Πώς πρέπει να αντιδράσει η Ευρώπη στην άνοδο των λαϊκιστικών κομμάτων; Η Σαντάλ Μουφ υποστηρίζει ότι η συναίνεση που διαμορφώθηκε ανάμεσα στα κόμματα της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς σχετικά με την ιδέα ότι δεν υπάρχει εναλλακτική απέναντι στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση έχει βυθίσει την Ευρώπη σε μια μεταδημοκρατική κατάσταση που τροφοδοτεί την άνοδο των δεξιών λαϊκιστικών κομμάτων. Η ηθική καταδίκη και η δαιμονοποίηση των υποστηρικτών αυτών των κομμάτων δεν είναι αποτελεσματικές. Αυτό που απαιτείται είναι ένας εναλλακτικός λαϊκισμός, προοδευτικά αναδιατυπωμένος, που θα ορίσει ως «αντίπαλο» το σύνολο των δυνάμεων που ενισχύουν και προωθούν το νεοφιλελεύθερο σχέδιο.
Βιώνουμε σήμερα στην Ευρώπη μια «λαϊκιστική στιγμή». Πρόκειται για ένα σημείο καμπής για τις δημοκρατίες μας, το μέλλον των οποίων θα εξαρτηθεί από την απάντηση που θα δοθεί σε αυτή την πρόκληση. Για να αντιμετωπίσουμε αυτή τη κατάσταση θα πρέπει να απορρίψουμε τον απλοϊκό ορισμό του λαϊκισμού που διαδίδεται από τα μέσα ενημέρωσης ως απλή δημαγωγία, και να υιοθετήσουμε μια αναλυτική προοπτική. Προτείνω να ακολουθήσουμε τον Ερνέστο Λακλάου, ο οποίος ορίζει το λαϊκισμό ως έναν τρόπο κατασκευής του πολιτικού δημιουργώντας ένα πολιτικό όριο που χωρίζει την κοινωνία σε δύο στρατόπεδα, καλώντας το «λαό» να κινητοποιηθεί εναντίον του «κατεστημένου». Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι «λαός» και «κατεστημένο» δεν αποτελούν ουσιοκρατικές έννοιες. Είναι πάντα ρηματικές κατασκευές και ως εκ τούτου μπορούν να λάβουν διαφορετικές μορφές. Γι αυτό είναι σημαντική η διάκριση μεταξύ διαφορετικών τύπων λαϊκισμού.
Από αυτή τη σκοπιά, η πρόσφατη εμφάνιση λαϊκιστικών μορφών πολιτικής στην Ευρώπη πρέπει να θεωρηθεί ως αντίδραση στη μεταδημοκρατική κατάσταση της φιλελεύθερης – δημοκρατικής πολιτικής. Η μεταδημοκρατία προκύπτει ως αποτέλεσμα της σύγκλισης διαφόρων φαινομένων, που τα τελευταία χρόνια έχουν επηρεάσει τον τρόπο άσκησης της δημοκρατίας. Το πρώτο φαινόμενο είναι αυτό που έχω προτείνει να ονομαστεί «μετα-πολιτική», έννοια που αναφέρεται στο θόλωμα των πολιτικών διαχωριστικών γραμμών μεταξύ δεξιάς και αριστεράς. Πρόκειται για το αποτέλεσμα της συναίνεσης που δημιουργήθηκε ανάμεσα στα κόμματα της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς γύρω από την ιδέα ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Υπό το πρόσταγμα του «εκσυγχρονισμού» αποδέχθηκαν τις επιταγές του παγκοσμιοποιημένου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και τα όρια που έθετε στην κρατική παρέμβαση και στη δημόσια πολιτική. Ο ρόλος των κοινοβουλίων και των θεσμών που επιτρέπουν στους πολίτες να επηρεάζουν τις πολιτικές αποφάσεις, περιορίστηκε δραστικά. Η έννοια που αποτελούσε την καρδιά του δημοκρατικού ιδεώδους -η λαϊκή κυριαρχία- εγκαταλείφθηκε. Σήμερα, η συζήτηση για τη «δημοκρατία» περιορίζεται μονάχα στις εκλογές και στην υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Στο πολιτικό επίπεδο, οι αλλαγές αυτές συντελέστηκαν στο πλαίσιο ενός νέου «νεοφιλελεύθερου» ηγεμονικού σχηματισμού, ο οποίος χαρακτηρίζεται από μια ρύθμιση του καπιταλισμού όπου ο ρόλος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου είναι κεντρικός. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση της ανισότητας, που δεν επηρεάζει μόνο την εργατική τάξη αλλά και ένα μεγάλο μέρος της μεσαίας τάξης, η οποία έχει μπει σε μια διαδικασία φτωχοποίησης και επισφάλειας. Έτσι, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς, ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πραγματικό φαινόμενο «ολιγαρχοποίησης» των κοινωνιών μας.
