Η Μεταπολίτευση ξεκίνησε εν μέσω κρίσης. Το Breton Woods, το διεθνές σύστημα των σταθερών ισοτιμιών των εθνικών νομισμάτων με το δολάριο, είχε καταρρεύσει στα τέλη του 1971, για να ακολουθήσει η πετρελαϊκή κρίση του 1973. Η χούντα τα είχε ήδη «θαλασσώσει». Το 1974 ήταν η πρώτη χρονιά που η ελληνική οικονομία μπήκε σε ύφεση. Εντούτοις, η οικονομία ανέκαμψε γρήγορα και συνέχισε να αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς μέχρι το 1979, όπου έκλεισε ο κύκλος της μεταπολεμικής ανάπτυξης.
Ο κύκλος αυτός αφορούσε το μεγάλο μετασχηματισμό της οικονομίας την περίοδο 1953-1973, τη «χρυσή περίοδο» της καπιταλιστικής ανάπτυξης διεθνώς, την περίοδο της ηγεμονίας του κεϊνσιανισμού. Τότε, η ελληνική οικονομία διέρρηξε το αγροτικό παρελθόν της, με τη γρήγορη αστικοποίηση (και τη μετανάστευση στο εξωτερικό), τη βιομηχανική ανάπτυξη, την αναπτυσσόμενη γεωργία και, φυσικά, τις κατασκευές. Η ελληνική οικονομία αναπτυσσόταν με μέσο ρυθμό 6,2% ετησίως. Με αφετηρία το ΑΕΠ των 100 μονάδων το 1950, έφτασε στις 300 το 1967, τις 400 το 1973 και τις 500 το 1979.
Η πολιτική του Κ. Καραμανλή το 1974-1981 ήταν επικεντρωμένη στην ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Δίπλα στις μεγάλες πολιτειακές, συνταγματικές και πολιτικές αλλαγές που έδωσαν σταθερότητα και διάρκεια στη δημοκρατία της Μεταπολίτευσης, αλλαγές έγιναν σε πληθώρα τομέων προκειμένου να γίνει το θεσμικό πλαίσιο συμβατό με το ευρωπαϊκό (αρχαιολογία, περιβάλλον, δάση, χωροταξία). Στην εκπαίδευση και τη δημόσια διοίκηση καθιερώθηκε η δημοτική γλώσσα, στην εργασία η πενθήμερη εργασία. Εν μέσω της ριζοσπαστικοποίησης του εργατικού κινήματος διαμορφώθηκε ένα πλαίσιο συλλογικών διαπραγματεύσεων σε κλαδικό και εργοστασιακό επίπεδο.
Στα οικονομικά, η κυβέρνηση Καραμανλή επέλεξε τη διαχείριση του πληθωρισμού μέσω της ελεγχόμενης χρηματοδότησης της οικονομίας, τη σταδιακή αύξηση των μισθών, με ήπιο κεϊνσιανισμό στα δημόσια οικονομικά, και προχώρησε σε εκτεταμένες κρατικοποιήσεις (η λεγόμενη «σοσιαλμανία»). Αυτές ήταν επιχειρήσεις που έφεραν το βάρος της κρίσης του 1973.
Η ένταξη στην ΕΟΚ το 1981 συνέπεσε με ένα νέο κύκλο, τη διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Ό,τι αλλαγές δεν αποτόλμησε η ΝΔ το 1974-1981 έγιναν την πρώτη τετραετία του ΠΑΣΟΚ, το 1981-1985: στο δίκαιο, το γάμο, τα σχολεία, την υγεία, την πανεπιστημιακή εκπαίδευση.
