Macro

Ντιντιέ Εριμπόν «Η ζωή, τα γηρατειά και ο θάνατος μιας γυναίκας του λαού», μετάφραση: Γιάννης Στεφάνου, εκδόσεις Νήσος, 2024

Γήρας, γηρατειά, γεράματα – τρίτη ηλικία· γέροντες και γερόντισσες, γέροι και γριές – ηλικιωμένοι· γκρίνια, μουρμουρητά, παράπονα – φωνή. Μπορούν τα γηρατειά να μιλήσουν; Τα ακούμε; Πώς μπορούμε οι νεότεροι να μιλήσουμε για τους γηράσκοντες αγαπημένους μας; Πώς μπορούμε να κάνουμε ακουστό τον λόγο τους;
 
Τί σημαίνει γράφω για ένα «εμείς» που δεν συγκροτείται το ίδιο ως τέτοιο; Τί σημαίνει σπάω τη «συνωμοσία της σιωπής» και φωνάζω προς υπεράσπιση ενός συνόλου ανυπεράσπιστου; Τί σημαίνει εν τέλει πράττω για χάρη εκείνων που πλέον δεν μπορούν να πράξουν; «Αναμφίβολα υπήρχε μια ιδιαίτερα πολιτική διάσταση στα λεγόμενά της – αρκεί ακριβώς να μην τα προσεγγίσουμε σαν ατομικό παράπονο, αλλά ν’ αποκαταστήσουμε την πολιτική τους εμβέλεια […]» (σ. 229).
 
 
Το νέο βιβλίο του Ντιντιέ Εριμπόν, εντασσόμενο στο ενδιάμεσο γραμματειακών ειδών, με μια γραφή που κινείται από τη λογοτεχνική (αυτο-)βιογραφία και την (αυτο-)ανάλυση προς το (στοχαστικό) δοκίμιο και την κριτική θεωρία, δεν μιλάει για τη μητέρα του συγγραφέα ούτε για τον ίδιο – η μητέρα και ο ίδιος γίνονται το όχημα για έναν ευρύτερο αναστοχασμό γύρω από την κατάσταση των γερόντων και τη συνθήκη του γήρατος· γίνονται το όχημα για την επαναπολιτικοποίηση της τρίτης ηλικίας. Εκείνη η «γυναίκα του λαού» και εκείνος ο γιος που πλέον δεν λογίζεται ως γιος είναι πρόσωπα οικεία και δικά μας. «Ιδού, σκέφτηκα: αυτή ήταν η ζωή μιας γυναίκας του λαού, αυτά είναι τα γηρατειά της. Δεν ήξερα ότι πολύ γρήγορα θα χρειαζόταν να προσθέσω και μια τρίτη λέξη» (σ. 186).
 
Ο Εριμπόν περιγράφει, προκειμένου να απεικονίσει και παραλλήλως να σκεφτεί κριτικά· συνθέτει, προκειμένου να αναδιατάξει τις διάσπαρτες ψηφίδες της πολιτικής και κοινωνικής ύπαρξης εκάστου εξ ημών προς όφελος ενός στοχασμού δραστικού, ο οποίος σκοπό έχει την πράξη και την κινητοποίηση· γενεαλογεί, καταβυθιζόμενος στο έτυμον τούτης της λέξης, για να φτάσει στη ρίζα της παρούσας κατάστασης – και τούτο είναι μια πράξη πολιτική που διανύει τη διαδρομή από το «εγώ» στο «εμείς» και από την ακίνητη γραφή στην πάλλουσα προτροπή για μια συλλογική κίνηση. «Οι ηλικιωμένοι είναι οι θεματοφύλακες της οικογενειακής γενεαλογίας, οπωσδήποτε, αλλά και μιας κοινωνικής μνήμης εν γένει, η οποία κινδυνεύει να εξαφανιστεί μαζί τους» (σ. 134).
 
Να δώσουμε φωνή στους ηλικιωμένους, να μιλήσουμε για εκείνους, να ξανακοιτάξουμε τις θεωρίες που άρρητα τους παραγκωνίζουν: νά η πρόταση και η προτροπή του Εριμπόν. Γιατί; Διότι είναι χρέος, το οποίο προκύπτει από την ηθικοπολιτική μας δέσμευση για την αναδιάταξη αυτού του κόσμου – και αυτή η αναδιάταξη πρέπει να συντελεστεί σε χρόνο ενεστώτα, πριν να είναι πολύ αργά. Μπροστά στη βραδύτητα του γήρατος βρίσκεται το επείγον της δικής μας πράξης· μπροστά στο αργό σβήσιμο του θανάτου βρίσκεται η ανάγκη να στρέψουμε τα φώτα σε όσους ακόμα ζουν. «Αυτό ακριβώς μου συνέβη, δεν ήμουν πια γιος […]» (σ. 123).
 
