Στην κλασική τους μελέτη για τη φτώχεια στην Αγγλία, η οποία δημοσιεύτηκε το 1970, οι Ken Coates και Richard Silburn αναφέρονται στη διαδεδομένη αντίληψη των δεκαετιών που ακολούθησαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ότι η φτώχεια αποτελούσε παρελθόν και ότι ήταν η εποχή της συνεχούς ανάπτυξης και βελτίωσης των όρων ζωής. Η φτώχεια, σε μια εποχή διαρκούς ανόδου του βιωτικού επιπέδου, θεωρούνταν ότι αφορά μόνο ελάχιστους οι οποίοι δεν ήταν ικανοί να ακολουθήσουν τη γενικότερη πορεία εξέλιξης.i
Με αυτή την αφορμή, μπορεί κανείς να σκεφτεί τους φτωχούς στην Ελλάδα του σήμερα. Από το 2010 γίνεται αρκετός λόγος για τους «νεόπτωχους» της κρίσης και για την πρώην μεσαία τάξη που βρέθηκε κάτω από το όριο φτώχειας. Θεωρούμε εμμέσως ότι η φτώχεια στην Ελλάδα είχε εξαλειφθεί έως το 2010 και επανεμφανίστηκε μετά. Ξεχνούμε όμως έτσι όσους ήταν φτωχοί και παρέμειναν φτωχοί.
Ένα μεγάλο μέρος των «παλαιών φτωχών» της Ελλάδας αποτελούν κοινωνικές ομάδες με πολιτισμικά χαρακτηριστικά διαφορετικά από αυτά της πλειοψηφίας των «λευκών Ελλήνων»: Ρομά ή Τσιγγάνοι, μετανάστες, πρόσφυγες, μειονοτικοί. Οι πληθυσμοί αυτοί -εκτός φυσικά από μεμονωμένα μέλη τους- έμειναν για διαφορετικούς λόγους εκτός αναδιανομής, ένταξης στην καλά αμειβόμενη εργασία, ακόμη και εκτός κοινωνικού κράτους. Η διαφορετική τους γλώσσα και οι θεωρούμενες «οπισθοδρομικές» πολιτισμικές τους πρακτικές, σε ορισμένες περιπτώσεις το γεγονός ότι είναι «αλλόθρησκοι» ή απλώς «άλλοι», ενίσχυσε, αν δεν αποτέλεσε τη μοναδική αιτία αυτού του αποκλεισμού. Με άλλα λόγια, η φτώχεια στη χώρα μας δεν έχει μόνο ταξικά χαρακτηριστικά, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις και μια έντονη πολιτισμική διάσταση. Όποιος επισκεφτεί τον Ασπρόπυργο, τα υπόγεια της Αχαρνών και τα ορεινά χωριά της Ροδόπης, μιλήσει με τους άστεγους της Θεσσαλονίκης ή θυμηθεί την ιστορία της μικρής Σάρα από τη Σερβία που απεβίωσε πριν λίγα χρόνια από τις αναθυμιάσεις μαγκαλιού, θα το καταλάβει.ii
Η φτώχεια έχει πολλές διαστάσεις, όπως και ο κοινωνικός αποκλεισμός. Οι μορφές και οι διαστάσεις τους συγκροτούν ένα αλληλοδιαπλεκόμενο δίκτυο αποκλεισμών. Η κατάσταση της φτώχειας έχει συναισθηματικές συνέπειες και δημιουργεί μια μόνιμη ανασφάλεια και αίσθηση «μη ανθρωπινότητας», την οποία είναι δύσκολο να διακρίνει κάποιος τρίτος. Όταν οι συνέπειες της φτώχειας συνδυάζονται με τον αποκλεισμό που δημιουργεί η διαφορετική γλώσσα, η θρησκεία ή το χρώμα, τότε το μείγμα μπορεί να γίνει εκρηκτικό και οι κοινότητες των διπλά αποκλεισμένων -των φτωχών και διαφορετικών- να μην έχουν διέξοδο και προοπτική μεταβολής των όρων του αποκλεισμού τους.
Η εθνο-ταξικότητα είναι έννοια που δεν έχει χρησιμοποιηθεί αρκετά, μπορεί όμως να βοηθήσει στην κατανόηση της εθνοτικής / πολιτισμικής διάστασης της φτώχειας και του αποκλεισμού.
Γι’ αυτό και ένα άρτιο κοινωνικό κράτος δεν αποτελεί από μόνο του τη λύση, όπως συνήθως πιστεύεται. Αυτό δεν είναι αρκετό να καταπολεμήσει αφενός την ανασφάλεια και τα αίτια της φτώχειας, αφετέρου την πολιτισμική διάσταση του αποκλεισμού που τη γεννά.
Άλλωστε, και οι διεκδικήσεις των εθνοπολιτισμικών μειοψηφιών δεν περιορίζονται σχεδόν ποτέ μόνο στην πολιτισμική διαφορά. Θέτουν ταυτόχρονα ζητήματα αναδιανομής, ισότητας, δικαιοσύνης και ούτω καθεξής. Η πολιτισμική διαφορά έχει συνέπειες σε τομείς όπως η πρόσβαση στην εκπαίδευση, την απασχόληση, τα δικαιώματα. Για τον λόγο αυτό, παρόμοια αιτήματα είναι πάντα συνδεδεμένα με διεκδικήσεις για αναδιανομή και ισότητα.
Οι πολιτικές για την καταπολέμηση της φτώχειας θα πρέπει λοιπόν να λειτουργούν ταυτόχρονα με πολιτικές ένταξης των ομάδων με συγκεκριμένα «εθνο-ταξικά» χαρακτηριστικά, και ανάποδα. Μόνο έτσι θα είναι επιτυχημένες και αποτελεσματικές όσον αφορά τις συγκεκριμένες ομάδες. Γι’ αυτό χρειάζονται ολιστικές προσεγγίσεις, οι οποίες να συμπεριλαμβάνουν την παραδοσιακή ενίσχυση μέσω του κοινωνικού κράτους, πολιτικές αναδιανομής αλλά και καταπολέμησης του ρατσισμού και του αποκλεισμού, όπως επίσης και αναπροσαρμογή των λογικών και διοικητικών πρακτικών ώστε αυτές να προσαρμοστούν στις συγκεκριμένες ανάγκες.
Χρειάζεται, τέλος, και κάτι που συνήθως παραγνωρίζεται: η ενεργός δράση και εμπλοκή των μελών των κοινοτήτων που αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της φτώχειας και του αποκλεισμού. Δημοκρατικές διαδικασίες από τα κάτω και συμμετοχή σε όλα τα επίπεδα λήψης αποφάσεων, προκειμένου να γίνει κατανοητό σε αποκλεισμένους και μη ότι η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός δεν είναι «φυσικά φαινόμενα». Τέλος, ένας κοινός στόχος θα μπορεί να ενοποιήσει τις επιμέρους απόψεις, τις διαφωνίες και τους τοπικούς ανταγωνισμούς που σίγουρα θα προκύψουν.
i Ken Coates και Richard Silburn. Poverty: The Forgotten Englishmen. Λονδίνο: Penguin, 1970.
ii Χρήστος Ηλιάδης, «Φτωχοί και κυνηγημένοι στην Ελλάδα της κρίσης: H Σάρα και το μαγκάλι”, Ενθέματα, 8 Δεκεμβρίου 2013.
Ο Χρήστος Ηλιάδης είναι συνεργάτης του Συμβουλίου της Ευρώπης και γ.γ. της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Πηγή: Η Αυγή