Έφυγε κι αυτός. Όπως φεύγει μια γενιά. Και μια γενιά είναι λογικό να φεύγει. Κανείς δεν είναι αθάνατος. Η τέχνη όμως είναι. Αυτή διαπερνάει νεκρούς και ζωντανούς. Η τέχνη δεν μπορεί να είναι κηδεία, ούτε ενθύμηση. Πρέπει να είναι έναυσμα, σκανδάλη. Ο κινηματογράφος οφείλει να φτιάχνει ταινίες «φτιαγμένες με την κάμερα στο ένα χέρι και την πέτρα στο άλλο».
Η τέχνη είναι απελευθερωτική διεργασία των λαών όπως και εκείνων των ανθρώπων που έχουν τον σεβασμό όπως και την ευθύνη να τον εκφράσουν. Άλλωστε σε μια αστική κοινωνία που το μόνο που θέλει, ξέρει και προσπαθεί είναι να καταπιέζει τους ανθρώπους, να τους ηθικολογεί ασύστολα και να τους πετάει στο περιθώριο της ιστορίας, η καλλιτεχνική έκφραση είναι ένα τελευταίο προπύργιο και ο καθένας έχει μπρος του τις ευθύνες του: οφείλει να αρνηθεί μια άνευ όρων παράδοση του. Μάταιο άλλωστε. Πράγματι είναι αδύνατο όσο και αν βάλλουν να το κατακτήσουν. Δεν ηττείται ποτέ του πλήρως ο πολιτισμός, η παράδοση, τα βιώματα και η ηθική του καταπιεσμένου. Αυτά συγκροτούν έναν λαό. Κάπως, κάπου, κάποτε βρίσκουν και θα βρίσκουν αέρα για να συντηρηθούν, να μεταδοθούν, να αναπτυχθούν.
«Δεν υπάρχουν πια αφεντικά» δηλώνει ένας Ιταλός πιτσιρικάς στοχεύοντας το όπλο του προς τον τσιφλικά. Αυτή την σκηνή την είδα όταν ήμουν κι εγώ σε μια παρόμοια ηλικία. Εκείνο το βλέμμα, εκείνη η φωνή, εκείνη η στάση του σώματος όπου το όπλο, αν και ψηλότερο σε μπόι από αυτόν, το κρατούσε με τέτοια σιγουριά σημάδευε ταυτόχρονα με το αφεντικό και την ζωή μου.
Σημάδευε γιατί ο Μπερτολούτσι ήταν πραγματικά καλός στο σημάδι.
Τα δάκρυα δεν πρέπει να είναι για τους νεκρούς όσο για την περίπτωση που οι ζωντανοί δεν θα μας δώσουν με την σειρά τους ένα κόκκινο μαντήλι να τα σκουπίζουμε και να το αφήνουμε στον αέρα να στεγνώσει.