Οι εντατικοί ρυθμοί των εξελίξεων στη χώρα μας και η σοβαρότητα των κρινομένων ζητημάτων έχουν παραμερίσει εντελώς από τον δημόσιο βίο ένα μέγιστης σημασία θέμα. Έχει σχεδόν λησμονηθεί ότι πέρασαν τρία περίπου χρόνια από την ανακοίνωση από τον πρωθυπουργό της εκκίνησης της διαδικασίας για την αναθεώρηση του Συντάγματος.
Πέρα από την εξαγγελία της συγκρότησης της επιτροπής «σοφών» που υποτίθεται ότι θα ανοίξει μια δημόσια συζήτηση, τίποτε άλλο δεν μαρτυρεί ότι η αναθεωρητική διαδικασία έχει αρχίσει. Όμως και η σύσταση της επιτροπής, όχι τόσο από πλευράς επιστημονικής σύνθεσής της αλλά της γενικότερης «σημειολογίας» της, που όφειλε να υποδηλώνει την ανάγκη πραγματικού εμπλουτισμού της διαδικασίας με αμεσοδημοκρατικά στοιχεία, δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτυχής.
Αναθεώρηση με αριστερό πρόσημο
Το καίριο ερώτημα, που προκύπτει ιδίως μετά το προηγούμενο του απροσδόκητου απαράδεκτα χαμηλού ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης για το νομοσχέδιο της απλής αναλογικής, είναι αν η αναθεωρητική διαδικασία θα διαθέτει την ουσιαστική λαϊκή νομιμοποίηση – όχι μόνον αυτήν που απαιτεί η κατά το ισχύον σύνταγμα νομική τάξη, αλλά και εκείνην που θα τεκμηριώνει και θα εκφράζει με τρόπο περισσότερο ευθύβολο το φρόνημα του έθνους. Με την πρωτοβουλία κυβέρνησης όπως η σημερινή, το όλο εγχείρημα, διαδικασία και θέσπιση του νέου συντάγματος, θα έπρεπε να φέρει την πιο έκδηλη σφραγίδα της λαϊκής βούλησης και συμμετοχής στη διαμόρφωση του καταστατικού χάρτη της Πολιτείας. Η προσφυγή στο θεσμό του δημοψηφίσματος θα αποτελούσε ενδεχομένως πρόσφορο αλλά όχι μοναδικό μέσο.
Πολλά είναι τα νομικά προβλήματα που θα αντιμετωπίσει η θέσπιση ενός αναθεωρημένου συντάγματος. Μήτρα νομικού συστήματος άλλης εποχής, ίζημα σε μεγάλο βαθμό πεποιθήσεων απαρχαιωμένων, το ισχύον Σύνταγμα θα είναι δύσκολο να αναμορφωθεί στο πλαίσιο μιας απλής αναθεώρησης. Αλλά εκείνο που χρειάζεται η χώρα είναι ένα νέο πραγματικά Σύνταγμα, που θα ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες, θα είναι απαλλαγμένο από τις αντιδραστικές σκωρίες του παρελθόντος και θα διαπερνάται από τη δυναμική που οδήγησε στον σχηματισμό της «κυβέρνησης με αριστερό πρόσημο». Το βάρος της λαϊκής συμπαράστασης στο εγχείρημα μιας παρόμοιας αναθεώρησης θα αποτελέσει εγγύηση για την επιτυχία του.
Κυβερνησιμότητα και μεθοδεύσεις
Δεν είναι μόνο η στείρα εμμονή στις παρωχημένες θεσμικές αντιλήψεις που θα αποτελέσει τη σπονδυλική στήλη του αντίπαλου στρατοπέδου. Υπάρχουν και στους κόλπους του δυνάμεις που μηχανεύονται νέα τεχνάσματα για την εξασφάλιση της νομής και της παραμονής στην εξουσία, τα οποία έχουν ήδη τεθεί σε εφαρμογή σε διάφορες χώρες. Κανείς δεν μπορεί να είναι ανυποψίαστος και η επαγρύπνηση επιβάλλεται. Το πεδίο των συνταγματικών ρυθμίσεων, παλαιών και μελλοντικών, προσφέρεται για κατάλληλες ποικίλες μεθοδεύσεις.
