Κυβερνητικές αστοχίες εκ του μη όντος
Εξαιρετικά δύσκολο το έργο για τον πρόεδρο της ΝΔ, Κυριάκο Μητσοτάκη, να παρουσιάσει την προγραμματική του πρόταση στη Θεσσαλονίκη και να σταθεί πειστικά μπροστά στην πραγματικότητα που διαμορφώνεται για την κυβέρνηση. Και αυτή διαμορφώθηκε με τις παρεμβάσεις του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ και το Στρασβούργο, με τη θετικά εξελισσόμενη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και την πρώτη επίσκεψη στην Αθήνα των εκπροσώπων των δανειστών, για την εκτίμηση που όλα όσα έγιναν γνωστά απείχαν παρασάγγας από τα περί «τέταρτου μνημονίου» που προέβλεπε η ΝΔ.
Χαμηλοί τόνοι στη ΔΕΘ…
Το πιο σπουδαίο εμπόδιο, όμως, που συναντά η προσπάθεια του Κ. Μητσοτάκη προέρχεται από το ίδιο του το κόμμα και από την ίδια τη λογική του, τον ιδεολογικό και πολιτικό προσανατολισμό της κεντρικής πρότασής του, καθώς επίσης και από τις μόνιμες ακροδεξιές προσημειώσεις που αποδέχθηκε από τον τρόπο ανόδου του στην εξουσία. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες, έγκυρες πληροφορίες, λίγο πριν την ομιλία του στη ΔΕΘ πρόθεσή του ήταν να κρατήσει χαμηλούς τόνους και όχι ευθέως αντιπαραθετικούς με την κυβέρνηση. Με ένα σύνθημα «μπορούμε» και φράσεις όπως «οι Έλληνες μπορούν να πρωταγωνιστήσουν σε μια νέα εποχή δημιουργίας» θα επιχειρήσει να πείσει ότι η ΝΔ μπορεί «να αναπτύξει πολιτικές που θα εξασφαλίσουν μια καλύτερη ζωή για όλους τους Έλληνες και ευκαιρίες για όλους».
Πως όμως να πείσει ότι μπορεί να εργαστεί μ΄ αυτή τη λογική όταν όλες οι μέχρι τώρα εκφρασμένες θέσεις της ΝΔ, επισήμως σε συνέδρια και ομιλίες του προέδρου της, διαπνέονται από την «οπτική και τα συμφέροντα των ολίγων»; Πως θα πείσει ότι απευθύνεται στους πολλούς σε «όλους τους Έλληνες»; Όσο και αν ισχυρίζεται —αφήνοντας υπαινιγμό για τον ΣΥΡΙΖΑ— ότι θα το καταφέρει αυτό «γιατί η πολιτική της ΝΔ δεν είναι ταξική, είναι εθνική», αυτό δεν μπορεί να διασκεδαστεί.
… ασυγκράτητα στελέχη
Μόνο τις τελευταίες μέρες στελέχη της ΝΔ, ασυγκράτητα, μίλησαν με καθαρότητα για την πολιτική τους σε κρίσιμους τομείς. Για το ασφαλιστικό π.χ όπου μπορεί να απέσυραν τον προσδιορισμό «σύστημα του Πινοσέτ» ως αφόρητα βαρύ, αλλά δεν έχουν κανένα πρόβλημα να προαναγγείλουν ότι θα καταργήσουν το νόμο Κατρούγκαλου —θα είναι το πρώτο και το δεύτερο νομοσχέδιο μας είπε η κ. Βόζεμπεργκ— και δεν είναι το μόνο.
