Εδώ και κάποιες μέρες προσπαθώ να γράψω ένα κείμενο για τα κίτρινα γιλέκα, υπέρ τους, αλλά δεν τα καταφέρνω. Κάτι στην ακραία βία και την ταξική περιφρόνηση που εξαπολύονται πάνω σ’ αυτό το κίνημα με παραλύει, γιατί, κατά κάποιον τρόπο, νιώθω ότι στοχεύει προσωπικά σε μένα.
Δυσκολεύομαι να περιγράψω το σοκ που ένιωσα όταν εμφανίστηκαν οι πρώτες εικόνες των κίτρινων γιλέκων. Στις φωτογραφίες που συνόδευαν τα άρθρα έβλεπα σώματα που σχεδόν ποτέ δεν εμφανίζονται στον δημόσιο και μιντιακό χώρο, σώματα βασανισμένα, τσακισμένα από τη δουλειά, την κούραση, την πείνα, από τη διαρκή ταπείνωση που επιβάλλουν οι κυρίαρχοι στους κυριαρχούμενους, από τον κοινωνικό και γεωγραφικό αποκλεισμό, έβλεπα σώματα κουρασμένα, χέρια κουρασμένα, πλάτες λυγισμένες, βλέμματα εξαντλημένα.
Η αιτία της ταραχής μου ήταν προφανώς η απέχθεια προς τη βία του κοινωνικού κόσμου και των ανισοτήτων, αλλά επίσης πριν από καθετί άλλο, το γεγονός ότι τα σώματα που έβλεπα στις φωτογραφίες έμοιαζαν με το σώμα του πατέρα μου, του αδελφού μου, της θείας μου… Έμοιαζαν με τα σώματα της οικογένειάς μου, των κατοίκων του χωριού στο οποίο έζησα τα παιδικά μου χρόνια, αυτών των ανθρώπων με την υγεία τους κατεστραμμένη από τη μιζέρια και τη φτώχεια, αυτών που επαναλάμβαναν διαρκώς, κάθε μέρα της παιδική μου ηλικίας «δεν μετράμε για κανέναν, κανείς δεν μιλά για μας» – γι’ αυτό και ένιωθα πως η περιφρόνηση και η βία που εξαπέλυσε η αστική τάξη ενάντια σ’ αυτό το κίνημα έχει στόχο προσωπικά εμένα. Γιατί για μένα, μέσα μου, όποιος προσέβαλλε ένα κίτρινο γιλέκο, προσέβαλλε τον πατέρα μου.
Αμέσως, από τη στιγμή της γέννησης αυτού του κινήματος, είδαμε στα μίντια «ειδικούς» και «πολιτικούς» να μειώνουν, να καταδικάζουν, να χλευάζουν τα κίτρινα γιλέκα και την εξέγερση που ενσαρκώνουν. Είδα να παρελαύνουν στα κοινωνικά δίκτυα οι λέξεις «βάρβαροι», «άξεστοι», «χωριάτες», «ανεύθυνοι». Τα μίντια μιλούσαν για τα «μουγκρητά» των κίτρινων γιλέκων : οι λαϊκές τάξεις δεν εξεγείρονται, όχι, μουγκρίζουν, σαν τα ζώα. Άκουγα να μιλούν για τη «βία αυτού του κινήματος» όταν καιγόταν ένα αυτοκίνητο ή έσπαγε μια βιτρίνα, βανδαλιζόταν ένα άγαλμα, Συνηθισμένο φαινόμενο αυτή η διαφορική πρόσληψη της βίας· ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού και του μιντιακού κόσμου θέλει να μας κάνει να πιστέψουμε ότι η βία δεν είναι τα εκατομμύρια ζωές κατεστραμμένες και καταδικασμένες στη μιζέρια από την πολιτική, αλλά μερικά καμένα αυτοκίνητα. Πρέπει πράγματι να μην έχεις γνωρίσει ποτέ τη μιζέρια για να μπορείς να σκεφτείς ότι ένα γκραφίτι πάνω σε ένα ιστορικό μνημείο είναι κάτι πιο σοβαρό από την αδυναμία σου να ζήσεις, να ταΐσεις τον εαυτό σου και την οικογένειά σου, να αποκτήσεις πρόσβαση στην περίθαλψη.