Με τη γενικότερη κρίση εκπροσώπησης στο πολιτικό σκηνικό και την έλλειψη αυτοδυναμίας, αναδεικνύεται σε μέγιστη ανάγκη για το καθεστώς, που την αντιμετώπισή της καλούνται να διευκολύνουν κατάλληλες συνταγματικές ρυθμίσεις, η περίφημη «κυβερνησιμότητα». Η έννοια δεν είναι οικεία για την ελληνική πολιτική σκηνή. Πλησιέστερη προς αυτήν είναι ίσως η έννοια της διακυβέρνησης με βάση τη συναίνεση. Συναίνεση όμως όχι όπως την αντιλαμβάνονταν ο Γκράμσι, ο οποίος τη στήριζε στην πολιτιστική ηθική ηγεμονία του συνασπισμού εξουσίας, αλλά «μηχανική» συναίνεση, με την εγκαθίδρυση τεχνικών-πολιτικών όρων για τη δημιουργία σταθερών και ομοιογενών κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών.
Ανάμεσα στους όρους αυτούς είναι η επίτευξη «ισορροπίας» -αμοιβαίων δεσμεύσεων- των κομμάτων στον εσωτερικό πυρήνα της πολιτικής ζωής και των θεσμών, η οποία θα αντισταθμίζει τις εντάσεις στον απώτερο κύκλο των κοινωνικών φορέων και της οικονομίας. Η «ισορροπία» αυτή θα αμβλύνει τις αντιθέσεις στα ενδότερα του κύκλου της βάσης, που αποτελείται από το εκλογικό σώμα και τις κοινωνικές διαστρωματώσεις του. Μελλοντικά θα μπορεί να φαντασθεί κάνεις για την επίτευξη των όρων αυτών ακόμη και τη χρησιμοποίηση αλγορίθμων, που θα διευκολύνουν, θα διευθετούν και θα προωθούν την «κυβερνησιμότητα».
Σε τελευταία ανάλυση, η «κυβερνησιμότητα» συνίσταται στη συγκρότηση ενός πλέγματος πολιτικών συνθηκών για τη δημιουργία συνασπισμών κομμάτων (ή άλλων μορφών διακομματικής συμπόρευσης) ικανών να στηρίζουν τον σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας (ή άλλων μορφών πολιτικής σύμπραξης) ελαχιστοποιώντας το στοιχείο της προγραμματικής σύγκλισης. Η δημιουργία κυβέρνησης γίνεται περίπου αυτοσκοπός. Φυσικά, στο επίπεδο μιας κοινωνιολογικής προσέγγισης είναι εμφανές ότι την κύρια θέση ανάμεσα στους όρους της «κυβερνησιμότητας» έχει ασφαλώς η ικανότητα της κυρίαρχης τάξης και της πολιτικής της ελίτ να ενσωματώνει και να ρυθμίζει τη διάταξη των πολιτικών δυνάμεων χρησιμοποιώντας τις ανάλογες μεθοδεύσεις.
Οι αγορές θέλουν τον απόλυτο έλεγχο
Προέκταση αυτής της εννοιοδότησης της «κυβερνησιμότητας», η οποία δεν προβάλλεται άμεσα αλλά υπονοείται σιωπηρά από τους υποστηρικτές της, είναι η μετακύλισή της στην κατεύθυνση της κυβέρνησης τεχνοκρατών με την ανάλογη κοινοβουλευτική στήριξη. Είναι η κίνηση του εκκρεμούς στην παρούσα φάση, στην κατεύθυνση της ουσιαστικής αποδυνάμωσης της πολιτικής. Η παντοδύναμη αγορά διεκδικεί την άμεση παρέμβασή της στον δημόσιο βίο, χωρίς τις συνήθεις διαμεσολαβήσεις. Όχι απλώς την απλή παρέμβαση της σ’ αυτόν, δεδομένη οπωσδήποτε, αλλά τον απόλυτο έλεγχό του, με την κατάληψη και την κατοχή του από τους άμεσους εντολοδόχους της. Εκεί στοχεύουν τα οικονομικά και πολιτικά επιτελεία της κυρίαρχης τάξης, αναζητώντας τους τρόπους για την καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση των συμφερόντων της στο πλαίσιο του μεταλλασσόμενου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού. Πρόκειται για πυκνές διεργασίες που αναπτύσσονται στο εσωτερικό του πολιτικού συστήματος, οι οποίες δεν γίνονται ευρύτερα αντιληπτές. Διεργασίες μετάβασης από τη λαϊκή κυριαρχία (με όλες τις φαλκιδεύσεις της) στην απόλυτη κυριαρχία των αγορών.
Η πρόταση, η επιδίωξη και η πραγματοποίηση της «κυβερνησιμότητας» ισοδυναμεί με διπλή κίνηση υφαρπαγής, σε βάρος τόσο των κυβερνήσεων όσο και των λαών. Μέσω της «κυβερνησιμότητας» μετασχηματίζεται η εκτελεστική εξουσία καθώς υποκαθίστανται από εναλλακτικές ρυθμίσεις, συναλλαγές και μεθοδεύσεις οι πρωταρχικοί, συντακτικοί του πολιτεύματος όροι της λαϊκής βούλησης.
Η αρχή της αντιπροσώπευσης υφίσταται βαρύ πλήγμα. Ο σημερινός κατακερματισμός της ελάσσονος αντιπολίτευσης στη χώρα μας, η έντονη κινητικότητα και οι αγωνιώδεις προσπάθειες για την ενοποίηση και ανασύνθεση της «Κεντροαριστεράς», παραπέμπουν στην πολιτική στρατηγική της «κυβερνησιμότητας». Καθώς η ιδέα της «αριστερής παρένθεσης» είναι πιά φανερό ότι αποτελεί ανεπιστρεπτί παρελθόν,πολιτικά επιτελεία της κυρίαρχης τάξης εργάζονται πυρετωδώς. Στη διάδοχη πολιτική στρατηγική που επεξεργάζονται δεν θα ήταν απόν το σενάριο της κυβερνησιμότητας.
Μπρεζίνσκι και Χάντιγκτον
Ο όρος «κυβερνησιμότητα» έχει την αρνητική φόρτιση της ιστορικής διαδρομής του. Είδε το φως της δημοσιότητας όταν αποκαλύφθηκε, το 1975, το περιεχόμενο σχετικής έκθεσης της διαβόητης Τριμερούς Επιτροπής, που είχε ιδρύσει δύο χρόνια πριν ο μεγιστάνας του πλούτου Ντέιβιντ Ροκφέλερ, με τη συνεργασία δύο γνωστών «εγκεφάλων», του Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι και του Σάμιουελ Χάντιγκτον. «Η συγκρότηση της Επιτροπής ανατρέχει σε ζυμώσεις της δεκαετίας του 1960, την οποία ο Σάμιουελ Χάντιγκτον χαρακτήρισε αποδοκιμαστικά ‘δεκαετία της δημοκρατικής εξόρμησης και της ενθάρρυνσης του δημοκρατικού εξισωτισμού’. Κατά την άποψη της Επιτροπής, θα έπρεπε να ακολουθήσει μια αντίθετη επόμενη δεκαετία ενθάρρυνσης της διακυβέρνησης των ελίτ και υποχώρησης του »πάθους« των μαζών. Θα έπρεπε να περιοριστούν προσδοκίες και οι βλέψεις των πιο αδύναμων, των φτωχότερων αλλά και μέρους της μεσαίας τάξης, να ενισχυθούν οι εξουσίες του προέδρου, να χαλιναγωγηθούν τα ΜΜΕ και να »ηρεμήσουν« τα λαϊκά στρώματα. Σ’ αυτό το πλαίσιο αναδύθηκε η ιδέα της »κυβερνησιμότητας”, που μεταφυτεύθηκε ανεπιτυχώς στην Ιταλία πρώτα, όπου αποτέλεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα τον άξονα της πολιτικής ζώης.
