ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ, εντέλει, το πρόβλημα με την Ακροδεξιά; Η πολιτική, οι ιδέες και η βίαιη δράση της; Ή ότι η δεξαμενή της γεμίζει με ψήφους «ευπρόσδεκτες» για τα κόμματα του κυρίαρχου ρεύματος, που πρέπει να συγκρατήσουν διαρροές; Διαφορετικές απαντήσεις στο ερώτημα αυτό, υπαγορεύουν, όπως φαίνεται, και διαφορετικούς τρόπους αντιμετώπισης.
Λιγότερο από ένα χρόνο πριν, οι Σπαρτιάτες του Βασίλη Στίγκα ήταν μια «ιστορία επιτυχίας»: περνώντας από την αφάνεια στην εμπροσθοφυλακή της ελληνικής Ακροδεξιάς, χάρη στη στήριξη Κασιδιάρη, έδειχναν να ανταποκρίνονται με επάρκεια στις προδιαγραφές μιας «σοβαρής» (μη βίαιης ή ελεγχόμενα συγκρουσιακής) Χρυσής Αυγής.
Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε τον περασμένο Αύγουστο, με τη μετωπική αντιπαράθεση των 11 βουλευτών με τον Στίγκα, και αφορμή την υποψηφιότητα Κασιδιάρη για τον Δήμο της Αθήνας (βλ. Χρονολόγιο). Από τότε, οι χαμηλές δημοσκοπικές πτήσεις και οι αλλεπάλληλες ανεξαρτητοποιήσεις βουλευτών (η ύπαρξη της κοινοβουλευτικής τους ομάδας είναι, πλέον, υπό αίρεση), η πρόσφατη απαγόρευση της συμμετοχής τους στις ευρωεκλογές και η επικείμενη (19/6) δίκη των «11» (πλην Στίγκα, που τους κατήγγειλε), για εξαπάτηση του εκλογικού σώματος, προδιέγραψαν και την τελευταία πράξη του δράματος: την απόσυρση της στήριξης Κασιδιάρη.
Όπως είναι γνωστό, μετά το «πράσινο φως» του Άρειου Πάγου στα 31 από τα 46 κόμματα που αιτήθηκαν συμμετοχή στις Ευρωεκλογές, ο έγκλειστος του Δομοκού έδωσε «χρίσμα» στον απόστρατο Χαράλαμπο Γιώτη, επικεφαλής του ευρωψηφοδελτίου του Πρόδρομου Εμφιετζόγλου. Με το κόμμα Σπαρτιάτες φαίνεται, λοιπόν, να τελειώνουμε – με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Με την Ακροδεξιά;
Ισχυρό αποτύπωμα στις Ευρωεκλογές, επάνοδος της φασιστικής βίας
Από τον περασμένο Φεβρουάριο, η Ελληνική Λύση καταγράφεται δημοσκοπικά κοντά στο 10%, ποσοστό υπερδιπλάσιο του 4,44% που πέτυχε στις εκλογές του περασμένου Ιουνίου· έρευνα της Opinion Poll, που παρουσιάστηκε στον τηλεοπτικό σταθμό Action 24 την περασμένη εβδομάδα, έδειχνε το κόμμα του Κυριάκου Βελόπουλου δεύτερη δύναμη στη Θεσσαλονίκη.
Κορυφή του παγόβουνου: Από τους 31 συνδυασμούς που θα συμμετάσχουν στις Ευρωεκλογές, όσοι κινούνται στο χώρο της ευρύτερης Ακροδεξιάς είναι αισίως 12: από τη Νίκη, που φαίνεται πως θα καταφέρει να εκλέξει ευρωβουλευτή, μέχρι τη «Φωνή Λογικής», της Αφροδίτης Λατινοπούλου, που δημοσκοπικά δείχνει πιθανό να υπερτριπλασιάσει το ποσοστό της του περασμένου Ιουνίου – ενώ ερωτηματικό παραμένουν τα ποσοστά του Εμφιετζόγλου, των «Συντηρητικών» του Χατζηιερεμία, του ΛΑ.Ο.Σ υπό τον Φίλιππο Καμπούρη, αλλά και της «Δημιουργίας», η ηγεσία της οποίας πέρασε, από τον Τζήμερο, στον Θεσσαλονικιό Βαγγέλη Ακτσαλή.