Τα κίτρινα γιλέκα μιλούν για πείνα, για αβεβαιότητα, για ζωή και θάνατο. Οι «πολιτικοί» και ένα μέρος των δημοσιογράφων απαντούν “τα «σύμβολα της Δημοκρατίας μας απαξιώνονται». Αλλά για ποιο πράγμα μιλούν αυτοί οι άνθρωποι; Πώς τολμούν; Από πού έρχονται; Τα μίντια μιλούν επίσης για τον ρατσισμό και την ομοφοβία των κίτρινων γιλέκων. Ποιον κοροϊδεύουν; Δεν θέλω να μιλήσω για τα βιβλία μου, αλλά έχει ενδιαφέρον να επισημάνω ότι κάθε φορά που βγάζω ένα μυθιστόρημα, κατηγορούμαι ότι στιγματίζω τη φτωχή και αγροτική Γαλλία επειδή ακριβώς αναφέρομαι στην ομοφοβία και στον ρατσισμό που υπήρχαν στο χωριό της παιδικής μου ηλικίας. Δημοσιογράφοι που δεν είχαν κάνει ποτέ κάτι για τις λαϊκές τάξεις, αγανακτούν και μπαίνουν ξαφνικά στο ρόλο του υπερασπιστή των λαϊκών τάξεων.
Για τους κυρίαρχους, οι λαϊκές τάξεις αποτελούν την κατεξοχήν τάξη-αντικείμενο, για να επαναλάβουμε την έκφραση του Πιερ Μπουρντιέ· αντικείμενο της χειραγώγησης του λόγου· τη μια μέρα αυθεντικοί καλοί φτωχοί, την επομένη ρατσιστές και ομοφοβικοί. Και στις δύο περιπτώσεις, η επιθυμία που υποφώσκει είναι η ίδια· να εμποδίσουμε την ανάδυση ενός λόγου των λαϊκών τάξεων, για τις λαϊκές τάξεις. Τι σημασία έχει αν αντιφάσκουμε από τη μια μέρα στην άλλη, το θέμα είναι να σωπάσουν.
Και βέβαια υπάρχουν ομοφοβικοί και ρατσιστικοί λόγοι και χειρονομίες μεταξύ των κίτρινων γιλέκων, αλλά από πότε αυτά τα μίντια και οι «πολιτικοί» ανησυχούν για τον ρατσισμό και την ομοφοβία; Από πότε; Τι έχουν κάνει εναντίον του ρατσισμού; Χρησιμοποίησαν άραγε την εξουσία που διαθέτουν για να μιλήσουν για τον Ανταμά Τραορέ και για την επιτροπή Ανταμά; Μιλάνε άραγε για την αστυνομική βία που εξαπολύεται καθημερινά εναντίον των Μαύρων και των Αράβων στη Γαλλία; Μήπως δεν έδωσαν τάχα βήμα στη Φριζίντ Μπαρζό και δεν ξέρω κι εγώ σε πόσους Αιδεσιμότατους την εποχή του γάμου για όλους και, κάνοντάς το αυτό, μήπως έκαναν την ομοφοβία δυνατή και φυσιολογική στα τηλεοπτικά πλατώ;
Όταν οι κυρίαρχες τάξεις και κάποια μίντια μιλούν για ομοφοβία και ρατσισμό στο κίνημα των κίτρινων γιλέκων, δεν μιλούν ούτε για ομοφοβία, ούτε για ρατσισμό. Λένε: «Φτωχοί, βγάλτε το σκασμό!» Εξάλλου το κίνημα των κίτρινων γιλέκων είναι ακόμα ένα κίνημα υπό διαμόρφωση, η γλώσσα του δεν έχει ακόμη παγιωθεί. Αν υπάρχει ομοφοβία ή ρατσισμός μεταξύ των κίτρινων γιλέκων, είναι δική μας ευθύνη να αλλάξουμε αυτήν τη γλώσσα.
Υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι για να πεις: «Υποφέρω» : ένα κοινωνικό κίνημα είναι ακριβώς αυτή η στιγμή κατά την οποία ανοίγεται η δυνατότητα αυτοί που υποφέρουν να μην λένε πια: «Υποφέρω εξαιτίας της μετανάστευσης και της γειτόνισσάς μου που παίρνει κοινωνικά επιδόματα», αλλά: «Υποφέρω εξαιτίας αυτών που κυβερνούν. Υποφέρω εξαιτίας του ταξικού συστήματος, υποφέρω εξαιτίας του Εμμανουέλ Μακρόν και του Εντουάρ Φιλίπ». Ένα κοινωνικό κίνημα είναι μια στιγμή ανατροπής της γλώσσας, όπου οι παλιές γλώσσες μπορεί ακόμη να διστάζουν. Αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα: παρακολουθούμε εδώ και κάποιες μέρες μια επαναδιατύπωση του λεξιλογίου των κίτρινων γιλέκων. Ακούμε μόνο να μιλάνε στην αρχή της ουσίας, και μερικές φορές εμφανίζονται λέξεις δυσάρεστες, όπως οι «ωφελούμενοι». Ακούμε πλέον τις λέξεις ανισότητες, αύξηση μισθών, αδικίες.
Αυτό το κίνημα πρέπει να συνεχιστεί, επειδή ενσαρκώνει κάτι δίκαιο, επείγον, βαθιά ριζοσπαστικό, επειδή τα πρόσωπα και οι φωνές που είναι συνήθως καταδικασμένες στην αορατότητα γίνονται επιτέλους ορατές και ακούγονται. Η μάχη δεν θα είναι εύκολη· το βλέπουμε, τα κίτρινα γιλέκα αποτελούν ένα είδος τεστ Ρόρσαρτς για ένα μεγάλο κομμάτι της αστικής τάξης· τους υποχρεώνουν να εκφράσουν την ταξική τους περιφρόνηση και τη βία που συνήθως εκφράζουν μόνο με υπαινικτικό τρόπο, αυτή την περιφρόνηση που έχει καταστρέψει τόσες ζωές γύρω μου, που συνεχίζει να καταστρέφει, όλο και περισσότερο, αυτή την περιφρόνηση που καταδικάζει στη σιωπή και που με παραλύει σε σημείο να μην καταφέρνω να γράψω το κείμενο που θα ήθελα να γράψω, να εκφράσω αυτό που θα ήθελα να εκφράσω.
Αλλά πρέπει να νικήσουμε: είμαστε πολλές και πολλοί που σκεφτόμαστε πως δεν θα μπορέσουμε να αντέξουμε μία ακόμη ήττα για την Αριστερά και άρα για εκείνες και εκείνους που υποφέρουν.
Ο Edouard Louis γεννήθηκε στην Αλλενκούρ της Γαλλίας το 1992 με το όνομα Εντύ Μπελγκέλ. Σπούδασε κοινωνικές επιστήμες στην Ecole Νormale. Το “Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ” είναι το πρώτο του βιβλίο. Προκάλεσε έντονη δημόσια συζήτηση, γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία και μεταφράστηκε σε πάνω από είκοσι γλώσσες. Το 2016 κυκλοφόρησε το δεύτερο μυθιστόρημά του “Ιστορία της βίας” και το 2018 το τρίτο, “Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου”.
Μετάφραση: Έφη Γιαννοπούλου
Από το λογαριασμό του στο Facebook