«Οχι φυσικά, θα ήταν πολύ απλό. Αλλά δεν είναι άσκοπο να επενεργεί κανείς στις εικόνες. Και τα παιδιά επίσης έχουν μάτια, οι εικόνες τούς εντυπώνονται. Να αποτρέψει κανείς να τους εμπνέουν περιφρόνηση για τη γυναίκα είναι ήδη μια νίκη». Αυτή ήταν η απάντηση της Σιμόν ντε Μπωβουάρ, όταν ρωτήθηκε επικριτικά στον Nouvel Observateur, εάν θα ήταν αρκετό να «κάψουμε» τις εικόνες για να απελευθερώσουμε τις γυναίκες. Αφορμή για το διάλογο αυτό είχε σταθεί η κατάθεση του Αντισεξιστικού Νόμου, το 1983, στη Γαλλία, από την υπουργό Δικαιοσύνης Υβέτ Ρούντι, ο οποίος μεταξύ άλλων, έδινε το δικαίωμα αντιδικίας στις γυναίκες που μπορεί να αισθάνονταν προσβεβλημένες από μια διαφήμιση, δηλαδή τους έδινε απλά μια εξουσία δημοκρατικού ελέγχου. Με περιφρόνηση αντιμετωπίστηκαν τότε οι φωνές υπέρ του νομοσχεδίου, αφού θεωρήθηκε ότι «τσουβαλιάζουν» όλους τους άνδρες ως κακούς και όλες τις γυναίκες ως θύματα της πατριαρχίας.
Νωρίτερα, στο «Δεύτερο Φύλο», η Σιμόν ντε Μπωβουάρ, καταδεικνύοντας τις ρίζες της γυναικείας καταπίεσης, έγραφε: «Οι κοινωνικοί μύθοι μεταφέρονται μέσω της κουλτούρας –θρησκείες, παραδόσεις, γλώσσα, μύθοι, τραγούδια, ταινίες– η οποία με τη σειρά της κατασκευάζει τον τρόπο με τον οποίο το άτομο αρχίζει να γνωρίζει, να αντιλαμβάνεται και να δοκιμάζει την εμπειρία του υλικού κόσμου. Επιπλέον, η αναπαράσταση του κόσμου είναι δουλειά των ανδρών, οι οποίοι τον περιγράφουν από τη δική τους οπτική γωνία και την ταυτίζουν με την απόλυτη αλήθεια […] Μέσα από αυτούς τους λόγους (των ανδρών), οι γυναίκες μαθαίνουν να είναι αντικείμενα παρά υποκείμενα: η αληθινή γυναίκα υποχρεώνεται να γίνει αντικείμενο, να γίνει ο αντικειμενικοποιημένος Άλλος».
Διαστρεβλωμένη υπόσταση μέσα από το ανδρικό βλέμμα
Άραγε πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα από την εποχή της Μπωβουάρ μέχρι σήμερα; Σε κάθε εποχή, η μελέτη της τέχνης, σε όλες τις μορφές έκφανσής της, έχει ιδιαίτερη αξία για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί και ενισχύεται η ιδεολογία γύρω από τις έμφυλες ανισότητες και τις ιεραρχικές σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών. Εάν λοιπόν στη σύγχρονη εποχή, στην εποχή της εικόνας, τέχνη μπορεί να θεωρηθεί και η τηλεόραση, πολλά συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε για τη θέση των γυναικών στη σημερινή κοινωνία και το κατά πόσο αυτή έχει βελτιωθεί από το παρελθόν, αναλύοντας τα τηλεοπτικά προϊόντα.
