Macro

Θησαυρίζουν από τον πόλεμο

Κέρδη-ρεκόρ, από τα υψηλότερα που έχει εμφανίσει ποτέ στην ιστορία εταιρεία στον πλανήτη, κατέγραψε μεταξύ του φετινού Απριλίου και Ιουνίου η Saudi Aramco.

Ο πετρελαϊκός κολοσσός της Σαουδικής Αραβίας -που στο μεγαλύτερο μέρος του (95%) ανήκει στη βασιλική οικογένεια- είδε συγκεκριμένα τα κέρδη του στο δεύτερο τρίμηνο του έτους να αυξάνονται κατά 90% σε σχέση με την ίδια περίοδο πέρυσι, από τα 26 δισ. δολάρια στα 48 δισ. δολάρια. Είναι τα υψηλότερα από την εισαγωγή της Aramco στο χρηματιστήριο τον Δεκέμβριο του 2019 και αποτέλεσμα της εκρηκτικής ανόδου που σημείωσαν οι τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου μετά την εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία. Σύμφωνα με την εταιρεία, τα υπερκέρδη της αντανακλούν τόσο την «αυξανόμενη ζήτηση» για το πετρέλαιό της όσο και το χαμηλό της κόστος. Η Aramco έχει πολύ χαμηλό κόστος παραγωγής σε σχέση με άλλες πετρελαϊκές εταιρείες, καθώς αντλεί το μεγάλο μέρος του πετρελαίου της από κοιτάσματα που βρίσκονται στην επιφάνεια σχεδόν του εδάφους ή σε ρηχά νερά. Η αυξημένη ζήτηση για το πετρέλαιό της από την άλλη πλευρά πυροδοτήθηκε από τον πόλεμο στην Ουκρανία λόγω της απομάκρυνσης των δυτικών κυβερνήσεων από το ρωσικό πετρέλαιο και της αναζήτησης άλλων προμηθευτών.

Η Aramco δεν είναι όμως η μοναδική μεγάλη κερδισμένη του πολέμου στην Ουκρανία. Καθώς η τιμή του μπρεντ χτυπούσε κάποια στιγμή τον Απρίλιο επίπεδα πάνω από τα 120 δολάρια ανά βαρέλι αρκετοί ακόμη πετρελαϊκοί κολοσσοί της υφηλίου είδαν και τα δικά τους κέρδη να εκτοξεύονται. Τα κέρδη της Shell άγγιξαν στο β’ τρίμηνο τα 10 δισ. λίρες και ήταν τα υψηλότερα που έχει σημειώσει ποτέ εισηγμένη εταιρεία στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου ενώ τα αντίστοιχα της ΒP τριπλασιάστηκαν σε περίπου 7 δισ. λίρες ωθώντας την σε διανομή δισεκατομμυρίων λιρών στους μετόχους της. Η Aramco από την πλευρά της προτίθεται να διανείμει στους μετόχους της μέρισμα συνολικού ύψους 18,8 δισ. δολαρίων στα τέλη Οκτωβρίου.

Το μεγαλύτερο μέρος αυτού θα απολαύσει η σαουδαραβική κυβέρνηση και συγκεκριμένα η βασιλική οικογένεια. Και ένα μέρος αυτών των υπερκερδών θα διατεθεί, όπως είναι γνωστό, εκτός από τις δαπάνες του πολυτελούς βίου της οικογένειας και για την αποπληρωμή των μεγάλων εξοπλιστικών προγραμμάτων του Ριάντ σε αμερικανικές κυρίως εταιρείες. Οι τελευταίες -που καρπώνονται ταυτόχρονα και το μεγαλύτερο μέρος του τεράστιου αμυντικού προϋπολογισμού των ΗΠΑ ελέγχοντας με τους «δικούς» τους ανθρώπους τις αποφάσεις του Πενταγώνου και του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών και καθορίζοντας σκιωδώς αρκετές από τις πολιτικές που ακολουθεί η υπερδύναμη- είναι διόλου τυχαία μαζί με τις πετρελαϊκές από τους μεγάλους κερδισμένους του πολέμου. Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η πρόσφατη ένταση μεταξύ Κίνας και Ταϊβάν αποτελούν βούτυρο στο ψωμί τους καθώς σημαίνουν νέες παραγγελίες όπλων και χρήμα με ουρά.

Εκτός από τα όπλα και τις δαπάνες του πολυτελούς βίου της η βασιλική οικογένεια της Σαουδικής Αραβίας ξοδεύει τα υπερκέρδη που εισπράττει από το πετρέλαιο και σε επενδύσεις.

Η Κingdom Holding αποτελεί μία από τις πιο προβεβλημένες επενδυτικές εταιρείες της Σαουδικής Αραβίας. Το μεγαλύτερο μέρος της ανήκει στον πρίγκιπα Alwaleed bin Talal, εγγονό του ιδρυτή της Σαουδικής Αραβίας, ενώ από τον περασμένο Μάιο μερίδιο 16,8% σε αυτήν έχει και το κρατικό ταμείο επενδύσεων του Ριάντ. Την Κυριακή που πέρασε έγινε γνωστό ότι η Kingdom πραγματοποίησε λίγο πριν και λίγο μετά την εισβολή στην Ουκρανία επενδύσεις 500 δισ. δολαρίων σε ρωσικές εταιρείες ενέργειας. Από αυτά, τα 364 εκατομμύρια τοποθετήθηκαν τον Φεβρουάριο στην Gazprom ενώ τα υπόλοιπα στη Rosneft και τη Lukoil, επίσης εκείνο τον μήνα αλλά και τον Μάρτιο.

Ας σημειωθεί ότι η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ξεκίνησε στις 24 Φεβρουαρίου ενώ η ένταση και η συγκέντρωση στρατευμάτων στα ρωσο-ουκρανικά σύνορα είχαν ξεκινήσει αρκετά νωρίτερα. Με άλλα λόγια, η εν λόγω εταιρεία της συμμάχου και κορυφαίας ενεργειακής προμηθεύτριας χώρας των ΗΠΑ, της Ευρώπης και συνολικά της Δύσης προχώρησε σε αυτές τις επενδύσεις όταν οι Δυτικοί ηγέτες προσπαθούσαν να αυξήσουν την πίεσή τους στη Μόσχα και απειλούσαν με κυρώσεις οι οποίες ξεκίνησαν τελικά στα τέλη Φεβρουαρίου. Και οι δυτικές κυβερνήσεις το επέτρεψαν, όταν την ίδια στιγμή οι λαοί τους πλήρωναν τη βενζίνη με χρυσάφι για να τιμωρηθεί ο Πούτιν. Και το εύλογο ερώτημα που γεννάται είναι: Ποιος δουλεύει ποιον με αυτόν τον πόλεμο και αυτήν την ενεργειακή κρίση; Ποιος μας φορά το φέσι αυτή τη φορά και γιατί το επιτρέπουμε;

Μπάμπης Μιχάλης

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