Η γεωμετρική αύξηση του δημόσιου χρέους
Η οικονομία όμως βρέθηκε σε δύσκολη φάση. Ήταν η σταδιακή άρση της δασμολογικής προστασίας της οικονομίας που έθιγε την ανταγωνιστικότητά της και η κρίση του στασιμοπληθωρισμού, με την οικονομία να κινείται πλέον με χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και τον πληθωρισμό παγιωμένο στο 20%. Ταυτόχρονα, ξεκίνησε η συστηματική ροή ευρωπαϊκών πόρων στην αγροτική οικονομία και, με τα μεσογειακά προγράμματα, στις υποδομές. Καθοριστική ήταν η κρίση της αποβιομηχάνισης που το ΠΑΣΟΚ επιχείρησε να διαχειριστεί, μάλλον αποτυχημένα, μέσω ενός ενιαίου κρατικού φορέα που κάλυπτε σχεδόν το ένα τρίτο της βιομηχανίας.
Παράλληλα, επεκτάθηκαν οι δημόσιες δαπάνες. Ένα από τα χαρακτηριστικά της περιόδου 1953-1973 ήταν το «μικρό κράτος». Οι δημόσιες δαπάνες είχαν μείνει σταθερές στο 25% του ΑΕΠ. Έτσι, από το 1974 και μετά, οι δημόσιες δαπάνες σταδιακά άρχισαν να αυξάνουν και να προσεγγίζουν το 40% του ΑΕΠ, που ήταν το καθιερωμένο στις ευρωπαϊκές οικονομίες, ισότιμα κατανεμημένες σε δημόσια διοίκηση, υγεία, εκπαίδευση και κοινωνική πολιτική. Ιδρύθηκε το ΕΣΥ, τα περιφερειακά πανεπιστήμια και πληθώρα φορέων κοινωνικής πολιτικής.
Η οικονομική πολιτική που επέλεξε το ΠΑΣΟΚ ήταν η διολίσθηση της δραχμής και η διατήρηση του πληθωρισμού σε υψηλότερα από την Ευρώπη επίπεδα, προκειμένου να συντηρείται μια στοιχειώδης ανάπτυξη, ενώ οι αυξήσεις των μισθών κατά 40% το 1982 αποδυναμώθηκαν εν μέρει από το σταθεροποιητικό πρόγραμμα του 1985-1987.
Μόνο που τα φορολογικά έσοδα ακολούθησαν ασθμαίνοντας. Από το 25% προσέγγισαν το 35% και, παρά την εισαγωγή του ΦΠΑ και τον εκσυγχρονισμό του φορολογικού συστήματος, η φοροδιαφυγή και η φοροκλοπή παρέμεινε ενδημικό φαινόμενο. Ως εκ τούτου, το δημόσιο χρέος που είχε μείνει στάσιμο στο 20% του ΑΕΠ την περίοδο 1953-1973 άρχισε να αυξάνεται. Το 1979 ήταν στο 30%, το 1989 ήταν στο 80%, ενώ αργότερα το 2010 θα ήταν στο 120%. Κοινώς, οι αναγκαίες αλλαγές στις δημόσιες δαπάνες έγιναν με δανεισμό και τα υψηλά ελλείμματα στον προϋπολογισμό μονιμοποιήθηκαν.
Η περίοδος των σταθεροποιητικών προγραμμάτων
Τότε εγκαινιάζεται η περίοδος των σταθεροποιητικών προγραμμάτων. Το 1985, οι προτροπές της ΕΟΚ έφεραν το πρώτο σταθεροποιητικό πρόγραμμα του 1985-1987, για να ακολουθήσει αυτό της κυβέρνησης Μητσοτάκη, το 1990-1993, του Σημίτη εν όψει της ένταξης στη ζώνη του ευρώ, το 1996-2000, η ήπια προσαρμογή του Αλογοσκόυφη, το 2004-2008, και η κατάρρευση του 2010.
