Στους Άθλιους του Βίκτωρος Ουγκό ο Γιάννης Αγιάννης, όπως απέδωσε ο πρώτος μεταφραστής του έργου στα ελληνικά, ο Ιωάννης Ισιδωρίδης Σκυλίτσης, το γαλλικό Jean Valjean (απο το Voilà Jean), κλέβει ένα καρβέλι ψωμί για να θρέψει την οικογένεια της αδερφής του που έχει μείνει απροστάτευτη μετά τον θάνατο του γαμπρού του. Συλλαμβάνεται αμέσως και καταδικάζεται σε πέντε χρόνια φυλάκιση στα κάτεργα -αλλά επειδή προσπαθεί κατ’ επανάληψη να αποδράσει, τελικά περνάει στα κάτεργα 19 χρόνια της ζωής του.
Μια 53χρονη γυναικα στον Βόλο οδηγήθηκε πριν από λίγες μέρες στις φυλακές. Το 1996, για να προσληφθεί στη θέση καθαρίστριας στον Δήμο Βόλου, όντας πολύτεκνη και με ανάπηρο σύζυγο, πλαστογράφησε το ενδεικτικό της 5ης Δημοτικού ώστε να την παρουσιάζει τελειόφοιτη της 6ης Δημοτικού, που ήταν το τυπικό προσόν για τη θέση αυτή. Δούλεψε ευσυνείδητα ως καθαρίστρια σε παιδικούς σταθμούς του Δήμου, όμως πριν από μερικά χρόνια ήρθε στην επιφάνεια η παλιά πλαστογραφία. Καταδικάστηκε σε πρώτο βαθμό σε 15 χρόνια φυλάκισης και το Εφετειο απλώς μείωσε την ποινή στα 10 χρόνια -και ήδη βρίσκεται στις φυλακές Θήβας. (Μια ειρωνική λεπτομερεια είναι ότι στο μεταξύ έχει τελειώσει κανονικά το Δημοτικό και φοιτά στο Γυμνάσιο).
Εύλογα, θα έλεγα, η υπόθεσή της προκάλεσε μεγάλη αίσθηση, έως και αγανάκτηση, στην κοινή γνώμη -μια τόσο βαριά ποινή για ένα τέτοιο αδίκημα, ιδίως αν σκεφτεί κανείς ότι τόσοι και τόσοι μεγαλόσχημοι που δικάστηκαν και καταδικάστηκαν για βαρύτερα εγκλήματα βγήκαν από την περιπέτειά τους αβρόχοις ποσί ή τέλος πάντων με πολύ ελαφρύτερες ποινές.
Όχι παράλογα, θυμηθήκαμε το σκληρό γνωμικό που λέει ότι η δικαιοσύνη είναι σαν τα φίδια, αφού δαγκώνει μόνο τους ξυπόλυτους, ή, για να πάμε και στην αρχαιότητα, το απόφθεγμα του Ανάχαρση, ότι οι νόμοι δεν διαφέρουν από τον ιστό της αράχνης, που πιάνει τα μυγάκια, ενώ τα μεγάλα θερία τον κατακομματιάζουν και ξεφεύγουν (ἃ μηδὲν τῶν ἀραχνίων διαφέρειν, ἀλλ’ ὡς ἐκεῖνα τοὺς μὲν ἀσθενεῖς καὶ λεπτοὺς τῶν ἁλισκομένων καθέξειν, ὑπὸ δὲ τῶν δυνατῶν καὶ πλουσίων διαρραγήσεσθαι).
Η τόσο βαριά ποινή της καθαρίστριας οφείλεται στο γεγονός ότι στην περίπτωσή της εφαρμόστηκε ο δρακόντειος νόμος περί καταχραστών του δημοσίου, ένας νόμος του 1950. Όπως λέει η ανακοίνωση της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Στις υποθέσεις αυτές εφαρμόζεται, υπερβολικά συχνά, ο μετεμφυλιακός νόμος περί καταχραστών του δημοσίου. Ο νόμος 1608/1950, μεσαιωνικής νοοτροπίας, προέβλεπε αρχικά για πλείστα αδικήματα μόνο την ποινή του θανάτου, σήμερα ισόβια κάθειρξη. Κατακρίνεται επί δεκαετίες, η ποινική θεωρία ομόφωνα ζητά την κατάργησή του, κατά καιρούς οι ηγεσίες του Υπουργείου Δικαιοσύνης και οι διαδοχικές επιτροπές για το νέο Ποινικό Κώδικα προσανατολίζονται προς αυτήν την κατεύθυνση, αλλά έως σήμερα ουδέν έχει γίνει, λόγω του φόβου του πολιτικού κόστους, μην τύχει και κατηγορηθεί κανείς ότι χαρίζεται στη διαφθορά. Και τούτο παρά το γεγονός ότι αυτός ο νόμος, ενώ ισχύει ήδη σχεδόν 70 χρόνια, μάλλον δεν έλυσε το πρόβλημα της διαφθοράς στην Ελλάδα.
