Α! πώς είχα σα μάνα κ’ εγώ λαχταρήσει
(είταν όνειρο κ’ έμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ’ άλλα σου αδέρφια να σ’ είχα γεννήσει
κι από δόξες αλάργα κι αλάργ’ από μίση!
[…]
Κατεβάζω στα μάτια τη μάβρην ομπόλια,
για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει…
Ξεφαντώνουν τ’ αηδόνια στα γύρο περβόλια,
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.
Φέβγεις πάνου στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου,
Ανοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
Καθώς κλαίει, σαν της πέρνουν το τέκνο, η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα:
τρέχουν αίμα τ’ αστήθια, που βύζαξες γάλα.
Κώστα Βάρναλη, «Η Μάνα του Χριστού» (απόσπασμα)
Η εικόνα της μάνας που θρηνεί το πρόωρα χαμένο παιδί είναι μια εικόνα σπαρακτική. Αποτυπώνει τη χειρότερη εμπειρία που μπορεί να περάσει ο άνθρωπος κατά τη διάρκεια της ζωής του. Ολη την απώλεια, τη συντριβή, ως ενδεχόμενα για τον καθένα από εμάς.
Μέσα από την εικόνα αυτή ο θάνατος και η ζωή, οι αξίες και το μέτρο, αλλάζουν υπόσταση. Παύουν να είναι κάτι που στέκει μακριά, θολό και θεωρητικό, εξόριστο σε κάποια ενδεχόμενα.
Η εικόνα της μάνας που θρηνεί κάνει ό,τι αξίζει σε αυτή τη ζωή επείγον.
Η επέτειος των πέντε χρόνων από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα δεν αποτέλεσε μόνο την υπενθύμιση ενός εγκλήματος. Δεν αποτέλεσε επίσης μόνο μία προειδοποίηση για το γεγονός πως οι δολοφόνοι κυκλοφορούν έξω ελεύθεροι, πως αυτοί που τους ψήφισαν και αυτοί που θα τους ξαναψηφίσουν μένουν στα διπλανά μας σπίτια, περπατούν τους ίδιους δρόμους με εμάς, καταναλώνουν κομμάτια της κοινής ζωής μας.
Στη φετινή επέτειο κυριάρχησε η εικόνα της μάνας του δολοφονημένου. Γιατί μπορεί η Μάγδα Φύσσα να δίνει έναν αγώνα καθημερινά στα δικαστήρια, να έχει γίνει σύμβολο για μια ολόκληρη κοινωνία, αλλά η εικόνα της να φιλάει το άγαλμα του γιου της στο σημείο της δολοφονίας του και στη συνέχεια η εικόνα της με όρθιο ανάστημα στην κεφαλή της πορείας είναι εικόνες που θα μείνουν χαραγμένες στην ιστορία αυτού του τόπου.
Ακόμα περισσότερο είναι εικόνες που θα μείνουν χαραγμένες στη συνείδησή του. Γιατί μέσα από τις εικόνες αυτές ό,τι είναι ανθρώπινο σε μια κοινωνία στέκει απέναντι στον ναζισμό. Ο,τι μας κάνει να ανατριχιάζουμε στην εικόνα μιας μάνας που έχασε το παιδί της, ό,τι μας κάνει να συμπονούμε και να σφίγγουμε τα χέρια, ό,τι μας κάνει να χαμογελούμε και να δακρύζουμε, στέκει απέναντι. Και στέκει όρθιο.
Δείχνει τους δολοφόνους, χωρίς να φοβάται, χωρίς να λυγίζει, και αποδεικνύει το υλικό τους. Θρηνεί, μα δεν σκύβει.
Η εικόνα της Πιετά, η πιο αρχετυπική εικόνα και ενσάρκωση του θρήνου, θέλει τη μάνα καθιστή με τα χέρια ανοιχτά, το σώμα να περιγράφει την εξάντληση από τον πόνο, τη λύπη μαζί με την παραίτηση σε μια στιγμή που κάθε τι μοιάζει μάταιο.
Η στάση του σώματος υποδεικνύει πως όλα χάθηκαν, πως μετά τον θάνατο του παιδιού τίποτα δεν έχει σημασία.
Στην ανοιχτή αγκαλιά της κρατάει το σώμα του παιδιού, αλλά από τα χέρια της γλιστράει ολόκληρος ο κόσμος.
Και όμως, εδώ είμαστε μπροστά σε μια αλλιώτικη Πιετά, σε έναν θρήνο διαφορετικό. Εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε μια μάνα όρθια, που δεν ξεχνάει τον θρήνο της.
Αλλά μαζί τον μετατρέπει σε οργή και αίτημα δικαιοσύνης. Σε ένα αίτημα που ξεπερνάει και την ίδια και τον θρήνο και συνομιλεί με τον πυρήνα της κοινωνίας.
Γιατί η Μάγδα Φύσσα όρθια στον δρόμο είναι η δικαιοσύνη. Είναι η αλληλεγγύη. Είναι ό,τι ανθρώπινο έχει μείνει σε έναν κόσμο που νοσεί.
Ενας όρθιος θρήνος που κρατάει όρθια μια μολυσμένη κοινωνία.
Θωμάς Τσαλαπάτης
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών