Ολοι οι ήρωες του Πλατόνοφ παγιδεύονται στο πνεύμα μιας επανάστασης που τους καταπίνει ζωντανούς. Και το «μεγάλο όνειρο» γίνεται πολύ σύντομα εφιάλτης. Αθώοι άνθρωποι πεθαίνουν, η αδικία θριαμβεύει, το σκοτάδι σκεπάζει τη Γη.
«Οι παλιές επαρχιακές πόλεις έχουν ερειπωμένες παρυφές. Εκεί πηγαίνουν να ζήσουν άνθρωποι κατευθείαν από τη φύση. Εμφανίζεται ένας άντρας με έξυπνο και μέχρι θλίψης καταβεβλημένο πρόσωπο, που μπορεί να επιδιορθώσει τα πάντα και να εξοπλίσει τα πάντα, ενώ ο ίδιος έχει ζήσει τη ζωή όλη του τη ζωή χωρίς κανέναν εξοπλισμό»
Αυτές είναι οι πρώτες φράσεις του εμβληματικού βιβλίου «Τσεβενγκούρ» του Αντρέι Πλατόνοφ. Κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε εξαιρετική μετάφραση από τα ρωσικά της Ελένης Μπακοπούλου.
Πριν προχωρήσουμε στην «ανατομία» του βιβλίου, είναι σημαντικό να ξαναθυμηθούμε ποιος ήταν ο σπουδαίος αυτός Ρώσος συγγραφέας.
Ο συγγραφέας, δοκιμιογράφος και ποιητής Αντρέι Πλατόνοβιτς Πλατόνοφ (ψευδώνυμο του Α. Π. Κλιέμτοφ) γεννήθηκε το 1899 στο Βορόνεζ, πρώτος από τα 11 παιδιά ενός μηχανικού τρένων, εργάτη μετάλλων και επίδοξου εφευρέτη. Παιδί ακόμα εργάστηκε ως ξυλουργός, θερμαστής, εργάτης σε χυτήριο, βοηθός μηχανοδηγού. Σπούδασε στο Πολυτεχνείο του Βορόνεζ και συγχρόνως άρχισε να δημοσιογραφεί. Το 1920 παραιτήθηκε από δόκιμο μέλος του Κ.Κ. Συνδύασε την εργασία του ως τεχνικού με τη συγγραφική δραστηριότητα, θεωρώντας την πρώτη ως κοινωνικό καθήκον του. Το 1927 εγκατέλειψε την υπηρεσία του και επιδόθηκε αποκλειστικά στο γράψιμο. Το 1929 κατηγορήθηκε για αναρχικές και ατομικιστικές τάσεις ενώ το 1931 ο Στάλιν απαγόρευσε τη δημοσίευση των έργων του. Το 1937 με χαλκευμένες κατηγορίες ο 15χρονος μοναχογιός του, Πλάτων, οδηγήθηκε σε γκουλάγκ, απ’ όπου ελευθερώθηκε το 1941, άλλα πέθανε το 1943 από φυματίωση. Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Πλατόνοφ υπηρέτησε στο μέτωπο ως πολεμικός ανταποκριτής. Μετά τον πόλεμο θεωρήθηκε «συκοφάντης της Σοβιετικής οικογένειας» και οι διώξεις του συνεχίστηκαν μέχρι τον θάνατό του –λέγεται από φυματίωση– το 1951. Τα σημαντικότερα έργα του είναι: «Ο υδατοφράκτης του Επιφάνιου», «Τσε-Τσε-Ο», «Ο διαπορών Μακάρ», «Τσεβενγκούρ», «Λάκκος», «Επ’ ωφελεία», «Ο ποταμός Ποτουντάν».
Ο Πλατόνοφ θεωρούσε ώς το τέλος της ζωής του τον εαυτό του κομμουνιστή, μολονότι τα κύρια έργα του παρέμειναν αδημοσίευτα λόγω της κριτικής που ασκούσαν στο σταλινικό καθεστώς. Ακρως διαποτισμένα από υπαρξισμό, τα βιβλία του δεν ενίσχυαν το τότε κυρίαρχο δόγμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.