Προσπάθεια μεταφύτευσης της «κυβερνησιμότητας» και στη χώρα μας έχει επιχειρηθεί από καιρό. Το εκλογικό νομοσχέδιο αποτέλεσε την ευκαιρία να δοκιμασθούν κρούσεις σε κάθε κατεύθυνση. Οι εμπνευστές και οι οργανωτές του εγχειρήματος περιέλαβαν στους προβληματισμούς τους την Αριστερά, η οποία, ως «κυβερνώσα Αριστερά» μάλιστα, δεν ήταν δυνατόν να αγνοηθεί κατά την εκπόνηση των σχεδίων τους. Ξεκινώντας από διαφορετική, ιδιαίτερη αφετηρία, η Αριστερά έδειξε το ενδιαφέρον της για το θέμα. Σε επίπεδο κυβερνητικών στελεχών έγινε χρήση του νεόκοπου όρου «αριστερή κυβερνησιμότητα».
Αριστερή κυβερνητικότητα
«Αριστερή κυβερνητικότητα» θα ήταν ο σωστός όρος. Διακυβέρνηση δηλαδή με ευθύνη απέναντι στη χώρα και στον λαό της, απέναντι στους αδύναμους και αδικημένους ειδικότερα, στις κοινωνικές τάξεις και τα στρώματα που αποτελούν την κοινωνική αναφορά της Αριστεράς. Διακυβέρνηση προάσπισης της δημοκρατίας, που συρρικνώνεται, αντίστασης στην απομείωση της πολιτικής, που εντείνεται. Είναι τα μέτωπα της πάλης που επικαθορίζουν την «αριστερή κυβερνητικότητα». Είναι ο μακρόχρονος πόλεμος για την ανάκτηση των θέσεων που έχασε η Αριστερά με την υπό εκβιασμό υπογραφή των Μνημονίων και τη συνακόλουθη εφαρμογή παρένθετων, εισηγμένων και ενσφηνωμένων μέτρων. Ο αγώνας για την έξοδο από τα Μνημόνια, για την απόκτηση του δικαιώματος αυτοκαθορισμού και αυτονομίας των επιλογών της χώρας.
«Αριστερή κυβερνητικότητα» σημαίνει συνεχή σύγκρουση με τη συντελούμενη εκπτώχευση της δημοκρατίας και τη συρρίκνωση της ανεξαρτησίας. Αγώνα για την διεύρυνση του περιεχομένου τους με την επέκταση του πεδίου δράσης του πολιτικού ανταγωνισμού. Εμβάθυνση του πολιτικού ανταγωνισμού με την πρόσκτηση νέων διαστάσεων αυτοοργάνωσης και αυτονομίας των πολιτών και με τη δημιουργία νέων μορφών συλλογικότητας. Πρόταγμα της «αριστερής κυβερνητικότητας» θα είναι η προάσπιση της απειλούμενης δημοκρατίας σε αδιαχώριστη σύζευξη με τις προσπάθειες για την εμβάθυνση και τον εμπλουτισμό του χαρακτήρα της με νέα στοιχεία λαϊκότητας, γνήσιου ριζοσπαστισμού και άμεσης δημοκρατίας.
Τάσος Τρίκκας
Πηγή: Η Αυγή