Macro

Θανάσης Καμπαγιάννης: Χρειαζόμαστε αντιναζιστική νομοθεσία, όχι επικίνδυνες κυβερνητικές μεθοδεύσεις

Ζούμε σε συνθήκες αντιδημοκρατικής εκτροπής, με την αποκάλυψη ενός συστήματος υποκλοπών της πρωθυπουργικής ΕΥΠ σε βάρος πολιτικών αντιπάλων, υπουργών, δημοσιογράφων και κρατικών αξιωματούχων μέσω εισαγγελικών διατάξεων για λόγους «εθνικής ασφάλειας» (πέραν της χρήσης παράνομων κατασκοπευτικών λογισμικών). Ακόμα χειρότερη από το σκάνδαλο, που επιβεβαιώνεται πλέον και επίσημα από τους ελέγχους της ΑΔΑΕ, είναι η επιχειρούμενη συγκάλυψή του με τη συνέργεια εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, όπως αυτή συμπυκνώθηκε με τη διαβόητη «γνωμοδότηση Ντογιάκου». Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση, επικαλούμενη τους συνδυασμούς των καταδικασμένων για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης χρυσαυγιτών, προτίθεται να νομοθετήσει διάταξη εκλογικού αποκλεισμού κομμάτων επί τη βάσει του αν αυτά εξυπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
 
Είναι προφανές ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν κάθε λόγο να είναι επιφυλακτικά, τόσο απέναντι στον όψιμο «αντιφασισμό» της κυβέρνησης όσο και απέναντι στην «ευαισθησία» της για το δημοκρατικό πολίτευμα. Με την υπουργοποίηση των στελεχών του ΛΑΟΣ και με την πολιτική της –τον θεσμικό ρατσισμό, τον κρατικό αυταρχισμό, την εξανέμιση του εισοδήματος των πολλών– η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας νομιμοποιεί την Ακροδεξιά και εκθρέφει τα φασιστικά μορφώματα, την ίδια στιγμή που εξευτελίζει τους θεσμούς με τη συγκάλυψη του σκανδάλου των υποκλοπών. Είναι λοιπόν ορθές, με τις διαφοροποιήσεις τους, οι ανακοινώσεις όλων των αντιπολιτευόμενων κομμάτων που εξέφρασαν την αντίθεση και τον προβληματισμό τους. Πεποίθηση του γράφοντος, εξάλλου, είναι ότι μετά την επιβεβαίωση από την ΑΔΑΕ της ύπαρξης του ανωτέρω παρακρατικού συστήματος υποκλοπών, τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα πρέπει να απέχουν από κάθε ψηφοφορία επί οποιουδήποτε νομοσχεδίου εισάγει στη Βουλή ένα υπουργικό συμβούλιο του οποίου μέλη τελούν πιθανότατα υπό εκβιασμό. Η παρούσα κυβέρνηση δεν διαθέτει πλέον καμία δημοκρατική νομιμοποίηση.
 
Η προτεινόμενη ρύθμιση θέτει ως προϋπόθεση εκλογικής ανακήρυξης «η οργάνωση και η δράση του κόμματος να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος», κατά το περιεχόμενο του άρθρου 29 του Συντάγματος. Μέχρι σήμερα, και σωστά, ο έλεγχος που κάνει ο Αρειος Πάγος επί των δηλώσεων κατάρτισης συνδυασμών είναι αποκλειστικά τυπικός και όχι ουσιαστικός. Η επιλογή αυτή έχει ιστορικό βάθος και αποτελεί συνταγματική έκφραση του μεταπολιτευτικού πολιτικού φιλελευθερισμού, καθώς δεν προκαταλαμβάνεται το πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο των κομμάτων που αναμετρώνται στην πολιτική και εκλογική αρένα. Η νομοθέτηση της εξουσίας του Αρείου Πάγου να προβαίνει σε ουσιαστικό έλεγχο ανοίγει μια επικίνδυνη ατραπό, ειδικά σε μια περίοδο αυταρχικής σκλήρυνσης και εργαλειοποίησης της δικαστικής εξουσίας από την εκτελεστική.
 