Διαφορετική συμπεριφορά
Η επίσκεψη στην Αθήνα των εκπροσώπων των δανειστών για την πρώτη από τις τέσσερις αυξημένες επιτηρήσεις που θα κάνουν το χρόνο ολοκληρώθηκε την Παρασκευή το βράδυ και τόσο από το ανακοινωθέν —και των τεσσάρων— όσο από τα έγκυρα ρεπορτάζ ή ενημερώσεις επίσημων αξιωματούχων δεν αφήνουν πολλά περιθώρια στη ΝΔ να δημαγωγήσει ή να καταστροφολογήσει. Θυμίζουμε απλώς τα ως τώρα λεγόμενα από την ΝΔ και τον ίδιο τον κ. Μητσοτάκη, ότι υπάρχει τέταρτο μνημόνιο, άρα θα ζητηθούν πρόσθετα μέτρα, θα πέσουν ποινές, θα ανατραπούν οι εξαγγελίες κ.τ.λ. κ.τ.λ.
Αντ΄ αυτών μια λιτή ανακοίνωση του κουαρτέτου αναφέρει ότι «η αποστολή διεξήγαγε συζητήσεις σχετικά με την κατάσταση και τις κυριότερες προκλήσεις τις οποίες αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία κατά την μετά το πρόγραμμα περίοδο, καθώς και σχετικά με την πορεία των εργασιών και τα επόμενα βήματα για την υλοποίηση της δέσμευσης της Ελλάδας να συνεχίσει και να ολοκληρώσει τις βασικές μεταρρυθμίσεις που δρομολογήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος». Το πιο συγκεκριμένο που λέει είναι ότι «υπήρξαν συζητήσεις όσον αφορά την οικονομική κατάσταση και τις προοπτικές, οι οποίες θα τροφοδοτήσουν την προετοιμασία του σχεδίου δημοσιονομικού προγράμματος της Ελλάδας για το 2019, που θα υποβληθεί στην Επιτροπή έως τις 15 Οκτωβρίου, καθώς και σχετικά με την εφαρμογή της στρατηγικής για την εξυγίανση των μη εξυπηρετούμενων δανείων».
Τέθηκε το ζήτημα των συντάξεων
Η συζήτηση-ενημέρωση βέβαια προχώρησε αρκετά κυρίως από την ελληνική πλευρά, διότι αυτή είχε ανάγκη να γνωρίζει «μέχρι που μπορεί να πάει». Απ΄ αυτή την άποψη το κύριο σημείο της συζήτησης ήταν ο προσδιορισμός του δημοσιονομικού χώρου που δημιουργήθηκε το 2019 και που θα κρίνει το εύρος των μέτρων που θα παρθούν, όπως και η συγκεκριμενοποίηση των εξαγγελιών του Αλέξη Τσίπρα στη ΔΕΘ. Μικρές ήταν οι διαφορές στην κοστολόγηση των μέτρων, όπως έγινε γνωστό, ενώ «συμφωνήθηκε η διαδικασία μέσω της οποίας θα επιτευχθεί σύγκλιση ως προς το δημοσιονομικό χώρο του 2019». Οι δανειστές ενημερώθηκαν και για την διαδικασία εφαρμογής της αύξησης του κατώτατου μισθού. Η έκθεση θα εκδοθεί τον Νοέμβριο.
Συζητήθηκε ή σωστότερα τέθηκε και το ζήτημα της περικοπής των συντάξεων από την ελληνική πλευρά και όπως έγινε γνωστό υπήρξαν κοινές δυο παραδοχές: πρώτον, δεν υπάρχει δημοσιονομικό πρόβλημα που θα επέβαλε ένα παρόμοιο μέτρο, δεύτερον, το μέτρο δεν είναι διαρθρωτικό. Πρόκειται για δυο κρίσιμες παραδοχές που αν συμφωνηθεί το εύρος του δημοσιονομικού χώρου για το 2019, συνιστούν μια σοβαρή βάση για να θέσει με πειστικό τρόπο το ζήτημα η ελληνική κυβέρνηση.
Στη συνέντευξή του στο Euronews ο Πρωθυπουργός προλείανε το έδαφος με την εξής διατύπωση: «Αν πετύχουμε τους στόχους, στο βαθμό που πετυχαίνουμε τους στόχους, θεωρώ ότι θα καταφέρουμε να αποφύγουμε ένα μέτρο, το οποίο είναι και αχρείαστο και αντιαναπτυξιακό, αλλά και μη διαρθρωτικό». Στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό, πρόσθεσε, θα τεθεί το ζήτημα «να σταματήσουν οι περικοπές και η λιτότητα που δημιουργούν μια αντικυκλική πολιτική, που μειώνουν τη ζήτηση, μειώνουν την κατανάλωση και άρα σπρώχνουν την οικονομία ξανά σε ένα σπιράλ ύφεσης».
Ζητούνται λεπτοί χειρισμοί
Η συζήτηση για το ζήτημα της περικοπής ή όχι των συντάξεων απαιτεί εξαιρετικά λεπτούς χειρισμούς και πειστικό λόγο. Προφανώς, να υπάρξει συγκατάθεση όλων. Όμως, ακόμη περισσότερο, αν πρόκειται σε μια τέτοια εξέλιξη να μην συμφωνήσουν όλοι οι θεσμοί, και αποφασίσει η κυβέρνηση, παρ΄ όλα αυτά, να μην εφαρμόσει ένα ψηφισμένο μέτρο. Ο υπουργός Οικονομικών, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, εργάζεται πολύ μεθοδικά γι΄ αυτό το ζήτημα καιρό πριν, αλλά και αυτές τις μέρες στις συζητήσεις του με τους εκπροσώπους των θεσμών.
Αυτή η πολύ λεπτή εργασία και προσπάθεια, ωστόσο διασαλεύτηκε συχνά από το εσωτερικό της κυβερνητικής, κυρίως, πλευράς. Βουλευτές ακόμη και υπουργοί, χωρίς να έχουν καμία εξουσιοδότηση και γνώση για τους αναγκαίους λεπτούς χειρισμούς, πιεζόμενοι από την ΝΔ, έσπευδαν να προεξοφλήσουν την μη περικοπή κ.τ.λ. κ.τ.λ. Τελευταίο συμβάν, απρόσεκτης παρέμβασης ήταν η είδηση από το ΑΠΕ ότι πηγή της Κομισιόν διαβεβαίωνε ότι δεν θα γίνουν περικοπές, όπως, μάλιστα, προκύπτει από τις συζητήσεις με τους θεσμούς στην Αθήνα.
Η αντιπολίτευση και ο Τύπος της φυσικά οργίασαν μιλώντας για fake news —ενώ δεν ήταν— και κυβερνητική προπαγάνδα. Το πιο αρνητικό ήταν ότι εκπρόσωπος της Κομισιόν έσπευσε να διαψεύσει κατηγορηματικά ότι συμφωνήθηκε κάτι για τις συντάξεις, επαναλαμβάνοντας τη γνωστή δήλωση Γιούνκερ. Ανώτατος αξιωματούχος του υπουργείου Οικονομικών δήλωσε ότι «Δεν μπορεί να είναι αλήθεια αυτό που έγραψε το ΑΠΕ, γιατί δεν υπάρχει διαπραγμάτευση μεταξύ κυβέρνησης και θεσμών στην Αθήνα, αλλά μόνο συζητήσεις. Δεν θα μπορούσαν να συμφωνήσουν ή να διαφωνήσουν αναφορικά με τις συντάξεις διότι δεν υπάρχει δεν υπάρχει διαπραγμάτευση». Τι να πεις…
ΚΟΜΜΑΤΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ
Οι σημαντικές πλευρές της υπόθεσης
Η υπόθεση με τα δάνεια των κομμάτων έχει πολλές πτυχές που πρέπει να εκτιμηθούν, όμως μια είναι η σπουδαιότερη και παραδόξως δεν προβάλλεται. Σε μια εποχή που η αξιοπιστία των κομμάτων δοκιμάζεται, η προσπάθεια της δικαστικής εξουσίας να διερευνήσει τυχόν ευθύνες τους και να τις αποδώσει, να διασφαλίσει τα δικαιώματα του δημοσίου είναι πολύ σωστή ενέργεια και συναντά την απαίτηση των πολιτών. Είναι, επομένως, αδιανόητο και προκλητικό να αντεπιτεθούν τα κόμματα που τα αφορούν —πλην ΚΚΕ, διότι κακώς συγκαταλέγεται στις προβληματικές δανειοδοτήσεις είναι απολύτως καλυμμένα τα δάνειά του— και να κατηγορούν την κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ για σκευωρία. Το ΚΙΝΑΛ, ως συνήθως, ξεπέρασε και τον —πρόσφατο— εαυτό του και μίλησε για «γκεμπελική τακτική» και «σπίλωση των πολιτικών του αντιπάλων, εργαλειοποιώντας το θέμα των δανείων των κομμάτων!
