέγερσης των ελλήνων πολιτών κατά των υπαγορεύσεων της ευρωπαϊκής τρόικας: μάλλον για έναν αντι-λαϊκισμό θα έπρεπε να μιλάμε, σε απόσταση από την αντιλαϊκή ολιγαρχική πολιτική και τους ιδεολογικούς λαϊκισμούς της αριστεράς ή της δεξιάς. Αυτό που βλέπουμε στη σημερινή συγκυρία, είναι η τεράστια ελκτική αξία ενός διεκδικητικού και εξεγερσιακού κινήματος, που επαναφέρει στην ημερήσια διάταξη την ιδέα της ιδιότητας του ενεργού πολίτη. Από την άλλη, παρατηρούμε την ακραία ανισότητα των αποτελεσμάτων που προκαλεί στην έκφραση άλλων αιτημάτων δικαιοσύνης, ισότητας και χειραφέτησης.
Στα θετικά χωρίς δισταγμό το γεγονός ότι οι «πορείες για το κλίμα» στις 8 Δεκεμβρίου όχι μόνο δεν επηρεάστηκαν αρνητικά από τη χρονική σύμπτωση με τη διαδήλωση των «κίτρινων γιλέκων», αλλά επωφελήθηκαν από αυτή. Με πολύ λιγότερη σιγουριά μπορώ να μιλήσω για τις πιθανές συγκλίσεις με τον, εργατικό ή αγροτικό, συνδικαλισμό, καθώς αυτό που βλέπω είναι μάλλον η ιστορική κρίση του, το συνώνυμο της προγραμματισμένης εξαφάνισης του.
Αυτό που θα σημείωνα σαν το μεγάλο και ίσως αποφασιστικό άγνωστο της εξίσωσης, είναι το ερώτημα εάν και πώς θα μπορούσε να υπάρξει σύγκλιση ανάμεσα στο κίνημα των «κίτρινων γιλέκων» και της δυνητικής εξέγερσης της νεολαίας των προαστίων, όπου κυριαρχεί η ανεργία, ο οικιστικός και σχολικός αποκλεισμός, η απουσία κοινωνικών υπηρεσιών και ο ρατσισμός του κράτους. Το κίνημα χωρίστηκε όσον αφορά την τακτική απέναντι στη βία κατά των «κίτρινων γιλέκων»: ένα τμήμα (με τη συλλογικότητα «Rosa Parks») ήθελε να διατηρήσει την ανεξαρτησία, για να δείξει ότι η φυλετική καταπίεση δεν ανάγεται σε κάτι άλλο, ενώ ένα άλλο (με την επιτροπή «Adama) προτίμησε να καλέσει αμέσως σε συγχώνευση των κινημάτων και αλληλοδιείσδυση. (…)
Το ζήτημα της βίας
Δεν μπορεί να πει κανείς πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Η σύγκλιση, πάντως, είναι ένα πρόβλημα, δηλαδή ταυτόχρονα ένας ορίζοντας δυνατοτήτων και ένας κόμβος αντιθέσεων, κάθε μία από τις οποίες μπορεί να αξιοποιηθεί από τους αντιπάλους για τη διάλυση της υποστήριξης του κινήματος.
Πρέπει τώρα να έρθουμε στο ζήτημα της βίας. Η κύρια, η πανταχού παρούσα βία, την οποία πρέπει να ελπίζουμε ότι οι συμπολίτες μας δεν θα συνηθίσουν, είναι η αστυνομική και δικαστική βία. Βασίζεται στα φασίζοντα στοιχεία της αστυνομίας ή τα ενθαρρύνει. Επιχειρεί ετούτη τη στιγμή να δημιουργήσει γύρω από μια νέα διαδήλωση των «κίτρινων γιλέκων» μια ατμόσφαιρα φόβου, μια αίσθηση αναμονής συγκρούσεων και καταστροφών.