Σε αυτές τις συνθήκες κοινωνικής και πολιτικής κρίσης, έκανε την εμφάνιση της μια πληθώρα λαϊκιστικών κινημάτων που απορρίπτουν τη μετα-πολιτική και τη μετα-δημοκρατία. Διατείνονται ότι θα δώσουν πίσω στο λαό τη φωνή που του στέρησαν οι ελίτ. Ανεξάρτητα από τις προβληματικές μορφές που μπορεί να πάρουν κάποια από αυτά τα κινήματα, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε την ύπαρξη σε αρκετά από αυτά θεμιτών δημοκρατικών φιλοδοξιών. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, το πρόταγμα ανάκτησης της κυριαρχίας έχει καταληφθεί από δεξιά λαϊκιστικά κόμματα. Μέσα από έναν ξενοφοβικό λόγο που αποκλείει τους μετανάστες, αναπαριστώντας τους ως εχθρό για την εθνική ευημερία, τα κόμματα αυτά κατασκευάζουν έναν «λαό», η φωνή του οποίου απαιτεί μια δημοκρατία που περιορίζεται στην υπεράσπιση των συμφερόντων όσων θεωρούνται «γνήσια μέλη του έθνους». Είναι ακριβώς η απουσία οποιασδήποτε αφήγησης ικανής να προσφέρει ένα διαφορετικό λεξιλόγιο προκειμένου να εκφραστούν αυτές οι αντιστάσεις στη σημερινή μετα-δημοκρατική κατάσταση που εξηγεί γιατί ο δεξιός λαϊκισμός αυξάνει την απήχησή του σε ολοένα και περισσότερους κοινωνικούς τομείς. Αντί να απαξιώνουμε τα αιτήματά τους, θα πρέπει να βρούμε τον τρόπο να τα αναδιατυπώσουμε με προοδευτικό πρόσημο, ορίζοντας ως αντίπαλο το σύνολο των δυνάμεων που ενισχύουν και προωθούν το νεοφιλελεύθερο σχέδιο.
Είναι πια καιρός να συνειδητοποιήσουμε ότι για να πολεμήσουμε τον δεξιό λαϊκισμό, η ηθική καταδίκη και η δαιμονοποίηση των υποστηρικτών τους δεν είναι αποτελεσματικές. Αυτές οι στρατηγικές είναι εντελώς αντιπαραγωγικές, διότι ενισχύουν τα συναισθήματα των λαϊκών τάξεων εναντίον του κατεστημένου. Τα ζητήματα που έχουν τεθεί στην ατζέντα από τα δεξιά λαϊκιστικά κόμματα πρέπει να αντιμετωπιστούν προσφέροντας μια διαφορετική απάντηση που να είναι ικανή να κινητοποιήσει τα κοινά συναισθήματα προς την κατεύθυνση της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ο μόνος τρόπος να αποτρέψουμε την εμφάνιση δεξιών λαϊκιστικών κομμάτων και να πολεμήσουμε τα ήδη υπάρχοντα είναι η κατασκευή ενός άλλου «λαού», προωθώντας ένα αριστερό λαϊκιστικό κίνημα που είναι δεκτικό στην ποικιλομορφία των δημοκρατικών αιτημάτων που υπάρχουν στις κοινωνίες μας και στόχος του οποίου είναι η συνάρθρωσή τους σε μια προοδευτική κατεύθυνση.