Εν μέσω πρωτοφανούς κανονικοποίησης του χουντικού τριπτύχου «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», ο Κασιδιάρης παρεμβαίνει συστηματικά στα πολιτικά πράγματα από τον Δομοκό, οι Ν.Γ. Μιχαλολιάκος και Ηλ. Παναγιώταρος αρθρογραφούν σε εφημερίδες πανελλαδικής κυκλοφορίας (βλ. Ελεύθερη Ώρα, 28.4.2024), η δε φασιστική βία, που βρισκόταν σε ύφεση μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών και τις κινητοποιήσεις κατά των εμβολίων, τώρα ανακάμπτει, ως μέσο διαφοροποίησης των «ριζοσπαστών» από τους «συστημικούς»: το έδειξαν επιθέσεις σε βάρος αντιφασιστών από το 2021 στη συμπρωτεύουσα· ξυλοδαρμοί μεταναστών, με αποκορύφωμα τις πολιτοφυλακές μετά τις πυρκαγιές στον Έβρο· το λιντσάρισμα δύο τρανς ατόμων από όχλο ανηλίκων στη Θεσσαλονίκη· το χαστούκι για το γάμο ομοφύλων που δέχτηκε προ ημερών βουλεύτρια της ΝΔ στην Καβάλα. Και το θύμισε, πρόσφατα, ο πρώην «Σπαρτιάτης» Κωνσταντίνος Φλώρος, γρονθοκοπώντας μέσα στη Βουλή τον βουλευτή Γραμμένο της Ελληνικής Λύσης.
Συνταγές αντιμετώπισης
Το είδαμε στο προηγούμενο σημείωμα του Παρατηρητηρίου: η ανοδική δυναμική της Ακροδεξιάς, στην Ευρώπη και διεθνώς, δεν ήταν αυτονόητη ή «μοιραία» για τον ευρωπαϊκό Νότο. Σημαντική άνοδος ακροδεξιών κομμάτων στον Νότο καταγράφεται μετά το 2017 – με χαρακτηριστική, δηλαδή, καθυστέρηση σε σχέση με τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ουγγαρία ή την Πολωνία· παρά τις μαζικές αφίξεις προσφύγων στην Ευρώπη το 2015· και βεβαίως, στο φόντο της υποχώρησης της κοινωνικο-οικονομικής ατζέντας της Αριστεράς. Ποιες από αυτές τις πτυχές θέτουν στο στόχαστρο οι «συνταγές» αντιμετώπισης της Ακροδεξιάς; Μένοντας στην ελληνική περίπτωση, ξεχωρίζουν δυο προσεγγίσεις: ο νομικο-δικαστικός ακτιβισμός και η αποδοχή της ατζέντας (ή και στελεχών) του δεξιού άκρου.
Νομικο-δικαστικός ακτιβισμός και μαχόμενη (Νέα) Δημοκρατία
Η ενεργοποίηση του δικαστικού μηχανισμού και η ανάληψη νομοθετικών πρωτοβουλιών καθυστέρησαν δραματικά μέχρι τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Ακόμα, δε, και μετά την ιστορική καταδικαστική απόφαση του 2020, οι πρωτοβουλίες για να αποτραπεί η λειτουργία της Χρυσής Αυγής με άλλο «κέλυφος» πρώτα καθυστέρησαν, και στη συνέχεια λήφθηκαν με όρους «μαχόμενης δημοκρατίας»: με τη λογική της απόδοσης, στον δικαστικό μηχανισμό, αρμοδιότητας να κρίνει τη συμβατότητα υποψηφίων, κομμάτων και των «πραγματικών ηγετών» τους με την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος (βλ. Χρονολόγιο).