Σήμερα, λοιπόν, παρά το γεγονός ότι οι γυναίκες κατέχουν κεντρική θέση στην τηλεόραση, στον κινηματογράφο, αλλά και στη διαφήμιση, τις περισσότερες φορές αποκτούν υπόσταση μέσω του ανδρικού βλέμματος. Το ανδρικό βλέμμα συνήθως νοείται ως το βλέμμα της κάμερας, το βλέμμα του άνδρα πρωταγωνιστή/ των ανδρικών χαρακτήρων, το βλέμμα του κοινού. Οι γυναίκες εξακολουθούν να προβάλλονται ως ο «αντικειμενοποιημένος Άλλος» και να υπάρχουν κυρίως ως «βλεπόμενο αντικείμενο». Πολλές αναλύσεις τηλεοπτικών και κινηματογραφικών προϊόντων επιβεβαιώνουν τα παραπάνω. Η προβολή των γυναικών ως δρώντα υποκείμενα είναι εξαιρετικά περιορισμένη… συνήθως αυτές εκκενώνονται από κάθε νόημα πέραν αυτού που τους αποδίδουν οι ανδρικές φαντασιώσεις.
Εάν όλα αυτά τα θεωρούμε πολύ θεωρητικά σήμερα, το Next Top Model ήρθε για να μας διαψεύσει και να μας επαναφέρει στη σκληρή πραγματικότητα. Εάν, σύμφωνα με την κοινωνική θεωρία, οι προϋποθέσεις για την αντικειμενοποίηση του ανθρώπου συνοψίζονται στις επτά έννοιες που θέτει η Nussbaum, εργαλειακότητα, άρνηση αυτονομίας, αδράνεια, εναλλαξιμότητα, δυνατότητα παραβίασης, κτήση και άρνηση υποκειμενικότητας, το τηλεοπτικό αυτό πρόγραμμα τις πληροί όλες. Γυναίκες, ως άβουλα, παθητικά όντα, στήνονται μπροστά στο βλέμμα της κάμερας, της κριτικής επιτροπής και του κοινού, αλλάζοντας –κατ’ εντολή– ρούχα και μαγιό και παίρνοντας –πάλι κατ’ εντολή– διάφορες πόζες, σαν να είναι «προϊόντα» προς πώληση, ενοικίαση ή οποιαδήποτε άλλη αξιοποίηση. Και για να μην θεωρούμε ότι αυτά συμβαίνουν μόνο στην Ελλάδα, ένα παρόμοιο reality show έκανε την εμφάνισή του στη δανέζικη κρατική τηλεόραση πριν κάποια χρόνια. Το πρόγραμμα αυτό είχε προκαλέσει τις περισσότερες διαμαρτυρίες στην ιστορία της δανέζικης τηλεόρασης, αλλά παράλληλα είχε αποσπάσει και τεράστια νούμερα τηλεθέασης. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η Δανία διαθέτει ένα από τα πλέον προοδευτικά νομοθετικά συστήματα για την ισότητα των φύλων, το γεγονός προκαλεί μια γενικότερη απαισιοδοξία, διότι η «λογική του αντίβαρου» φαίνεται να χρησιμοποιείται ως αυτοματισμός στις προηγμένες δυτικές κοινωνίες, προκειμένου να αντισταθμιστούν οι συνέπειες της χειραφέτησης των γυναικών, που φαίνεται να απειλούν την ανδρική κυριαρχία.
Επανοηματοδότηση
Επανερχόμενη, όμως, στην ερώτηση του Nouvel Observateur, η απάντηση δεν είναι εύκολη ούτε και σήμερα. Δεν αρκεί, σαφώς, η προβολή περισσότερων γυναικών στην τηλεόραση. Αλλάζοντας τη σκοπιά, τις εικόνες που χρησιμοποιούμε, τις ιστορίες που λέμε για τις γυναίκες, μπορούμε όντως να αλλάξουμε και τον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος αξιολογεί τις γυναίκες, αλλά και το πώς βλέπουν οι ίδιες και τα μικρά κορίτσια τους εαυτούς τους. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, το μυστικό είναι μια πιο προοδευτική, συνολική εκπροσώπησή τους, μπροστά, πίσω από τις κάμερες, αλλά και στα κέντρα λήψης αποφάσεων.
Η Ειρήνη Αγαθοπούλου είναι Πρόεδρος ΔΣ ΚΕΘΙ
Πηγή: Η Εποχή