 
Μετά την Επιστροφή στην Ρενς
 
 
Το προηγούμενο βιβλίο του Εριμπόν, η Επιστροφή στη Ρενς (μτφ. Γιάννης Στεφάνου, εκδ. Νήσος, 2020), υβριδικού πάλι χαρακτήρα, είχε στο κέντρο τον πατέρα, θεματοποιούσε την ταξική φυγή και αναδιαπραγματευόταν την κοινωνική ντροπή. Εκεί, η (αυτο-)βιογραφική διάσταση κατείχε θέση δεσπόζουσα, καθώς κατ’ ουσίαν κεντρικό υποκείμενο ήταν ο γράφων, η φυγή του και η επιστροφή του στη γενέθλια γη – ο αναστοχασμός γύρω από τη ντροπή του και το αίσθημα κοινωνικής ντροπής κάθε ταξικού φυγά που ακολουθεί μια ανοδική πορεία. Στο τελευταίο του βιβλίο υπάρχει μια εμφανής μετατόπιση: το βάρος πέφτει σε άλλο υποκείμενο και όχι στον ίδιο, θεματοποιείται το γήρας και σημειώνεται μια εννοιολογική μετατόπιση από το αρσενικό «εγώ» ενός (εν μέρει) bildungsroman στο θηλυκό «εσύ» της απώλειας. Λιγότερο διανοητικό το δεύτερο βιβλίο, περισσότερο όμως συγκαιρινά παρεμβατικό για όσους παραλάβουν το πολιτικό του μήνυμα. «Τώρα που αφηγούμαι αυτά τα επεισόδια από την αργή πορεία της μητέρας μου προς το τέλος, με κυριεύει θλίψη και ντροπή. Πρέπει όμως να τ’ αφηγηθώ. Δεν θέλω να σκιαγραφήσω ένα ατσαλάκωτο, υποδειγματικό πορτρέτο […]» (σ 168). «Κανένα ατομικό πεπρωμένο, εντέλει, καμία προσωπική διαδρομή δεν μπορεί να ιδωθεί ξέχωρα από τις υπόλοιπες, αφού τις συνδέουν τα γεγονότα που τις διαμόρφωσαν από κοινού» (σ. 66).
 
 
Επιδράσεις και συνάφειες
 
 
Μπορούμε πάντως να πούμε ότι το συγγραφικό μήνυμα του πρώτου βιβλίου πολλοί το παρέλαβαν και το αξιοποίησαν. Τέτοια είναι η περίπτωση του Εντουάρ Λουί, ο οποίος σαφώς αντλεί μεθοδολογικά και θεματολογικά από την Επιστροφή στη Ρενς, ενώ προφανώς «Οι αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας» (μτφ. Στέλα Ζουμπουλάκη, εκδ. Αντίποδες, 2021) εκ πρώτης όψεως σχετίζονται με το τελευταίο βιβλίο του Εριμπόν, αφού κεντρικό πρόσωπο είναι η μητέρα. «Έκανα, σχεδόν άθελά μου, διάφορες σκέψεις, προσπαθώντας να τις διώξω γρήγορα από το μυαλό μου: Πόσος χρόνος της μένει; Πόσο καιρό θα περάσει σε αυτό το δωμάτιο… και πόσο καιρό θα έρχομαι να τη βλέπω σε αυτή την κωμόπολη; Σκεφτόμουν σε βάθος χρόνων» (σ. 31).
 
Έχει όμως ενδιαφέρον το γεγονός ότι η αυτοθεωρησιακή προοπτική και πρακτική (αυτοκοινωνιολόγηση, αυτοεθνογραφία, αυτομυθοπλασία, συλλογική αυτοβιογραφία κ.τ.ό.) κερδίζει βαθμηδόν έδαφος. Πέρα από την Ανί Ερνό με την οποία συνομιλούν ο Εριμπόν και ο Λουί, το πρόσφατο βιβλίο της Κατρίν Μιγιό, λακανικής ψυχαναλύτριας, με τίτλο «Άβαθο ρυάκι…» (μτφ. Βέρα Παύλου, εκδ. Επέκεινα, 2023), παρουσιάζει συνάφειες και μπορεί να διαβαστεί παράλληλα με το πρόσφατο του Εριμπόν, καθώς –από άλλη κατεύθυνση και με άλλη στόχευση– τα γηρατειά τίθενται επί τάπητος μέσω ενός λόγου που ξεφεύγει από τα όρια της λογοτεχνίας όσο και της (αυτο-)ψυχανάλυσης. Κοινή πολιτική συνισταμένη –αν όντως μπορεί να προκύψει κάτι τέτοιο– αποτελεί η (άμεση ή έμμεση) προτροπή μη παραίτησης και ένα πρόταγμα όχι απλώς ενδυναμωτικό αλλά ζωογόνο – να δούμε μέσα στη φθορά τη ζωή να ανθίζει. «Πόσο θα ήθελα να έχω μια τέτοια εγκυκλοπαίδεια για τη μητέρα μου! Και για τον πατέρα μου. Για τους ανθρώπους του λαού που σπάνια κάποιος αφηγείται την ατομική τους ιστορία» (σ. 148).
 
Προς τα πού εν τέλει τείνει ένας λόγος γύρω από τα γηρατειά; Ο Εριμπόν έδειξε ότι ρέπει και κατατείνει προς τη ζωή και την υπεράσπισή της. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι διανύοντας τα εβδομήντα του έτη ο συγγραφέας γερνάει. Και αυτό είναι μια αλήθεια πικρή: γερνώντας στοχαζόμαστε το γήρας. Αυτή την αλήθεια προσπαθεί ο Εριμπόν να ξαναδεί και να συζητήσει: μήπως θα έπρεπε το γήρας να μας απασχολεί πολιτικά, πριν αυτό έλθει;
 
Παναγιώτης Ελ Γκεντί