Το 1992 συμφωνήθηκε η νομισματική ενοποίηση της Ευρώπης στο Μάαστριχτ. Στο νέο αυτό κύκλο η Ελλάδα έθεσε ως στόχο την ένταξη στο ευρώ. Αυτό επέβαλλε την οικονομική πολιτική των κυβερνήσεων Σημίτη που ήταν η ιδιωτικοποίηση και απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος, η απελευθέρωση των χρηματαγορών και η αναμόρφωση του χρηματιστηρίου. Η κυβέρνηση επέλεξε να κάνει «ρεκόρ» ιδιωτικοποιήσεων στις τηλεπικοινωνίες, τις «προβληματικές», να εκκαθαρίσει τους συνεταιρισμούς, κ.ο.κ. Η ένταξη στο ευρώ θα επέτρεπε το δημόσιο και ιδιωτικό δανεισμό από τις διεθνείς χρηματαγορές. Η έμφαση στη «σοφία των αγορών» έγινε το κυρίαρχο δόγμα. Κοινώς, η Ελλάδα ευθυγραμμίστηκε πλήρως με το κυρίαρχο τότε διεθνώς νεοφιλελεύθερο πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας.
Εντούτοις, ιστορικά, οι εκσυγχρονισμοί ταυτίζονται με τη μεταρρύθμιση του κράτους (Τρικούπης-εθνική αγορά, Βενιζέλος-χρυσή τετραετία, Καραμανλής-εκβιομηχάνιση) και αυτό γίνεται αρωγός της ιδιωτικής οικονομίας. Εδώ επιχειρήθηκε το αντίθετο, καθώς τα θέματα της φορολογίας, της χωροταξίας, του περιβάλλοντος, της δημόσιας διοίκησης έμειναν άθικτα, με τεράστιες «γκρίζες ζώνες» στη νομοθεσία, και οι όποιοι αναπτυξιακοί θεσμοί εντός του κράτους καταργήθηκαν.
Η οικονομία υπηρεσιών
Έτσι, την περίοδο αυτή ολοκληρώνεται ο δεύτερος μεγάλος μετασχηματισμός της οικονομίας. Αυτός αφορά τη μετατροπή της σε μια οικονομία υπηρεσιών με στροφή στους «παραδοσιακούς τομείς» (ναυτιλία, τουρισμός, κατασκευές, εμπόριο). Η βιομηχανία κατέχει μόλις το 10% του ΑΕΠ και η γεωργία μόλις το 4%. Η έμφαση στις κατασκευές ήταν εκ των πραγμάτων υπερβολική (Ολυμπιακοί Αγώνες, μεγάλα έργα, στέγη). Η οικονομία ήταν χαμηλής προστιθέμενης αξίας και ήθελε χαμηλής ειδικότητας εργατικό δυναμικό. Ένα εκατομμύριο μετανάστες κάλυψαν το κενό σε γεωργία, κατασκευές, τουρισμό, εστίαση, μεταφορές και αλλού.
Τα διπλά ελλείμματα της ελληνικής οικονομίας (ισοζύγιο πληρωμών και προϋπολογισμός) εκτινάχτηκαν την περίοδο αυτή, κατά τη δεύτερη τετραετία Σημίτη, και συνεχίστηκαν, με μεγαλύτερη ίσως ένταση, την περίοδο της διακυβέρνησης Καραμανλή του νεώτερου.
Η βιωσιμότητα αυτής της στρατηγικής δοκιμάστηκε με την κρίση του 2008 και την ντε φάκτο χρεοκοπία του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Μόνο που η αντιμετώπιση της χρεοκοπίας είχε πολλές επιλογές, και η εσωτερική υποτίμηση που επιβλήθηκε από τους δανειστές ήταν η χειρότερη. Η ελληνική οικονομία κατέληξε ως η πρώτη μεταπολεμικά οικονομία που βίωσε την απότομη αποανάπτυξη, μετά από μια παρατεταμένη περίοδο ισχνής, και εύθραυστης όπως αποδείχθηκε, ανάπτυξης. Σήμερα, ανήκει πλέον στις φτωχότερες οικονομίες της Ευρώπης, με χαμηλούς μισθούς και διαθέσιμο εισόδημα, με μεγάλη απώλεια εργατικού δυναμικού, με δημογραφικά προβλήματα, όντας «παγιδευμένη αναπτυξιακά», με εξαιρετικά χαμηλό ρυθμό επενδύσεων στους παραγωγικούς τομείς και την τεχνολογία.
Γιώργος Σταθάκης