Ας το θυμίσουμε: μόλις ένα χρόνο πριν, ο Άρειος Πάγος έκρινε τους «Έλληνες» του Κασιδιάρη πολιτειακά μη ανεκτούς, επιτρέποντας αντίθετα στους «Σπαρτιάτες» να συμμετάσχουν – με τη στήριξη του Κασιδιάρη, και εμφανή τη συμμετοχή υποψηφίων των «Ελλήνων» στα «σπαρτιάτικα» ψηφοδέλτια, μεταξύ των οποίων και ο Στίγκας. Έναν μόλις χρόνο μετά, η απαγόρευση της συμμετοχής των «Σπαρτιατών» στις Ευρωεκλογές και η δίωξη των εκλεγμένων βουλευτών τους με την κατηγορία της εξαπάτησης του εκλογικού σώματος είναι αδύνατο να κρύψει την εκκωφαντική αποτυχία του νομικο-δικαστικού ακτιβισμού. «Ο αποκλεισμός από τις εκλογές υπήρξε εξαρχής λάθος», τονίζει ο Ακρίτας Καϊδατζής, αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, μιλώντας στο Παρατηρητήριο: «Παραμένει λάθος. Αφενός, διότι συσπειρώνει και διαφημίζει νεοναζί και συνοδοιπόρους, επιτρέποντάς τους να εμφανίζονται ως διωκόμενοι από τη δημοκρατία. Αφετέρου, διότι είναι σχετικά εύκολο να παρακαμφθεί, μέσω συνδυασμών-ρεζέρβα ή, ακόμα χειρότερα, μέσω υποψηφίων που παρεισφρέουν σε άλλους συνδυασμούς».
Για τον κ. Καϊδατζή, η αποτίμηση των σχετικών πρωτοβουλιών δεν μπορεί παρά να λαμβάνει υπόψη και τους στόχους τους: τον διαμοιρασμό των «ιματίων» της Ακροδεξιάς. «Ας είμαστε ειλικρινείς. Στόχος του αποκλεισμού δεν ήταν να καταπολεμηθεί η εξτρεμιστική Ακροδεξιά, αλλά να διαμοιραστούν οι εν δυνάμει ψηφοφόροι της σε κόμματα και υποψηφίους που τους κλείνουν το μάτι υιοθετώντας ακροδεξιά ρητορική. Ο αποκλεισμός είναι τουλάχιστον υποκριτικός, τη στιγμή που: κυβερνητικοί και κρατικοί αξιωματούχοι υιοθετούν απροκάλυπτα ακροδεξιά ρητορική. Έγκλειστος νεοναζί απολαμβάνει σκανδαλώδη προνόμια, διεξάγοντας ατιμώρητος προεκλογική εκστρατεία μέσα από τη φυλακή, χωρίς κανείς να λογοδοτεί γι’ αυτό. Θύλακες της εξτρεμιστικής Ακροδεξιάς λειτουργούν ανενόχλητοι σε όλο το εύρος του σκληρού πυρήνα του κράτους».
Το αποτύπωμα αυτού του νομικού «βολονταρισμού» στο κράτος δικαίου δεν είναι αμελητέο, καταλήγει ο συνομιλητής μας: «Πρώτον, για να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό, ο Άρειος Πάγος για πρώτη φορά νομολόγησε κάτι που υπό άλλες συνθήκες θα ακουγόταν ανατριχιαστικό: ότι το εκλογικό δικαίωμα μπορεί να ασκείται καταχρηστικά. Δεύτερον, μια πρωτοφανής εργαλειοποίηση της δικαστικής εξουσίας. Ασκήθηκε δίωξη κατά των βουλευτών του Σπαρτιατών (γιατί άραγε μόνο κατ’ αυτών; το ίδιο δεν ισχύει και για όσους υποψήφιους δεν εξελέγησαν;) για εξαπάτηση εκλογέων, μολονότι δεν υπάρχουν καταγγελίες εκλογέων ότι εξαπατήθηκαν –αντιθέτως, είναι σαφές ότι ψηφίστηκαν ακριβώς ως κόμμα-ρεζέρβα. Επίσης, ενόψει της εκδίκασης της ένστασης κατά της εκλογής τους από το εκλογοδικείο, φαίνεται πως διαμορφώνεται ένα κλίμα (που μάλλον ευσεβείς πόθους εκφράζει) για αναδιανομή των εδρών τους στα άλλα κοινοβουλευτικά κόμματα, όταν η μόνη νόμιμη συνέπεια ενδεχόμενης ακύρωσης της εκλογής τους θα ήταν η διενέργεια επαναληπτικών εκλογών».
Ποια θα είναι η «επόμενη μέρα» μετά τη δίωξη των 11 «Σπαρτιατών»; Για τον συνταγματολόγο Χαράλαμπο Κουρουνδή, διδάκτορα Νομικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ΑΠΘ και διδάσκοντα στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, «δεν υφίσταται νομοθετική βάση για την αναλογική κατανομή των εδρών. Επιπλέον, μια τέτοια απόφαση, η ψήφος υπέρ κάποιου κόμματος να καταλήγει υπέρ ενός άλλου. θα συνιστούσε παραβίαση της δημοκρατικής αρχής και αλλοίωση της λαϊκής βούλησης. Εάν, λοιπόν, κριθεί ότι παρανόμως συμμετείχε ένα κόμμα στις εκλογές, τότε θα πρέπει να επαναληφθούν οι εκλογές χωρίς τη συμμετοχή του κόμματος αυτού. Αλλά κάτι τέτοιο δεν εμποδίζει την εφαρμογή ενός νέου παρόμοιου στρατηγήματος από κάποιο άλλο μόρφωμα». Αυτή την τελευταία διάσταση αναδεικνύει η Άσπα Θεοχάρη, δικηγόρος και υπ. δρ. Νομικής στο ΑΠΘ: «Ο δικαστικός αποκλεισμός ακροδεξιών κομμάτων ως επικίνδυνα για το πολίτευμα έδωσε την ευκαιρία σε άλλα ακροδεξιά μορφώματα, λιγότερο εξτρεμιστικά, να εξαγνιστούν μέσα από το δίπολο «καλή και κακή Ακροδεξιά». Η ακροδεξιά ρητορική των στελεχών και βουλευτών της Νίκης, της Ελληνικής Λύσης και πολλές φορές και του κυβερνώντος κόμματος, η οποία είναι εξίσου επικίνδυνη για τη δημοκρατία, κανονικοποιήθηκε στο όνομα μίας κακής και εγκληματικής Ακροδεξιάς, από την οποία πρέπει να απαλλαγούμε».
Κατά της Ακροδεξιάς, αλλά …με την ατζέντα της
Μπροστά στην εμφανή αποτυχία του νομικο-δικαστικού ακτιβισμού να εμποδίσει την ενίσχυση της Ελληνικής Λύσης και, γενικότερα, να συγκρατήσει τις απώλειες της ΝΔ (η απόκλιση του 41% του Ιουνίου με τη μέση επίδοσή της στις δημοσκοπήσεις ενόψει Ευρωεκλογών φτάνει το 13%, βλ. Καθημερνή 28.4.2024), το κυβερνών κόμμα επιχειρεί να συγκρατήσει διαφωνούντες …ελαστικοποιώντας την υγειονομική ζώνη απέναντι στην Ακροδεξιά: προβάλλοντας τις επιδόσεις του σε ζητήματα νόμου-τάξης, υιοθετώντας ακροδεξιές απόψεις στο μεταναστευτικό, σηκώνοντας τόνους απέναντι στους συνδικαλιστές, ή αναδεικνύοντας υποψηφιότητες όπως αυτή του Φρέντη Μπελέρη. Πρόκειται για την ίδια λογική με την οποία, μόλις προ ημερών, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν άφηνε ανοιχτό το ενδεχόμενο συνεργασίας με την ομάδα των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών (ECR), όπου μετέχουν οι «Αδελφοί της Ιταλίας» (Μελόνι) και το ισπανικό VOX.
