«Είμαι ταξιδιώτης». Ετσι μάς συστήθηκε ο Αντρές Μοντέρο, συγγραφέας και αφηγητής, που στα 34 του χρόνια έχει γράψει ήδη τρία μυθιστορήματα, ένα δοκίμιο και παιδικά βιβλία. Στην Αθήνα βρέθηκε καλεσμένος του ισπανόφωνου λογοτεχνικού Φεστιβάλ LEA, καθώς πρόσφατα μεταφράστηκε το βιβλίο του «Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα.
«Είμαι ταξιδιώτης και το επάγγελμά μου είναι αφηγητής» συνεχίζει. Το 2017, ο Αντρές Μοντέρο, στα 27 του, απέσπασε το βραβείο X Premio Iberoamericano de Novela Elena Poniatowska στο Μεξικό. Από τότε έχει λάβει και άλλα βραβεία (Βραβείο Ακαδημίας Γλώσσας της Χιλής, Βραβείο Πόλης Σαντιάγο κ.ά.), έχει τηλεοπτική εκπομπή όπου γυρίζει λατινόφωνες χώρες (Χιλή, Ισπανία, Ιταλία…) και μοιράζεται ζωντανά τις τοπικές αφηγήσεις. «Δεν έχω σπουδάσει σε πανεπιστήμιο. Το βιογραφικό μου είναι γεμάτο αφηγήσεις που ακούω ή που λέω. Και μίλια ταξιδιών, κυρίως στην ενδοχώρα της Χιλής». Εκεί γεννήθηκε. Το 1990. Μόλις έπεσε ο Πινοσέτ. Στο Σαντιάγο. Σε μια πόλη, όπου ακόμη έως σήμερα ελάχιστοι μιλούν για το τι συνέβη τότε. Επί Αλιέντε και μετά, με τη δικτατορία Πινοσέτ και τις χιλιάδες δολοφονίες. Μία χώρα με ιστορία αιώνων στις κοινωνικές και πολιτικές δολοφονίες: οι Ινκας στον Βορρά της Χιλής και οι Μαπούτσε στον Νότο, οι κύριες φυλές της περιοχής, οι μεν δεν υπάρχουν πια, καθώς τους εξαφάνισαν οι Ισπανοί κατακτητές (με ελάχιστους ντόπιους να θεωρούνται συνέχειά τους), ενώ οι Μαπούτσε είναι ελάχιστοι και δολοφονήθηκαν κατά κόρον από το καθεστώς Πινοσέτ. Σε μια χώρα, λοιπόν, που αναμφισβήτητα συμβαίνει αυτό που λέει και ο τίτλος του βιβλίου του Μοντέρο («Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή»), όπου ακόμη έως σήμερα οι πληγές όλων των παραπάνω είναι χαίνουσες και οι σιωπές ηχηρές, πώς γίνεται κάποιος να έχει ως επάγγελμα τις… αφηγήσεις;
«Με το που τελείωσα το σχολείο, πήρα ένα σακίδιο και άρχισα να ταξιδεύω στη χώρα μου. Ταξίδευα, γνώριζα και άκουγα τους συντοπίτες μου. Εμενα αρκετό καιρό και κάθε χωριό και πόλη. Ετσι άρχισα να καταγράφω τις παραδόσεις τους και τις ιστορίες που μου έλεγαν. Πολύ σύντομα άρχισα να αφηγούμαι και δικές μου, βασισμένες στις αλήθειες ή τις μυθιστορίες που άκουγα. Στην Αμερική υπάρχει το επάγγελμα του “αφηγητή”. Είναι όπως ο stand up comedian, μόνο που σκοπός δεν είναι να κάνεις τον κόσμο να γελάσει, αλλά να τον ταξιδέψεις λες και του περιγράφεις μία ταινία» μάς εξηγεί. «Αποφάσισα να κάνω επάγγελμα τον τρόπο ζωής μου και τα όσα άκουγα να γίνουν φιλοσοφία ζωής: υπάρχουν “παραμύθια”, τοπικοί θρύλοι και μύθοι, αλλά και προσωπικές ιστορίες ανθρώπων στη Χιλή αλλά και σε άλλες χώρες που φέρουν ιδιαίτερη ιστορία, κυρίως πολιτική, που δημιουργούν μία μοναδική ανθρωπογεωγραφία σχετιζόμενη με τη μνήμη. Η μνήμη είναι στοιχείο όχι μόνο της ιστορίας μιας χώρας, αλλά και της ίδιας της χώρας. Αυτή θέλω να διαφυλάξω και ναι, αυτό είναι μία πολιτική πράξη. Το να διαφυλάττεις την ιστορική μνήμη είναι πολιτική πράξη. Προσωπικά το κάνω μέσω αφηγήσεων – καταγραφής και μοιράσματος αυτών. Μάλιστα έχουμε δημιουργήσει και τη Σχολή Λογοτεχνίας και Προφορικής Παράδοσης Casa Contada πλέον».