Υπάρχει ένα θεμελιώδες ζήτημα στρατηγικής και τακτικής. Χωρίς περιστροφές, πιστεύω ότι η συμμετρία μιας κρατικής βίας και μιας «λαϊκής» αντι-βίας είναι μια θανάσιμη παγίδα, από την οποία με κάθε τίμημα πρέπει να βρεθεί συλλογικά ένα τρόπος να απαλλαγούμε. Δεν είναι στο χέρι αποκλειστικά τού κινήματος, αλλά το κίνημα οφείλει να κάνει μια επιλογή, όπως και όποιος μετέχει στο κίνημα. Ακούω και κατανοώ την επιχειρηματολογία, που λέει ότι χωρίς ένα κύμα βίας η εξουσία δεν θα συνειδητοποιήσει με τι έρχεται αντιμέτωπη.
Όμως, παρατηρώ ότι το αποφασιστικό στοιχείο δεν ήταν η ίδια η βία, αλλά το γεγονός ότι αυτή επέφερε μείωση της υποστήριξης της κοινής γνώμης προς το κίνημα. Το φαινόμενο αυτό είναι εντελώς συγκυριακό, δεν έχει στοιχεία διάρκειας ή κεκτημένου. Επίσης, ακούω και κατανοώ τη συγκεκριμένη ανάλυση, που δείχνει ότι οι επιθέσεις εναντίον των αστυνομικών ή οι λεηλασίες δεν είναι έργο αποκλειστικά των οργανωμένων «μπαχαλάκηδων» ή παραβατικών ατόμων, αλλά μετέχουν σ’ αυτές διαδηλωτές, που η συσσώρευση ταπεινώσεων και πληγμάτων τούς έχει προκαλέσει «δίκαιη» οργή κατά των εκπροσώπων και των συμβόλων μιας άδικης κοινωνίας.
Αυτούς ακριβώς στιγμάτισε ο Μακρόν στην ομιλία του, θέλοντας να τους ξεχωρίσει από τον καλό λαό. Παρόλα αυτά, η θεωρία που θέτει μια αντιστοιχία ή μια «δομική» βία και την πολιτική ή «επαναστατική» βία, που εκθειάζεται και είναι προμελετημένη, ωσάν η δεύτερη να ήταν όχι μόνο η ρεβάνς εναντίον της πρώτης, αλλά και ένας τρόπος για να σταματήσει εκείνη, είναι μια θεωρία ιστορικά λανθασμένη και πολιτικά επικίνδυνη. Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ είχε γράψει: «υπάρχει κάτι χειρότερο από το να κλέψεις μια τράπεζα: να την ιδρύσεις». Στη σημερινή συγκυρία ακούγεται σαν φράση χωρίς νόημα. Οι τράπεζες καγχάζουν όταν βλέπουν ένα υποκατάστημα χτυπημένο, ενώ οι πολίτες όλοι έχουν ένα τραπεζικό λογαριασμό, συχνά τρεχούμενο με χρεωστικό υπόλοιπο.