Περαιτέρω, συνεχίζει η προτεινόμενη ρύθμιση, «για την αξιολόγηση της συνδρομής της προϋπόθεσης αυτής λαμβάνεται, ιδίως, υπ’ όψιν τυχόν καταδίκη μελών του κόμματος ή της πραγματικής ηγεσίας του στα αδικήματα του προηγούμενου εδαφίου». Εδώ τα προβλήματα είναι πολλαπλά: α) Κατ’ αρχάς, η αναφορά σε ποινική καταδίκη «μελών του κόμματος» εγείρει το ζήτημα πώς θα γνωρίζει ο Αρειος Πάγος ποιος είναι μέλος του διερευνώμενου κόμματος και ποιος όχι.
 
Στη διάταξη υπονοείται ένα σχήμα λειτουργίας κομμάτων όπου οι κατάλογοι των μελών τους είναι διαθέσιμοι στον Αρειο Πάγο (!) για να προβαίνει αυτός στον νομοθετούμενο έλεγχο (είναι άλλο το ζήτημα των προσκομιζόμενων ονομάτων υποψηφίων, καθώς εκεί τα κόμματα προσκομίζουν κατάλογο με δική τους πρωτοβουλία, προκειμένου να ανακηρυχθούν). β) Τα αδικήματα στα οποία αναφέρεται η διάταξη δεν σχετίζονται απαραίτητα με τη δράση στο πλαίσιο του κόμματος, φτάνουν δε να αφορούν μέχρι και κάθε περίπτωση αδικήματος για το οποίο επιβλήθηκε ποινή ισόβιας κάθειρξης. γ) Το νομοθετούμενο κώλυμα επί τη βάσει ποινικής καταδίκης ισχύει διά βίου, καθώς απαλείφεται ο χρονικός περιορισμός που περιέχεται στην ισχύουσα διάταξη (βλ. άρθρο 32 παρ. 1 εδ. τρίτο του Π.Δ. 26/2012, όπως διαμορφώθηκε με το άρθρο 92 ν.4804/2021, ΦΕΚ A’ 90/5.6.2021: «Η αποστέρηση του δικαιώματος κατάρτισης συνδυασμών, σύμφωνα με την παρούσα περίπτωση, ισχύει για τη χρονική διάρκεια της επιβληθείσας ποινής…»). δ) Η αναφορά ότι «τυχόν καταδίκη λαμβάνεται υπ’ όψιν» την καθιστά μη δεσμευτική. Δίνεται δηλαδή η δυνατότητα στον Αρειο Πάγο να αποφασίσει με δύο μέτρα και δύο σταθμά ανάλογα με το διερευνώμενο κόμμα, χωρίς η κρίση να έχει αντικειμενικό έρεισμα.
 
Με αυτό το περιεχόμενο, είναι κατανοητό ότι κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν πρέπει να στηρίξει τη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης, που αντί για δημοκρατική ευαισθησία επιδεικνύει τον γνωστό κυνισμό της και επιδίδεται σε εκλογομαγειρέματα εξήντα μέρες πριν από την προκήρυξη των εκλογών. Είναι όμως αυτό το τέλος της συζήτησης για τους δημοκρατικούς πολίτες; Προφανώς και όχι.
 