Πίσω από το φύλλο συκής του ν. 1608/1950 οχυρώθηκε και η Ένωση Εισαγγελέων στο κουτοπόνηρο (όπως τη χαρακτήρισε έγκριτος νομικός, φίλος του ιστολογίου) δελτίο τύπου της, όπου ισχυρίζεται ότι:
Ο ανωτέρω νόμος-κατάλοιπο μιας άλλης εποχής-με έντονες κατά καιρούς επικρίσεις από θεωρητικούς και εφαρμοστές του δικαίου, απειλεί στη διακεκριμένη του μορφή, όπως στην κριθείσα περίπτωση, ποινή ισόβιας κάθειρξης και σε περίπτωση αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστάσεων, ποινή κάθειρξης, τουλάχιστον, δέκα (10) ετών.
Οι δικαστικοί λειτουργοί, στα πλαίσια της νομιμότητας, με την καταδικαστική απόφαση εξήντλησαν τα όρια της επιείκειας και επέβαλαν την κατώτατη προβλεπόμενη ποινή.
Κατά συνέπεια, η έκφραση υπονοιών κατά των εφαρμοστών του δικαίου από οποιονδήποτε είναι πρόδηλα εσφαλμένη και δυσχεραίνει τον επιστημονικό διάλογο για νομοθετικές μεταρρυθμίσεις, όταν αυτές είναι αναγκαίες.
Ούτε λίγο ούτε πολύ, η Ένωση Εισαγγελέων θεωρεί ότι θα πρέπει να ευγνωμονούμε τους δικαστές που… εξάντλησαν την επιείκειά τους. Όμως, όπως είπα και πιο πάνω, πρόκειται για κουτοπόνηρη επιχειρηματολογία.
Κουτοπόνηρη επειδή, αφενός, το δικαστήριο μπορούσε κάλλιστα να μετατρέψει το κατηγορητήριο, όπως έχει συμβεί πάμπολλες φορές, και, αφετέρου, μπορούσε να απαλλάξει την κατηγορούμενη. Ή μάλλον έπρεπε να την απαλλάξει, αφού όπως τονίζει και ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, Δεν υπάρχει περιουσιακή βλάβη του Δημοσίου όταν η φερόμενη ζημία που επήλθε από την απατηλή συμπεριφορά του υπαλλήλου ισοσταθμίζεται από ισάξια αντιπαροχή. Τούτο διότι για όσο χρονικό διάστημα ελάμβανε αντίστοιχες της θέσης της αποδοχές, η υπάλληλος παρείχε τις υπηρεσίες της, ούσα συνεπής στις απορρέουσες από τη θέση αυτή υποχρεώσεις της, δοθέντος μάλιστα ότι η συγκεκριμένη θέση εργασίας δεν απαιτούσε εξειδικευμένη γνώση ή ιδιαίτερες πνευματικές δεξιότητες και επομένως η έλλειψη απολυτηρίου Δημοτικού δεν μπορούσε αντικειμενικά να επηρεάσει την ποιότητα των παρεχόμενων από αυτήν υπηρεσιών.
Στο ίδιο πνεύμα κινείται και το άρθρο καθηγητή της Νομικής. Για τον λόγο αυτό, έγκριτοι νομικοί θεώρησαν νομική ακροβασία την υπαγωγή της υπόθεσης στον νόμο περί καταχραστών του δημοσίου. Ακροβασία που δυστυχώς δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει, ενώ άλλες φορές, ορθά κατά τη γνώμη μου, οι δικαστές αρνούνται να υπαγάγουν παρόμοιες υποθέσεις (πλαστών πτυχίων και πιστοποιητικών) στον νόμο περί καταχραστών.
Φυσικά, η γυναίκα από τον Βόλο διέπραξε αδίκημα. Πλαστογράφησε τίτλο σπουδών και εκμεταλλεύτηκε την πλαστογραφία για να διοριστεί. Όμως, 22 χρόνια μετά, το αδίκημα έχει παραγραφεί. Οπότε, θα περίμενε κανείς το δικαστήριο ν’ απαλλάξει την κατηγορούμενη για την κατάχρηση λόγω εσφαλμένης υπαγωγής από το κατηγορητήριο (καθώς δεν υπήρξε ζημία του δημοσίου,), όσο και για τη χρήση πλαστού λόγω παραγραφής. Μόνη νόμιμη κύρωση θα ήταν η διοικητική, δηλαδή η απόλυση από τη θέση εργασίας, καθώς, όπως σωστά δέχεται το ΣτΕ, η ύπαρξη δόλου αποκλείει την εφαρμογή της λεγόμενης «δικαιολογημένης εμπιστοσύνης» όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει. Το ποινικό σκέλος δεν έπρεπε καν να φτάσει στο ακροατήριο. Όμως, όπως επισημαίνει φίλος νομικός, στην Ελλάδα πάμπολλοι δικαστές υπέστησαν υπηρεσιακές κυρώσεις επειδή απάλλαξαν ή επέβαλαν ελαφρές ποινές, ενώ ποτέ κανείς δεν αξιολογήθηκε αρνητικά για υπερβολική αυστηρότητα.