Η φυσική βία ως αντι-βία, αντικρατική ή αντικαπιταλιστική δεν δημιουργεί ευνοϊκό συσχετισμό δύναμης, ακόμη λιγότερο «επαναστατική συνείδηση». Αντίθετα, παραχωρεί την τελική απόφαση στις κροτίδες, τα δακρυγόνα, ίσως και στα τεθωρακισμένα. Σε άλλες εποχές έχει προκαλέσει κινήματα συμπάθειας, και δεν εννοώ εδώ καταστάσεις όπως των αντιαποικιακών αγώνων ή των απελευθερωτικών κινημάτων. Όμως, στη συγκεκριμένη στιγμή και στο συγκεκριμένο τόπο βλέπω να υπάρχουν τρία μειονεκτήματα απόλυτα ακυρωτικά: πολύ γρήγορα θα διαμορφωθεί ένας παράγοντας αποξένωσης, που η εξουσία μπορεί να εκμεταλλευτεί, κυρίως όταν σ’ αυτόν προστίθενται οικονομικές δυσκολίες που αποδίδονται στο κίνημα· η σύγκρουση θα έχει την τάση να τοποθετηθεί στο έδαφος της αποδοχής ή της απόρριψης «του κράτους», ενώ δεν είναι σε καμιά περίπτωση αυτό το διακύβευμα· τέλος, θα ευνοηθεί η προσέγγιση των εξτρεμιστών της δεξιάς και της αριστεράς, με το πρόσχημα ότι «ο εχθρός του εχθρού μου» δεν μπορεί να είναι εχθρός μου». Νομίζω ότι το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων», βαθύτατα κίνημα πολιτών, πρέπει να διατηρήσει το προνόμιο της πολιτισμένης συμπεριφοράς ή της αντι-βίας, όσο δύσκολο κι αν φαίνεται μερικές φορές αυτό σε ορισμένους από αυτούς που συμμετέχουν στο συγκεκριμένο κίνημα ή στους υποστηρικτές του, και όσο κι αν επινοηθούν στρατηγικές προκλήσεων εναντίον του. Το θέμα δεν είναι να παραδοθούμε στον εκβιασμό του χάους, να καλλιεργηθεί ο φόβος στους κόλπους του κινήματος, αλλά να διαμορφώσουμε μια δύναμη και μια διανοητική ικανότητα ανώτερες από τους χειρισμούς, γιατί αυτό χρειάζεται σήμερα, προκειμένου να ανοιχτούν μεγάλες στρατηγικές δυνατότητες.
Αναζητώντας μια πολιτική ιδέα
Αλλά για το σκοπό αυτό χρειάζεται επίσης να διαμορφωθούν γρήγορα πειστικές προοπτικές συλλογικής δράσης, μια δημόσια συζήτηση, ακόμη και αντιπαράθεση ανάμεσα στις διάφορες τάσεις, δηλαδή τις διάφορες ιδεολογίες που δρουν μέσα στο κίνημα. Να συναντηθούν με άλλες κοινωνικές απαιτήσεις και να οικοδομηθούν συσχετισμοί δύναμης μέσα στους θεσμούς. Προοπτικές αυτού του είδους δεν βρίσκονται στις ερχόμενες εκλογές, όπου θα δούμε να κερδίζει έδαφος η άκρα δεξιά, πόσο μάλλον που είναι «ευρωπαϊκές» εκλογές. Ανάγονται σε μια ριζική δημοκρατική ώθηση, που προφανώς είναι παρούσα στην καρδιά του κινήματος των «κίτρινων γιλέκων»: είναι αυτό που ονόμασα πιο πάνω εναλλακτική στην εξαφάνιση της πολιτικής. Αλλά μια ώθηση δεν αρκεί, έχει ανάγκη από συνεχή ανάπτυξη και συνεπώς από μια πολιτική ιδέα, με την έννοια της κατανόησης των καταστάσεων, της ευκαιρίας που δίνεται, των μοχλών που πρέπει να πιαστούν. Ας την αναζητήσουμε, λοιπόν, ή, καλύτερα, ας ακούσουμε μήπως σε όσα κυκλοφορούν, έχει ήδη ειπωθεί, το όνομά της.
Δύο λέξεις, από αυτή την άποψη, χτυπούν το κέντρο του στόχου: Συντακτική Εθνοσυνέλευση, που για τον καθένα σημαίνει τη μεγάλη ιστορική στιγμή της συγκρότησης του λαού ως πολιτικού υποκειμένου απέναντι στα προνομιούχα στρώματα (στμ. Αναφέρεται στη Γαλλική Επανάσταση του 1789). Προφανώς, η σύγκριση ανάμεσα σ’ εκείνη την κατάσταση και στη σημερινή τους επιτρέπεται γιατί υπάρχουν αναλογίες της σημερινής προεδρικής εξουσίας με τη μοναρχική παράδοση. Δεν φοράμε το «αρχαίο ένδυμα», όπως έχει πει ο Μαρξ, για να χρησιμοποιήσουμε την κίνηση των μαζών σαν μια φανταστική οθόνη, πάνω στην οποία προβάλλεται η επαναστατική επιθυμία. Βρισκόμαστε, μάλλον, μπροστά σε μια σύγκρουση ανάμεσα στα δύο άκρα του μεγάλου κύκλου που έχουν διατρέξει στη σύγχρονη εποχή οι φιλελεύθεροι θεσμοί, η οποία σημαδεύει κάθε φορά τη διεύρυνση των απαιτήσεων και της ίδιας της μορφής που παίρνει η συμμετοχή στις δημόσιες υποθέσεις.