Το ζήτημα, όμως, δεν είναι κυρίως η επιστροφή των χρημάτων όσο ο τρόπος που τα κόμματα τότε πήραν τα δάνεια. Η Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής αυτό έφερε στην επιφάνεια και πάνω σ΄ αυτό στηρίζεται η αναψηλάφηση της υπόθεσης από τους αρμόδιους δικαστές. Και ο τρόπος αποκαλύπτει ότι υπήρξε συμπαιγνία από τα κόμματα εξουσίας και τις διοικήσεις —που διόριζαν, βέβαια, τα κόμματα— των τραπεζών, και δίνονταν τα δάνεια χωρίς καμία εξασφάλιση. Όπως εξάλλου και σε επιχειρήσεις του Τύπου αλλά και σε κοινές επιχειρήσεις. Το σημερινά μεγάλα κόκκινα δάνεια δεν οφείλονται όλα στην ανατροπή των σχεδιασμών τους, αλλά και στα ανορθολογικά και ακάλυπτα δάνεια ή δάνεια που έγιναν προσωπικές περιουσίες.
Υπάρχει, όμως, και μια άλλη πλευρά που επίσης έπασχε και είναι ακραίας ηθικής τάξης. Τα κόμματα έφεραν το 2013 στη Βουλή ειδική διάταξη που έδινε ασυλία σε όσα τραπεζικά στελέχη έχουν εγκρίνει δάνεια κομμάτων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Ακόμη και αν η διάταξη αυτή δεν προστατεύει τελικά τους υπεύθυνους από όλα τα αδικήματα (π.χ. ξέπλυμα) η συναινετική προσπάθεια του δικομματισμού να προστατεύσει τον εαυτό του, τα στελέχη του και τους διαπλεκόμενους τραπεζικούς είναι προφανής και απαράδεκτη.
Τελευταίο, πρέπει να αναφερθεί και κάτι ακόμη. Πέρα από τις ανοιχτές, δικαστικά υποθέσεις και μαρτυρίες για χρηματισμό των δύο —τότε— κομμάτων εξουσίας από επίσημες, μπροστά στο δικαστήριο, καταθέσεις μαρτύρων, στελεχών μεγάλων επιχειρήσεων, υπάρχουν και δικαστικές αποφάσεις που αναφέρονται συγκεκριμένα, όπως και αρμόδια στελέχη των κομμάτων που το παραδέχτηκαν (του ΠΑΣΟΚ) ευθαρσώς. Ελάμβαναν για τα κόμματά τους χρήματα από επιχειρήσεις! Πώς το ξεχνούν αυτό; Οι πολίτες δύσκολα, ελπίζουμε, θα το ξεχάσουν.
Αυτά, νομίζω, είναι μερικές από τις σοβαρές πλευρές της υπόθεσης, που έπρεπε με την ευκαιρία, να φέρνει στην επιφάνεια η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ με τις ανακοινώσεις τους. Οι δήθεν σκληρές λέξεις και φράσεις δεν προσθέτουν τίποτε στην ουσία της υπόθεσης. Απεναντίας.
Παύλος Κλαυδιανός
Πηγή: Η Εποχή