Το «Τσεβενγκούρ», που θεωρείται το σπουδαιότερο βιβλίο του, γράφτηκε το 1927 και είναι ένα κοινωνικοπολιτικό μυθιστόρημα, μια ειρωνική παραβολή για την εκκολαπτόμενη Σοβιετική Ρωσία. Διαβάζω πως όταν ο Πλατόνοφ το τελείωσε, στα τέλη της δεκαετίας του 1920, λίγο μετά τον θάνατο του Λένιν, οι πρώτοι αναγνώστες προειδοποίησαν τον νεαρό μυθιστοριογράφο ότι θα καταστραφεί εάν το εκδώσει. «Θέλω να σας προειδοποιήσω τώρα», είπε ο εκδότης του αφού διάβασε ένα προσχέδιο το 1927, «ότι πρέπει να το διορθώσουμε για να σβήσουμε τα συναισθήματα που δημιουργεί». Ο Μαξίμ Γκόρκι ήταν πιο άμεσος: «Ο,τι κι αν επιθυμούσες, απεικόνισες την πραγματικότητα με ένα λυρικό-σατιρικό φως που είναι, φυσικά, απαράδεκτο για τη λογοκρισία μας». Ο Ιωσήφ Στάλιν απλώς έγραψε τη λέξη «Κάθαρμα» πάνω στο έργο του Πλατόνοφ, ερμηνεύοντας το μυθιστόρημα ως γελοιοποίηση του καθεστώτος και σταμάτησε την έκδοσή του. Τελικά, το βιβλίο εκδόθηκε ολόκληρο το 1972 εκτός Σοβιετικής Ενωσης, και εντός το 1988 επί Γκορμπατσόφ.
Βρισκόμαστε λοιπόν στη Ρωσία, αμέσως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, όπου ο εμφύλιος μεταξύ Κόκκινων και Λευκών μαίνεται με φοβερές απώλειες και από τις δύο πλευρές. Ο νεαρός Ντβάνοφ, υιοθετημένος γιος του μηχανικού τρένων Ζαχάρ Πάβλοβιτς, συμμετέχει ως θερμαστής στο πλευρό των Κόκκινων. Ο διεθνιστής Κοπιόνκιν, καβάλα στο άλογο Προλεταριακή Δύναμη, αναζητά τον τάφο της Ρόζας Λούξεμπουργκ, στη μνήμη της οποίας θέλει να κάνει ηρωικές πράξεις. Φημολογείται ότι στο Τσεβενγκούρ, μια πόλη της στέπας, ο κομμουνισμός εφαρμόζεται ήδη. Λένε πως έντεκα μπολσεβίκοι και ο αρχηγός τους αφανίζουν την τοπική μπουρζουαζία και χτίζουν τον παράδεισο επί της γης μαζί με τον πάμφτωχο πληθυσμό. Είναι όμως έτσι;
Κοπιόνκιν και Ντβάνοφ, ως άλλοι Δον Κιχώτης και Σάντσο Πάντσα, διασχίζουν τη ρωσική στέπα για να βρουν το ονειρικό Τσεβενγκούρ, συναντώντας αντεπαναστάτες, απελπισμένους και οραματιστές κάθε είδους. Ολοι οι ήρωες του Πλατόνοφ παγιδεύονται στο πνεύμα μιας επανάστασης που τους καταπίνει ζωντανούς. Και το «μεγάλο όνειρο» γίνεται πολύ σύντομα εφιάλτης. Αθώοι άνθρωποι πεθαίνουν, η αδικία θριαμβεύει, το σκοτάδι σκεπάζει τη Γη.
Η μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου κάνει το «Τσεβενγκούρ» μια σπουδαία εμπειρία ανάγνωσης. Μας μεταφέρει εύστοχα στην ατμόσφαιρα της συντριβής της ουτοπίας που τόσο αριστουργηματικά περιγράφει ο Πλατόνοφ.
Οι ήρωές του χρησιμοποιούν το πιο ισχυρό εργαλείο που έχουν στη διάθεσή τους –την ίδια τη γλώσσα– για να αντικαταστήσουν τις ορθολογικές, θρησκευτικές και πολιτικές δομές της ιστορίας που έχουν διαβρωθεί. Το βιβλίο αυτό δεν είναι απλώς μια εξαιρετική λογοτεχνική ανακάλυψη αλλά και μια ζωτική απόδειξη του πόσο πλούσια και επίκαιρη παραμένει η ρωσική λογοτεχνική παράδοση – και πόσα έχει ακόμα να μας πει. Οι «ρομαντικοί» των ρωσικών στεπών του Πλατόνοφ είναι παντού γύρω μας σήμερα –είμαστε εμείς και η απομάγευση παραμονεύει να μας καταπιεί. Ο Πλατόνοφ προλαβαίνει τον τρόμο μας, μεταφέροντάς τον από τη συγκεκριμένη ιστορική του στιγμή, έτσι ώστε να αρχίσουμε να βλέπουμε την αποτυχία του πειράματος του Τσεβενγκούρ όχι σαν ανωμαλία, αλλά ως μία από τις προϋποθέσεις της ανθρώπινης ύπαρξης.
Κυριακή Μπεϊόγλου