Αυτό που μου φαίνεται ιδιαίτερα ενδιαφέρον σ’ αυτή την ιδέα, είναι ότι διατυπώθηκε σε σχέση με τη φορολογική δικαιοσύνη (και, κατά συνέπεια, σε σχέση με το βιοτικό επίπεδο και τις κοινωνικές παροχές), τόσο το «κέντρο» όσο και στην «περιφέρεια», από διανοούμενους, πολιτικούς και από τα «κίτρινα γιλέκα» (στη Βρετάνη). Καλλιεργεί την ιδέα μια συλλογικής διαδικασίας συγκρότησης από τα κάτω με την απαίτηση να υπάρξει μια απόληξη σε εθνική κλίμακα, μια νέα κυβερνησιμότητα ως προς τις οικονομικές και δημοσιονομικές αποφάσεις, που δεν θα βάζει τους πολίτες μπροστά στο δίλημμα να υπομένουν ό,τι τους επιβάλλεται ή να εξεγείρονται. Άλλες εξίσου εποικοδομητικές πρωτοβουλίες χρησιμοποιούν μια άλλη γλώσσα, όπως τα «κίτρινα γιλέκα» τον Κομερσί, που μιλούν για συνελεύσεις ή λαϊκές επιτροπές, και, συνεπώς, δίνουν βάρος όχι στη διεύρυνση των αιτημάτων ή στην κυβερνησιμότητα, αλλά στην άμεση τοπική δημοκρατία και στη βιωμένη εμπειρία ισότητας. Ή όπως κάνουν στη βιωμένη εμπειρία ισότητας. Ή όπως κάνουν στο Σεν Ναζέρ, όπου στο «Σπίτι του Λαού» οργανώνονται με αυτοδιαχείριση οι πρωτοβουλίες του κινήματος, που απηχούν τη μακρά και ηρωική ιστορία των εργατικών αγώνων και της αυτονομίας. Είναι αντιφατικά όλα αυτά; Δεν πρόκειται να απαντήσω χωρίς να ωριμάσουν όλα αυτά και να τα σκεφτώ σοβαρά, αν και έχω την τάση να βλέπω μάλλον μια συμπληρωματικότητα παρά μια δυσαρμονία. Θα δούμε, σίγουρα, πώς θα εξελιχθεί το κίνημα.
Πιστεύω ότι όλα αυτά εκφράζουν την τάση να πάρει ο κόσμος συλλογικά το λόγο, καθώς και τη θέληση να βγει από μια «κατώτερη» θέση στην κοινωνία και στην πολιτική ζωή. Αυτά, όμως, έχουν ανάγκη από μια αγκύρωση θεσμική, προκειμένου να οικοδομηθεί αποτελεσματικά μια αντι-εξουσία απέναντι στο τεχνοκρατικό μονοπώλιο, που θωρακίζεται με την επίκληση των ειδικών οικονομικών γνώσεων, της λαϊκής δύναμης και της δικαστικής νομιμοποίησης. Αυτή η ιδέα μου φαίνεται πως είναι σε μεγάλο βαθμό όμοια με την ιδέα του Νέγκρι, με τη διαφορά ότι δεν μιλάω για «δυαδική εξουσία», αλλά για αντι-εξουσία: δεν βρισκόμαστε στο 1917 και σίγουρα δεν πρόκειται να βρεθούμε ποτέ. Το να βρεις ένα τρόπο να αγκυρωθείς θεσμικά, δεν σημαίνει ότι «επιστρέφεις» στη στάνη των θεσμών.