Το πρώτο του βιβλίο το εξέδωσε στα 21 του. Τότε κατάλαβε ο ίδιος πως μπορεί να υπάρξει μόνο μέσα από τις αφηγήσεις: «Εχετε δίκιο όταν λέτε πως επικρατεί μία ηχηρή σιωπή ακόμη στη Χιλή όσον αφορά την πρόσφατη ιστορία της χώρας, αλλά και παλαιότερα εγκλήματα. Το ίδιο βέβαια διαπιστώνω και στην Ισπανία, όσον αφορά την περίοδο του Φράνκο. Οι άνθρωποι ακόμη φοβούνται ή δεν γνωρίζουν ή θέλουν να ξεχάσουν. Γι’ αυτό και στο βιβλίο μου, που μεταφράστηκε στα ελληνικά, είναι έντονες οι σιωπές. Τις έχω αφήσει. Είναι ένα τραύμα ζωντανό, συλλογικό και ατομικό, που ο καθένας το διαχειρίζεται από μόνος του, γεγονός που δεν βοηθάει στο να επουλωθεί. Δεν συνέβη ατομικά – πώς μπορεί να επουλωθεί μεμονωμένα;
Οι προφορικές παραδόσεις και ιστορίες είναι ένας τρόπος να ακουστεί ο πόνος των ανθρώπων και μάλιστα άμεσα. Η προφορική αφήγηση είναι το κεντρικό όχημα για να ζωντανέψει η μνήμη. Μπορεί φαινομενικά να πρόκειται για τοπικούς θρύλους, όπως μία γυναίκα που τη δολοφόνησαν και την πέταξαν στη λίμνη δεμένη με πέτρες, αλλά το σώμα της βγήκε στην επιφάνεια με κάποιον τρόπο και τελικά αγιοποιήθηκε. Και θεωρείται η Αγία των Θαυμάτων… Αυτή είναι μια ιστορία που ακούω συχνά, σε παραλλαγές, στη Χιλή, σε περιοχές πολύ απομακρυσμένες μεταξύ τους. Από αυτή καταλαβαίνουμε πως για τους ανθρώπους της χώρας μου, το να έχεις πονέσει (πόσω μάλλον δολοφονηθεί βίαια) και αν αυτό βγει στην επιφάνεια (κυριολεκτικά και μεταφορικά) σε κάνει ικανό να κάνεις θαύματα! Δεν είναι καταπληκτική αυτή η διαπίστωση;
Μπορώ να σας το πω με σιγουριά: ένας τόπος δίχως μνήμη είναι ένας τόπος δίχως μέλλον. Το βλέπω από τη χώρα μου: μία τραυματισμένη χώρα που προσπαθεί να γίνει όπως οι ΗΠΑ οικονομικά, καλύπτοντας τις ιδιαιτερότητές της. Η μνήμη είναι μία μορφή αντίστασης. Ας μην το ξεχνάμε αυτό» καταλήγει. «Μπορεί να με θεωρήσει κάποιος πολύ νέο ώστε να έχω καταλήξει, και μάλιστα δίχως πανεπιστημιακή γνώση, σε αυτά τα συμπεράσματα. Ωστόσο μπορώ να σας το υπογράψω ότι ισχύουν. Γιατί δεν κατέληξα σε αυτά: τα βίωσα με ένα σακίδιο, ταξιδεύοντας στη μνήμη της χώρας μου και το ξέρω καλά πλέον».
Νόρα Ράλλη