Ιδιαίτερα αλγεινή εντύπωση προκάλεσε η αντιδιαστολή της δρακόντειας καταδίκης της καθαρίστριας με την επιείκεια που επιδείχτηκε σε άλλες περιπτώσεις -θα αναφέρω αφενός την καταδίκη Λιακουνάκου σε βαριά ποινή (16 χρόνια) αλλά με αναστολή (!) και αφετέρου, σε μια υπόθεση που έχει αρκετές ομοιότητες με της καθαρίστριας, την περίπτωση της δικαστικής υπαλλήλου από τα Χανιά, που πλαστογράφησε πτυχίο Νομικής επειδή, όπως ισχυρίστηκε, αισθανόταν κατώτερη και η οποία απαλλάχτηκε από το δικαστήριο (καθώς δεν είχε διοριστεί με βάση τον πλαστό τιτλο, ενώ επέστρεψε και τα επιδόματα που είχε εισπράξει με βάση τον πλαστογραφημένο τίτλο σπουδών). Διαβάζοντας αυτή και άλλες ανάλογες περιπτώσεις (εδώ υπάρχει ολόκληρη ανθολογία περιστατικών) και παρόλο που οι υποθέσεις διαφέρουν στις λεπτομέρειές τους, νιώθει κανείς τον πειρασμό να σκεφτεί ότι οι δικαστές, μια προνομιούχα ομάδα ανθρώπων, έχουν στον κύκλο τους αρκετούς δικαστικούς υπαλλήλους αλλά καμία καθαρίστρια. Ή ότι, απλώς, η δικαιοσύνη είναι ταξική. Εγώ θυμήθηκα και το ποίημα του Ασημάκη Πανσέληνου για το Τριμελές Πλημμελειοδικείον:
Πάνω στην ξύλινη έδρα καθισμένοι,
μια γνώμη, μια καρδιά ευχαριστημένη,
δικάζουνε τον κλέφτη, τον αλήτη
κι απέ παίρνουν το τραμ και πάνε σπίτι.
Τρων και μιλάν για το Άδικο με πάθος,
διδάσκουν τα παιδιά τους ηθική,
βέβαιοι αυτοί πως είναι κατά βάθος,
πιο τίμιοι απ’ όσους κλειούν στη φυλακή.
Το ευχάριστο στη ζοφερή αυτή υπόθεση είναι το πλατύ κύμα αλληλεγγύης που εκδηλώθηκε, η πολύ καλοδεχούμενη παρέμβαση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου κ. Ξένης Δημητρίου, μετά την οποία προσδιορίστηκε ότι θα συζητηθεί η αίτηση αναστολής εκτέλεσης της ποινής στις 28 Νοεμβρίου, καθώς και η συνάντηση του υπουργού Δικαιοσύνης με την 53χρονη κρατούμενη. Να ελπίσουμε οτι το αρμόδιο δικαστικό όργανο θα σταθεί στο ύψος του και θα διορθώσει τη βαρύτατη και πρόδηλη κακοδικία.
Υπήρξαν βέβαια και μερικοί που, ίσως ενοχλημένοι από το πλατύ κύμα αλληλεγγύης, θέλησαν να υπερασπιστούν την πάση θυσία τήρηση του νόμου -ας πούμε, Νόμος είναι το δίκιο της καθαρίστριας, ήταν ο ειρωνικός τίτλος σε άρθρο του Μανώλη Καψή. Είναι κάποιοι που, όταν ανακύπτει ένα δίλημμα, όταν παρουσιάζεται μια διαμάχη, μια διαφωνία, ένα ερώτημα, ένα αντιλεγόμενο ζήτημα, παίρνουν πάντοτε το μέρος των δυνατών. Θεός να δώσει να μη γίνουμε σαν κι αυτούς.
ΥΓ Επειδή άρχισα με τον Γιάννη Αγιάννη, ας κλείσω με αυτόν. Θα θυμάστε ότι όταν ο Αγιάννης έχει πλέον γίνει ευυπόληπτος πολίτης και καινοτόμος δήμαρχος μιας μικρής πόλης (με το όνομα «κ. Μαγδαληνής»), ο αστυνόμος Ιαβέρης τον καταδιώκει, πιστεύοντας πως το υπέρτατο καθήκον του είναι να αποδώσει πάση θυσία δικαιοσύνη. Όταν όμως, ύστερα από πολύχρονη απηνή καταδίωξη, ο Ιαβέρης συνειδητοποιήσει πόσο κακό έκανε μ’ αυτή του την επιδίωξη, αυτοκτονεί πέφτοντας στον Σηκουάνα.
Με τους δικούς μας Ιαβέρογλου τέτοια ελπίδα δεν υπάρχει.
Νίκος Σαραντάκος