Macro

Μιχάλης Νικολακάκης: Τουρισμός και τουριστική ανάπτυξη στην πρώιμη Μεταπολίτευση

Η μετάβαση της χώρας από το καθεστώς της στρατιωτικής δικτατορίας σε αυτό μιας εύθραυστης αλλά ζωντανής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας συνοδεύτηκε και από την κληροδότηση των οικονομικών αντιφάσεων της Επταετίας. Κατά τη διάρκεια της Χούντας η ελληνική οικονομία είχε επιδοθεί σε ένα ράλι δημοσιονομικής και πιστωτικής επέκτασης για την ενίσχυση της οικοδομής και του τουριστικού κλάδου. Ο καλπάζων πληθωρισμός μετά την πετρελαϊκή κρίση του ’73 είχε θέσει αυτές τις επιλογές υπό αμφισβήτηση. Το «άφρων η τουριστική πολιτική της επταετίας», όπως ανέφερε τις μέρες της αποκατάστασης της δημοκρατίας ένα άρθρο του Οικονομικού Ταχυδρόμου, δεν αφορούσε μόνο τον συγκεκριμένο κλάδο φυσικά, αλλά ένα συνολικό μοντέλο κοινωνικής και οικονομικής αναπαραγωγής που είχε φτάσει στο απόγειο του κατά την Επταετία και το οποίο έπρεπε να επανεξεταστεί. Ο τουρισμός λοιπόν στη Μεταπολίτευση ήταν, εν αρχή, υπό αμφισβήτηση.
 
 
Η παραπάνω διάχυτη κριτική διάθεση δεν αναιρούσε φυσικά την ίδια τη δυναμική της διεθνούς ζήτησης που τη δεκαετία του ’70 επιταχυνόταν με πρωτόγνωρους ρυθμούς, ούτε και αυτά τα ίδια τα μεγέθη των εισερχόμενων τουριστών στη χώρα. Η ανασφάλεια της μετάβασης και της κρίσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων κράτησε μόνο ένα χρόνο και το 1975 οι ροές είχαν πλήρως αποκατασταθεί. Τα σχεδόν 3,1 εκατομμύρια εισερχόμενων επισκεπτών στη χώρα είχαν διπλασιαστεί μέχρι το 1984 και σχεδόν τετραπλασιαστεί μέχρι το 1994 (11,3 εκατομμύρια). Τόσο οι εισερχόμενοι επισκέπτες όσο και το εισερχόμενο συνάλλαγμα αυξάνονταν σε όλη την περίοδο μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Αναλόγως, εκτατική ήταν και η μεγέθυνση της ίδιας της ξενοδοχειακής υποδομής της χώρας κατά την ίδια περίοδο. Οι αριθμοί των κλινών και των μεγεθών, αν συγκρίνουμε τρεις διαδοχικές ημερομηνίες, 1971, 1981 και 1991, κινούνται διαρκώς ανοδικά με τάσεις διπλασιασμού ανά δεκαετία (135.103, 285.860, 459.300 αντίστοιχα). Οι δημόσιες επενδύσεις από την άλλη συρρικνώνονται, γεγονός όμως που ακολουθεί μια πολιτική τροχιά που έχει διαμορφωθεί ήδη από την περίοδο της Χούντας, περίοδο κατά την οποία συντελείται η απόσυρση του κράτους από το ρόλο του οιονεί και υπό συνθήκες «ξενοδόχου».
 
 
Νέα θέση της χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας
 
 
Ατμομηχανή της παραπάνω επενδυτικής δραστηριότητας αποτέλεσαν οι αναπτυξιακοί νόμοι της περιόδου και δη ο νόμος Ν. 1262/82 ο οποίος αντλούσε πόρους από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 από τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα. Στο σημείο αυτό όμως αξίζει να εστιάσουμε. Η συγκυρία της σύγκλισης με την ευρωπαϊκή κοινότητα και τα προεκλογικά συνθήματα που έκαναν λόγο για την ΕΟΚ ως τον «λάκκο των λεόντων» οδηγούν στο περιβόητο μνημόνιο του 1982 και στη δημιουργία της πολιτικής συνοχής της μετέπειτα ΕΕ. Μέσα από αυτές τις διαδικασίες, η Ελλάδα εξασφάλιζε χρόνο για να τεθούν οι θεσμοί της ενιαίας οικονομικής πολιτικής σε ισχύ καθώς και χρήματα ώστε, εν τω μεταξύ, να καλυφθεί το ανταγωνιστικό χάσμα αλλά και να αντισταθμιστεί η μελλοντική αδυναμία άσκησης δασμολογικής πολιτικής. Το γεγονός ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι πόροι αυτοί δεν κατευθύνθηκαν, λόγου χάρη, στη μεταποίηση αλλά στον τουρισμό σημαίνει και ότι εν τοις πράγμασι, από λάθη ή παραλείψεις, με ευθύνη της πολιτικής εξουσίας αλλά και εξαιτίας της πραγματικής έξης των ιδιωτικών ελίτ που αναζητούσαν σίγουρες αποδόσεις, την περίοδο αυτή κυοφορείται μια νέα θέση της χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας.
 