Στην Ελλάδα την προηγούμενη δεκαετία, μέσα στη θύελλα των μνημονίων, ήρθαμε αντιμέτωποι με μια πρωτοφανή πρόκληση: μια ναζιστική εγκληματική οργάνωση, η «Χρυσή Αυγή», που είχε ενδυθεί τον μανδύα κόμματος με σχετική δήλωση στον Αρειο Πάγο, κατόρθωσε να μπει στη Βουλή και να αξιοποιήσει την κάλυψη και τους πόρους που απολαμβάνουν τα πολιτικά κόμματα, για να σπείρει τον τρόμο, εγκληματώντας κατά των πολιτικών της αντιπάλων και όσων ο ναζισμός καθιστά στόχους. Επειτα από μια δεκαετία σκληρής μάχης, τα ηγετικά στελέχη της Χρυσής Αυγής καταδικάστηκαν και βρίσκονται στη φυλακή, όχι επί τη βάσει της ιδεολογίας τους αλλά επί τη βάσει της ποινικής τους ευθύνης για τα τελεσθέντα κακουργήματα (ανθρωποκτονίες, απόπειρες ανθρωποκτονιών κ.λπ.) στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης που έδρασε με ναζιστικό κίνητρο (βλ. σελ. 11059 της 2425/2020 ιστορικής απόφασης του Α’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών: «η ναζιστική ιδεολογία αποτέλεσε το κίνητρο της εγκληματικής δράσης κατά εκείνων που επιλέγοντο ως αντιφρονούντες, ως πολιτικοί και ιδεολογικοί αντίπαλοι ως και κατά των μεταναστών»). Το ερώτημα που τίθεται είναι πώς αντιμετωπίζεται η απόπειρα των πρωτοδίκως καταδικασμένων διευθυντών της εγκληματικής οργάνωσης να επαναλάβουν το στρατήγημα του πολιτικού μανδύα διά της εκ νέου κατάρτισης εκλογικών συνδυασμών με το ίδιο ή άλλο όνομα.
 
Αποψή μου είναι ότι, μετά την εμπειρία αυτή (μια και δεν μας έφταναν όσα περάσαμε τη δεκαετία του ‘40 με την ερήμωση της χώρας και την εξόντωση του ελληνικού εβραϊσμού), χρειαζόμαστε επειγόντως αντιναζιστική νομοθεσία στην Ελλάδα, μια αναγκαιότητα που κανένας δημοκρατικός πολίτης ή δημοκρατικό κόμμα δεν μπορεί να αρνηθεί. Εκφραση αυτής της αντιναζιστικής νομοθεσίας στο εκλογικό πεδίο δεν μπορεί να είναι η ολισθηρή νομοθέτηση της εξουσίας του Αρείου Πάγου να κρίνει επί του σκοπού ενός κόμματος. Ούτε όμως μπορεί να είναι η ποινικοποίηση της ναζιστικής ιδεολογίας, όσο απεχθής και αν είναι αυτή, καθώς σε ένα φιλελεύθερο καθεστώς η ποινικοποίηση αφορά την πράξη. Εξάλλου, κανένα ναζιστικό κόμμα δεν είναι τόσο ανόητο ώστε να δηλώσει μεγαλόφωνα τον χαρακτήρα του. Επομένως, η λύση του ζητήματος θα πρέπει να πατήσει στον σημαντικότερο καρπό αυτής της υπερδεκαετούς προσπάθειας, που δεν είναι άλλος από την πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών.
 
Σημαντικό κεκτημένο αποτελεί η νομοθετική διάταξη αναστολής χρηματοδότησης της Χρυσής Αυγής το 2013 (βλ. άρθρο 7α του ν. 3023/2002, όπως προστέθηκε με το άρθρο 23 του ν. 4203/2013) με επικαλούμενη αιτία την άσκηση ποινικής δίωξης για τα εγκλήματα των άρθρων 187 και 187Α σε ηγετικά στελέχη κόμματος, στα οποία περιλαμβάνονται και όσοι ασκούν «πραγματική διεύθυνση».
 
Επί τη βάσει αυτής της διάταξης, που υποστηρίχτηκε υπερκομματικά, είναι δυνατόν να νομοθετηθεί ότι:
 
Κόμματα, των οποίων ο αρχηγός ή ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας ή εκείνος που ασκεί την πραγματική διεύθυνση ή περισσότεροι του ενός πέμπτου των βουλευτών ή του ενός πέμπτου των ευρωβουλευτών ή του ενός πέμπτου των μελών του κεντρικού οργάνου διοίκησης έχουν καταδικαστεί με οριστική απόφαση για τα εγκλήματα των άρθρων 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα, καθώς και συνασπισμοί κομμάτων στους οποίους συμμετέχει τέτοιο κόμμα ή συνδυασμοί ανεξαρτήτων στους οποίους συμμετέχει τέτοιο φυσικό πρόσωπο, αποκλείονται από τη συμμετοχή στις εκλογές. Ο αποκλεισμός μπορεί να επιβληθεί εφόσον οι πράξεις των ως άνω φυσικών προσώπων τελέσθηκαν στο πλαίσιο δράσης κόμματος που διηύθυναν ή εκπροσώπησαν ή στο όνομα αυτού, με κίνητρο ναζιστικό ή ρατσιστικό. Η διάταξη ισχύει όσο διαρκεί για τα ως άνω φυσικά πρόσωπα η επιβληθείσα ποινή. Το χρονικό διάστημα υπολογίζεται από την επομένη της ημέρας της οριστικής καταδικαστικής απόφασης για τα ως άνω φυσικά πρόσωπα. Η έκτιση ή μη της ποινής και η υφ’ όρον απόλυση δεν ασκεί επιρροή στον υπολογισμό του ανωτέρω χρονικού διαστήματος.
 
Με τη διάταξη αυτή, αντιμετωπίζεται το στρατήγημα της υποκρυπτόμενης ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης υπό τη μορφή ή εντός πολιτικού κόμματος. Κριτήριο δεν αποτελεί η ναζιστική ιδεολογία από μόνη της, αλλά η αποδεδειγμένη τέλεση κακουργημάτων με ναζιστικό ή ρατσιστικό κίνητρο, καθώς προϋπόθεση αποκλεισμού αποτελεί οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Η συνδρομή της περίστασης της «πραγματικής ηγεσίας» αποδεικνύεται με βάση αντικειμενικά γεγονότα, που μπορούν περαιτέρω να συγκεκριμενοποιηθούν. Μια τέτοια διάταξη δεν συγκρούεται με το άρθρο 51 του Συντάγματος για το κώλυμα εκλογιμότητας υποψήφιου βουλευτή που απαιτεί αμετάκλητη απόφαση, καθώς αφορά τα κωλύματα ανακήρυξης συνδυασμών. Οι καταδικασμένοι πρωτοδίκως δύνανται να είναι υποψήφιοι βουλευτές σε κόμματα των οποίων δεν ασκούν τυπικά ή πραγματικά τη διεύθυνση ή να κατέλθουν ως ανεξάρτητοι.
 
Είμαι βέβαιος ότι τα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης μπορούν να συμπλεύσουν σε μια τέτοια νομοθετική διάταξη. Εχω όμως μεγάλες αμφιβολίες για το κυβερνητικό κόμμα, που έχει τόσο πολύ διαβρωθεί από ακροδεξιές τοποθετήσεις και στάσεις, ώστε να μην μπορεί να υπερψηφίσει αντιναζιστική νομοθεσία χωρίς να διολισθήσει σε ρητορική περί «άλλου άκρου» και «καταδίκης του ναζισμού και του κομμουνισμού».
 
Επιμένουμε, όπως γράψαμε και παλιότερα: η μόνη εγγύηση απέναντι στη δράση των φασιστικών και ναζιστικών μορφωμάτων είναι η δράση του μαζικού αντιφασιστικού κινήματος. Αυτό το κίνημα, ως εκφραστής της μεγάλης δημοκρατικής πλειοψηφίας, σταμάτησε και θα ξανασταματήσει σε κάθε γειτονιά και κάθε πόλη τις απόπειρες να συγκροτηθούν εκ νέου τα τάγματα εφόδου των νεοναζί, οι φονιάδες του Παύλου Φύσσα και του Σαχζάτ Λουκμάν, όποιο όνομα (παλιό ή καινούργιο) και αν επιλέξουν.
 
Ο Θανάσης Καμπάγιαννης είναι δικηγόρος, πολιτική αγωγή στη δίκη της Χρυσής Αυγής και σύμβουλος στο Δ.Σ. του ΔΣΑ με την Εναλλακτική Παρέμβαση – Δικηγορική Ανατροπή