Κομβικός ρόλος των Δήμων
Αντίθετα, μπορεί να σημαίνει ότι αδράχνεις μια πιθανότητα που προσφέρεται. Θα μπορούσε, λοιπόν, να πάρει αυτή η τάση συγκεκριμένη μορφή ανοίγοντας μια διαλεκτική της αυτο-αντιπροσώπευσης και της κυβερνησιμότητας, αν οι Δήμοι (αρχίζοντας από αυτούς που δείχνουν μεγαλύτερη ευαισθησία) αποφάσιζαν να ανοίξουν τις πόρτες τους στην τοπική οργάνωση του κινήματος και δήλωναν ότι είναι έτοιμοι να προωθήσουν τα αιτήματα και τις προτάσεις του στην κορυφή του κράτους. Η νομιμοποίηση των αυτοδιοικητικών αρχών στη Γαλλία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν, όσο έχουμε Δημοκρατία. Και η στρατηγική λειτουργία τους στην επικοινωνία εξουσίας και πολιτών (επομένως και πολιτών και εξουσίας), από τη στιγμή που το Κοινοβούλιο δεν είναι παρά μια αίθουσα όπου καταγράφονται εν είδει προφορικών διενέξεων οι αντιπαραθέσεις κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, δεν μπορεί να μην αναγνωριστεί και από τον πρόεδρο της δημοκρατίας. Στην πραγματικότητα, δυνάμει βρίσκονται στην καρδιά αυτής της κατάστασης πρόσωπο με πρόσωπο, καθώς η μόνη δημοκρατική παραχώρηση που έκανε ο πρόεδρος, ήταν να ανακοινώσει ότι θα συναντήσει, πηγαίνοντας από περιοχή σε περιοχή, τους δημάρχους της Γαλλίας, που «στηρίζουν τη Δημοκρατία επί του πεδίου», για να συλλέξει, με τη μεσολάβησή τους, τα «αιτήματα» των πολιτών… Αλλά οι δήμαρχοι είναι αυτό ακριβώς που θέλουν οι πολίτες, ή αυτό που τους ζητούν να είναι. Και δεν υπάρχει κανένας λόγος, στην καρδιά μια κοινωνικής κρίσης όπου η ευθύνη ενός πολιτικού ηγέτη εμφανίζεται εκρηκτική, να περιμένουμε να υπαγορεύσει ο ίδιος τους τρόπους, τη στιγμή και τα όρια αυτής της διαβούλευσης, την οποία έχει ανάγκη για να νομιμοποιηθεί. Αντίθετα, πρέπει ο «φυσικός» τόπος όπου εκφράζεται η ενεργός ιδιότητα του πολίτη, όπου εξ αρχής και κατ’ αρχήν η συντακτική εξουσία (ο λαός) και οι συντεταγμένες εξουσίες (οι εκλεγμένοι της βάσης) μπορούν να αλλάξουν θέσεις και μέσα, να αποκτήσουν αυτονομία και να διεκδικήσουν τις προνομίες τους.
Έτσι, αυτή η κατάσταση πρόσωπο με πρόσωπο, που θέλησαν με κάθε τίμημα να αποφύγουν, θα επιβληθεί εκ των πραγμάτων. Αυτό είναι που η δημοκρατία επινοεί και μπορεί να εξασφαλίζει, στο κάτω κάτω της γραφής: ότι μια κατάσταση, ένα καθεστώς μπορεί να αλλάξει (…) Όλα αυτά, όμως, πρέπει να γίνουν μέσα στις επόμενες μέρες και εβδομάδες, σίγουρα αρκετά γρήγορα, ώστε από μια εξέγερση που κανείς δεν περίμενε να ξεπηδήσει μια πολιτική ιδέα που όλοι την έχουν ανάγκη.
Étienne Balibar
Πηγή: Η Εποχή