Τι είναι χειρότερο; Μια Ακροδεξιά σε ρόλο μείζονος αντιπολίτευσης απέναντι στην παραδοσιακή Δεξιά; Ή μια άτυπη «συγκυβέρνηση» των δυο; Μπροστά στα δύο σενάρια, καταλήγει η κ. Θεοχάρη, «η ολιστική αντιμετώπιση του φαινομένου της Ακροδεξιάς δεν γίνεται -μόνο- με την έκδοση δικαστικών αποφάσεων. To “people have the power” δεν είναι μόνο τραγούδι: μπορεί να γίνει το σύνθημα που θα επανενεργοποιήσει μέσα μας εκείνη τη δυναμική που θα αναζωογονήσει το αντιφασιστικό κίνημα, η αξία του οποίου κρίνεται πιο σημαντική από ποτέ».
Σχόλιο του Κώστα Ελευθερίου:
Η απόφαση του Αρείου Πάγου για την απαγόρευση συμμετοχής των «Σπαρτιατών» στις ευρωεκλογές και η συνακόλουθη δίκη της 19ης Ιουνίου που θα κρίνει την νομιμότητα της εκλογής 11 βουλευτών του κόμματος αποτελεί μια επιβεβαίωση του πολιτικοθεσμικού «cordon sanitaire» που έχει επιβληθεί σε ομάδες και μορφώματα που σχετίζονται με το πολιτικό προσωπικό ή την εκλογική βάση της Χρυσής Αυγής. Η ευχέρεια, βέβαια, με την οποία αυτός ο πρωτεϊκός εν τέλει χώρος δημιουργεί ή αναζητεί νέες πολιτικές εκπροσωπήσεις δείχνει ότι το εν λόγω υποσύνολο της εν γένει ακροδεξιάς κοινωνικής επιρροής διατηρεί μια διακριτότητα στο εκλογικό σώμα. Είναι σαφές ότι το εν γένει κλίμα προ των ευρωεκλογών που επιβαρύνεται από την προοπτική της ακροδεξιάς ανόδου πανευρωπαϊκά, αλλά και ο ιδιόμορφος «πλουραλισμός» με τον οποίο εκπροσωπήθηκε η ετερότητα του ακροδεξιού χώρου στο κοινοβούλιο υποδηλώνει ότι πρόκειται για ένα φαινόμενο που θα συνεχίσει να αποστέλλει δομικό στοιχείο του ελληνικού κομματικού ανταγωνισμού, όσο βεβαίως εξακολουθούν να υπάρχουν οι κοινωνικοπολιτικές και πολιτισμικές αιτίες που το τροφοδοτούν.
Οι απαγορεύσεις αυτού του τύπου, παρότι αποτελούν ειδικά στην περίπτωση κομμάτων όπως οι «Σπαρτιάτες» προστασία του κράτους δικαίου, εντείνουν την αίσθηση μιας κάποιου είδους «αντισυστημικότητας» σε τέτοιες δυνάμεις, η οποία βρίσκει απήχηση σε ένα γενικευμένο περιβάλλον μειωμένης εμπιστοσύνης απέναντι στην πολιτική και στους πολιτικούς. Όσο διαιωνίζεται η κρίση πολιτικής εμπιστοσύνης και κατ’ επέκταση η κρίση εκπροσώπησης τόσο περισσότερο έλκονται τμήματα του εκλογικού σώματος από ακροδεξιά αφηγήματα που ευαγγελίζονται μια «γνήσια» εκπροσώπηση και αντισυστημικότητα. Αναπόφευκτα η απάντηση στον ακροδεξιό κίνδυνο πρέπει να είναι κυρίως πολιτική, αλλά για να συμβεί αυτό πρέπει να συνειδητοποιηθεί η ουσιαστική φύση του προβλήματος, κάτι που η πολιτική του δεσπόζοντος ρεύματος τείνει να παρακάμπτει ή απλώς να ξορκίζει.
Ο Κώστας Ελευθερίου είναι Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.
Επιμέλεια: Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος
Σημείο για τη μελέτη και την αντιμετώπιση της Ακροδεξιάς