Για να ανταποκριθούμε στην πρόκληση που αντιπροσωπεύει η λαϊκιστική στιγμή για το μέλλον της δημοκρατίας απαιτείται πράγματι η ανάπτυξη ενός αριστερού λαϊκισμού. Στόχος ενός τέτοιου λαϊκισμού πρέπει να είναι η συγκρότηση μιας συλλογικής βούλησης που να εγκαθιδρύει μια συνέργεια μεταξύ πολλών κοινωνικών κινημάτων και πολιτικών δυνάμεων, με κοινό σκοπό την εμβάθυνση της δημοκρατίας. Δεδομένης της πληθώρας των κοινωνικών στρωμάτων που υποφέρουν από τις επιπτώσεις του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, είναι πιθανό αυτή η συλλογική βούληση να αποκτήσει έναν εγκάρσιο χαρακτήρα και να γίνει ηγεμονική.
Πράγματι, ο αριστερός λαϊκισμός γίνεται όλο και πιο δημοφιλής στην ευρωπαϊκή αριστερά και τον περασμένο χρόνο είχαμε πολύ ελπιδοφόρες εξελίξεις προς αυτήν την κατεύθυνση. Στη Γαλλία με τον Ζαν-Λυκ Μελανσόν να τα πηγαίνει περίφημα στις προεδρικές εκλογές του 2017, αφού μόλις ένα χρόνο μετά τη δημιουργία του, το κίνημα Ανυπότακτη Γαλλία (La France Insoumise) κατάφερε να εξασφαλίσει εκπροσώπηση στο κοινοβούλιο. Παρά το γεγονός ότι έχει μόνο 17 βουλευτές, η Ανυπότακτη Γαλλία αποτελεί την κύρια αντιπολίτευση στην κυβέρνηση του Εμμάνουελ Μακρόν. Στο Ηνωμένο Βασίλειο με το κόμμα των Εργατικών υπό την ηγεσία του Τζέρεμι Κόρμπιν να καταφέρνει να ξεφύγει από την ατζέντα των υποστηρικτών του Μπλερ και, χάρη στο ακτιβιστικό κίνημα Momentum, να λαμβάνει ένα απροσδόκητα καλό αποτέλεσμα στις γενικές εκλογές του 2017. Και στις δύο περιπτώσεις, είναι η αριστερή λαϊκιστική στρατηγική που τους επέτρεψε να ανακτήσουν ψήφους από κοινωνικά στρώματα που προσελκύονταν από δεξιούς λαϊκιστές: ο Μελανσόν από το Front National και ο Κόρμπιν από το UKIP.
Σε αντίθεση, λοιπόν, με την άποψη που προσπαθούν να επιβάλουν όλες οι δυνάμεις που υπερασπίζονται το status quo, ότι δηλαδή ο λαϊκισμός είναι διαστροφή της δημοκρατίας, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο αριστερός λαϊκισμός αποτελεί στη σημερινή Ευρώπη την πιο κατάλληλη πολιτική δύναμη για την ανάκαμψη και τη διεύρυνση των δημοκρατικών μας ιδανικών.
Chantal Mouffe
Δημοσιεύθηκε αρχικά στην εφημερίδα La Repubblica. Η μετάφραση έγινε από την αγγλική εκδοχή που δημοσιεύθηκε στο EUROPP, blog του London School of Economics.
Μετάφραση: Πάνος Παναγιώτου, υποψήφιος διδάκτορας στο πανεπιστήμιο του Loughborough
Πηγή: Η Αυγή