 
Θεσμική θεμελίωση
 
 
Την ίδια όμως περίοδο η χώρα εξοπλίζεται με το βασικό θεσμικό εξοπλισμό για τη ρύθμιση του χώρου και του περιβάλλοντος. Ο Ν. 360/1976 περί χωροταξίας, ο δασικός νόμος 998/1979, ο Ν. 1650/1986 για την προστασία του περιβάλλοντος, ο νόμος 1337/1983 για τα πολεοδομικά σχέδια αποτελούν γενεσιουργές πράξεις για τους θεσμούς προστασίας του περιβάλλοντος και ρύθμισης του χώρου στην Ελλάδα, και παράλληλα συγκροτούν ένα διαφορετικό πλέγμα κρατικής ρύθμισης του τουρισμού που λειτουργούσε οιονεί ανταγωνιστικά με τις μεταπολεμικές υπερεξουσίες του ΕΟΤ. Οι θεσμοί αυτοί θεμελιώνονται ως κομμάτι ενός ευρύτερου θεσμικού εκσυγχρονισμού που οι πολιτικές ελίτ της Δεξιάς νοηματοδοτούν μέσα από την ιδεολογία της «σύγκλισης», της ενσωμάτωσης δηλαδή θεσμικών μεταρρυθμίσεων στην οικονομία και στο κράτος δικαίου ως προϋπόθεση της υπογραφής της συμφωνίας σύνδεσης με την ΕΟΚ, που αποτελούσε και την «πυξίδα» των δεξιών πολιτικών ελίτ έπειτα από το τραύμα της Χούντας.
 
Ο τουρισμός στη Μεταπολίτευση, όμως, δεν ήταν μόνο ένα όχημα προετοιμασίας της εισόδου στις διαδικασίες της οικονομικής παγκοσμιοποίησης που εκτυλίσσονται την επόμενη δεκαετία, όπως εύγλωττα έχει περιγράψει ο Αντώνης Λιάκος, αλλά και μια διαδικασία θεσμικού εκσυγχρονισμού που αναδιοργάνωνε τη σχέση των ανθρώπων με την παραγωγή. Δεν είναι τυχαίο ότι μόνο από τη δεκαετία του ’80 η μισθωτή εργασία γίνεται η κυρίαρχη σχέση των Ελλήνων και των Ελληνίδων με την παραγωγή και υπό αυτό το πρίσμα η μεγέθυνση των τουριστικών υποδομών της περιόδου είναι και μια διαδικασία διεύρυνσης της μισθωτής εργασίας σε όλη την ελληνική ύπαιθρο. Έτσι μόνο μπορούμε να καταλάβουμε το πώς φτάνουμε σήμερα τα σωματεία τουρισμού-επισιτισμού να είναι τα μεγαλύτερα στη χώρα παρόλο που οι κοινωνικές επιστήμες την εποχή εκείνη συνέχιζαν να προσλαμβάνουν τον τουρισμό υπό το πραγματικό –εξαιτίας της τεράστιας συμμετοχής μικρομεσαίων επιχειρήσεων στον κλάδο σε σχέση με άλλους μεσογειακούς προορισμούς που αναπτύσσονται την ίδια περίοδο– αλλά μερικό πρίσμα της πολυσθένειας.
 
 
Σημαίνον συγκροτητικό στοιχείο
 
 
Η εθνική συμφιλίωση όμως των δεκαετιών ’70 και ’80 γίνεται με όρους επανεφεύρεσης μιας εθνικής κοινότητας, της ρωμιοσύνης, που επανασυγκροτούσε το ιστορικό συνεχές γύρω από τον άξονα του καλού/εγχώριου και του κακού/ξενόφερτου για να ανοικοδομήσει την πολιτική κοινότητα. Ο τουρισμός σε αυτό το πλαίσιο ήταν εξ αντικειμένου ένοχος και μαζί επιφορτισμένος με τα παρεπόμενα ενός καλπάζοντος κύματος καταναλωτισμού, καθώς και της ελλιπούς και αντιαισθητικής ρύθμισης του δημόσιου χώρου που είχε όμως κληρονομήσει η χώρα από τη δικτατορία και την «καχεκτική» δημοκρατία. Δεν είναι τυχαίο ότι στο εντυπωσιακό αφιέρωμα του περιοδικού Αντί για το ελληνικό κιτς, ο τουρισμός έχει την τιμητική του, γεγονός που καταδεικνύει και την υποδόρια πολιτισμική έκπτωση με την οποία νοητικά συνδέονταν η τουριστική ανάπτυξη για διευρυμένες κοινωνικές κατηγορίες.
 
Η συγκυρία αυτή ολοκληρώνεται στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Πολλαπλοί μετασχηματισμοί κατατείνουν σε αυτή την κατεύθυνση: η διοικητική αποκέντρωση, η καθ’ ημάς «συναίνεση της Ουάσινγκτον» που στη συγκυρία του ελληνικού εκσυγχρονισμού σταδιακά ενοχοποιεί ως αντιαναπτυξιακές της πολιτικές περιβαλλοντικής προστασίας, και το όραμα των Ολυμπιακών Αγώνων που λειτουργεί από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90 ως ισχυρή νομιμοποιητική αρχή των δράσεων των πολιτικών ελίτ καθιστώντας ανεπίκαιρη μια προηγούμενη «επιφυλακτική» στάση απέναντι στην τουριστική ανάπτυξη. Στο πλαίσιο αυτό, ο ελληνικός τουρισμός παύει να είναι πολιτισμικά απονομιμοποιημένος και, επισήμως, παίρνει σταδιακά τη σημερινή του θέση στο βάθρο όχι μόνο της ελληνικής οικονομίας αλλά κυρίως ως σημαίνον συγκροτητικό στοιχείο της συλλογικής αυτοκατανόησης της ελληνικής κοινωνίας.
 
Ο Μιχάλης Νικολακάκης είναι δρ του Τμήματος Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης