«Η παιδεία αλλάζει». Έτσι τιτλοφορεί η Νίκη Κεραμέως τον απολογισμό των πεπραγμένων της στο υπουργείο Παιδείας. Πράγματι, αλλάζει προς το χειρότερο και μάλιστα δραματικά. Κυβέρνηση και υπουργείο Παιδείας αυτοσυγχαίρονται για τις «μεταρρυθμίσεις» τους, ενώ παράλληλα τροφοδοτούν την άτυπη βεντέτα που έχουν ανοίξει με τους εκπαιδευτικούς, τους μαθητές και την πανεπιστημιακή κοινότητα.
Περηφανεύονται για τους περισσότερους φραγμούς στο δημόσιο (;) εκπαιδευτικό σύστημα, για τις περισσότερες εξετάσεις και το διαγωνισμό PISA. Για την εμμονική αύξηση του αριθμού Προτύπων σχολείων και τη δήθεν αριστεία. Για την παροχή δεξιοτήτων αντί μόρφωσης, όπως και για την κατάργηση της Κοινωνιολογίας που «έκανε τα παιδιά αριστερά». Για τα κατηχητικά μέσα στα σχολεία, την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής και τον αποκλεισμό χιλιάδων νέων από τα δημόσια ΑΕΙ, την πανεπιστημιακή αστυνομία. Περιαυτολογούν που μετατρέπουν το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα σε περιβάλλον για ολοένα και λιγότερους, αμιγώς εξετασιοκεντρικό, συντηρητικό, δίχως προβληματισμούς και συζήτηση αλλά με ρομποτική και αγγλικά στο νηπιαγωγείο. Πιο ακριβό για τις οικογένειες, πιο φτηνό για το κράτος, πιο ανοιχτό στις επιχειρήσεις και την εταιρική κουλτούρα.
Ωστόσο, ποια είναι η πραγματικότητα στην τάξη, το προαύλιο, το αμφιθέατρο; Εδώ και τρία χρόνια, κυβέρνηση και υπουργείο Παιδείας εθελοτυφλούν για τα μείζονα εκπαιδευτικά, αλλά και ευρύτερα κοινωνικά θέματα που απασχολούν τα παιδιά και την εκπαιδευτική διαδικασία. Κάποιος/α κακεντρεχής ή και υποψιασμένος/η θα μπορούσε να σκεφτεί ότι τα προβλήματα που είτε δημιουργήθηκαν είτε γιγαντώθηκαν από τους ίδιους, εξυπηρετούν τελικά τη δική τους ατζέντα.
Αρνούνται κάθε συζήτηση για τις ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις της πανδημίας και κάνουν πως δε βλέπουν τα σοβαρά μαθησιακά κενά και την αυξημένη αδιαφορία των μαθητών για το σχολείο. Αδιαφορούν για τον σχολικό εκφοβισμό (bullying), τους βανδαλισμούς αιθουσών και την αναγραφή φασιστικών συνθημάτων. Αντιμετωπίζουν το στεγαστικό πρόβλημα των νεοδιόριστων εκπαιδευτικών ως ζήτημα που θα λύσει η αυτορρυθμιζόμενη (;) αγορά του real-estate. Ακόμα και όταν φοιτητής πέφτει από το παράθυρο του 3ου ορόφου επειδή δε χωρούσε στην αίθουσα λόγω έλλειψης καθηγητών και κατάλληλων χώρων, αρνούνται κάθε ευθύνη. Άλλωστε φρόντισαν να βάλουν την αστυνομία στα πανεπιστήμια και να τη χρηματοδοτήσουν με 30 εκατ. ευρώ, τη στιγμή που όλα τα δημόσια ελληνικά πανεπιστήμια λαμβάνουν ετησίως 90 με 100 εκατ. ευρώ.
Τα «μισά από τα λεφτά» της πανεπιστημιακής αστυνομίας να δίνονταν ως χρηματοδότηση στα ΑΕΙ, θα είχαμε -ήδη από φέτος- περισσότερους διδάσκοντες και σοβαρές στεγαστικές λύσεις, οι οποίες θα επέτρεπαν την ορθολογική κατανομή των φοιτητών σε τμήματα. Την ίδια στιγμή, τα ΑΕΙ χρειάζονται άμεσα χρηματοδότηση για να ανταπεξέλθουν στο αυξημένο ενεργειακό κόστος, να καταφέρουν να ζεστάνουν και να φωταγωγήσουν αίθουσες, εργαστήρια, εστίες και βιβλιοθήκες. Το υπουργείο Παιδείας κάνει και πάλι πως δεν ακούει.
Το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα χρειάζεται χώρο να αναπνεύσει. Και για να μπορέσει να εκπληρώσει τον παιδαγωγικό και κοινωνικό του ρόλο, χρειάζεται η ανατροπή των νόμων της πειθάρχησης, της ιδιωτικοποίησης, της γραφειοκρατικοποίησης, της αστυνομοκρατίας. Χρειάζεται αλλαγή παραδείγματος ώστε οι νέες και οι νέοι να αντιληφθούν πως το μέλλον τους θα είναι καλύτερο και όχι χειρότερο από το παρόν τους. Ας μην ξεχνάμε πως η εντατικοποίηση, η ανεργία, τα προβλήματα στέγασης, ο σεβασμός στις ζωές που απειλούνται από την κυβερνητική αυθαιρεσία και αδιαφορία δεν είναι φυσικά φαινόμενα, αλλά πολιτικές επιλογές.
Πολιτική επιλογή είναι και η ανυπαρξία κάθε συζήτησης για την προστασία των παιδιών από τη σωματική και σεξουαλική κακοποίηση. Ένας ολόκληρος χρόνος πέρασε (Νοέμβριος 2021) από όταν ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης δεσμευόταν πως είχε έτοιμο το Εθνικό Σχέδιο για την αντιμετώπιση της σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών. Το θέμα υποχώρησε από την επικαιρότητα, ξεχάστηκε και το Σχέδιο, ξεχάστηκαν και οι δεσμεύσεις. Έπρεπε να φτάσουμε στη νέα φρικτή υπόθεση παιδοβιασμού στον Κολωνό για να ξαναρχίσει η όποια συζήτηση.
Όλες και όλοι οφείλουμε να προβληματιστούμε και να ασχοληθούμε με την έλλειψη συνεκτικής στρατηγικής για την καταπολέμηση της βίας -σωματικής και σεξουαλικής- κατά των παιδιών. Πρέπει να συζητήσουμε για τις κρίσιμες ελλείψεις στα σχολεία, τη σοβαρή υποστελέχωση, την ελλιπή επιμόρφωση και τη νομική κάλυψη των εκπαιδευτικών για να μπορούν να αναγνωρίζουν και να καταγράφουν τέτοιου είδους φαινόμενα. Πρέπει να συζητήσουμε για τα αρνητικά πορίσματα του Συνηγόρου του Πολίτη για τα δικαιώματα των παιδιών, όπως και για τις παρατηρήσεις που έκανε πρόσφατα προς τη χώρα μας ο ΟΗΕ. Πρέπει να διαμορφώσουμε πολιτικές αποτροπής και πρωτόκολλα διαχείρισης στα σχολεία για την κακοποίηση, την παραμέληση, την ενδοοικογενειακή βία. Πρέπει τα παιδιά στο σχολείο να οικοδομούν σχέσεις εμπιστοσύνης, να μιλούν, να προβληματίζονται. Να έχουν κάπου να απευθυνθούν όταν αντιμετωπίζουν προβλήματα μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον: στο δάσκαλο, στο ψυχολόγο, στο σχολικό νοσηλευτή.
Βεβαίως, όλα αυτά προϋποθέτουν ένα σχολείο που αποτελεί ασφαλές περιβάλλον. Ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή, από αυτό που προσπαθεί να επιβάλλει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας εδώ και τρία χρόνια. Θα αποφασίσουμε ότι η παρουσία ψυχολόγων σε όλα τα σχολεία είναι απαραίτητη; Ότι η πανδημία, ο εγκλεισμός και η τηλεκπαίδευση έχουν αφήσει ψυχοπαιδαγωγικό αποτύπωμα στα παιδιά; Ότι οι ψυχολόγοι πρέπει να εργάζονται με σταθερές σχέσεις εργασίας και όχι με συμβάσεις και προγράμματα λίγων μηνών; Πως πρέπει να υπάρχει διασύνδεση με την κοινότητα, με τις μονάδες προστασίας ανηλίκων των Δήμων, ώστε να ανιχνεύουν τα παιδιά που προέρχονται από «ευάλωτα» περιβάλλοντα; Έχουμε ήδη καθυστερήσει.
Είναι σαφές πως ένα παιδί δεν μπορεί να προστατεύσει τον εαυτό του από τη φτώχεια, την κατάχρηση, τη βία. Πρέπει να βρίσκεται στο σχολείο και όχι να δουλεύει, επειδή έτυχε να γεννηθεί και να μεγαλώνει σε μια φτωχή και πολυμελή οικογένεια. Ένα από τα επιτεύγματά μας ως κυβέρνηση ήταν πως, εν μέσω οικονομικής και ανθρωπιστικής κρίσης, εν μέσω μνημονίων και «προικοδοτημένης» χρεωκοπίας, καταφέραμε να μειώσουμε την παιδική φτώχεια, να οργανώσουμε τα σχολικά γεύματα και να μειώσουμε τη σχολική εγκατάλειψη. Η κυβέρνηση της ΝΔ, με δημοσιονομική χαλαρότητα από την πλευρά της ΕΕ, με και παρακαταθήκη 36 δις ευρώ και με σοβαρούς πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης, κατάφερε να αυξήσει το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας, καθώς και το ποσοστό παιδικής φτώχειας για το διάστημα 2019-2021.
* Η Μερόπη Τζούφη είναι βουλευτής Ιωαννίνων και αναπλ. τομεάρχης Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