Σήμερα, καθηγητές πανεπιστημίου ζητάνε την αφαίρεση του τίτλου του επιτίμου διδάκτορα του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών από τον πρόεδρο της Ρωσίας. Και πράττουν ορθώς.
Πριν από 20 χρόνια ωστόσο, το βαθύ πανεπιστημιακό κατεστημένο της χώρας επί πρυτανείας Γιώργου Μπαμπινιώτη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ένιωθε πολύ περήφανο για την επιλογή του Ρώσου Προέδρου στην ύπατη των πανεπιστημιακών τιμών.
Θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς: «Μα το 2001, δεν ξέραμε πόσο βάναυσος δεσπότης είναι ο Ρώσος πρόεδρος. Τώρα μάθαμε». Δεν ισχύει. Από την αρχή των ημερών του Πούτιν, οι παραβιάσεις των δικαιωμάτων στη Ρωσία εναντίον όσων τολμούσαν να αρθρώσουν λόγο εναντίον του ήταν συστηματικές και αμείλικτες. Οι πολιτικές διακρίσεων και λιντσαρίσματος σε βάρος των ομοφυλόφιλων παροιμιώδεις. Οι δολοφονίες δημοσιογράφων που ασκούσαν κριτική το ίδιο. Θα περίμενε κανείς λοιπόν ότι ο κ. Μπαμπινιώτης, θα τα ήξερε ή θα μπορούσε να τα μάθει όλα αυτά, αν ρωτούσε με την επιμέλεια που θα περίμενε κανείς από έναν τόσο διακεκριμένο επιστήμονα – που διετέλεσε και υπουργός Παιδείας, κάποια χρόνια αργότερα.
Και φυσικά, η Ουκρανία δεν είναι η πρώτη χώρα που υφίσταται στρατιωτική εισβολή από τη Ρωσία. Η Γεωργία ήταν. Και μάλιστα για δεύτερη φορά, πριν ο Ρώσος Πρόεδρος τιμηθεί εκ νέου από ελληνικό πανεπιστήμιο με την αγόρευση του σε επίτιμο διδάκτορα από το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου το 2018. Για να μην αδικούμε τους συναδέλφους του Πανεπιστημίου αυτού, να πούμε ότι ο τίτλος του Πούτιν ανακλήθηκε εντός Μαρτίου 2022, μετά την εισβολή στην Ουκρανία.
Ωστόσο, η απαξία της βράβευσης Πούτιν το 2018 είναι πιο ντροπιαστική από αυτήν του 2001, διότι στο μεταξύ ο Ρώσος πρόεδρος έχει ξεδιπλώσει σχεδόν όλο το ταλέντο του με δύο ακόμη στρατιωτικές εισβολές (Νότια Οσσετία το 2008 και Κριμαία το 2014)… Δεν αρκούσαν όμως, όπως φαίνεται.
Είναι κοινό τοις πάσι ότι ο Ρώσος Πρόεδρος ουδέποτε υπήρξε ή προσποιήθηκε τον «αγαθό» με κανέναν και ανέκαθεν έπαιζε το χαρτί του αυταρχικού ρωσικού μεγαλοϊδεατισμού, με ό,τι βία αυτό συνεπάγεται. Τόσο εντός Ρωσίας όσο και εκτός.
Ο Πούτιν ποτέ δεν ήταν κάποιος άλλος, ούτε διεθνώς εκλήφθη ως τέτοιος, όπως για παράδειγμα ο πρόεδρος της Τουρκίας, ο οποίος από το 2011 φέρεται να ξεκίνησε την βαθιά αυταρχική στροφή του. Ακόμη κι αν αυτό είναι μαχητό – υπάρχουν δηλαδή φωνές που λένε ότι ο Ερντογάν δεν άλλαξε ποτέ – είναι κοινή πεποίθηση ότι από το 2003 ως το 2011 ο Τούρκος πρόεδρος ενσάρκωσε κάποιες ελπίδες για μεγάλες αλλαγές στην Τουρκία προς το καλύτερο. Ο Πούτιν δεν ενσάρκωσε ποτέ καμία ελπίδα, παρά μόνο ότι θα νοικοκύρευε κάπως το χάος που παρέλαβε στη Ρωσία από τον Γιέλτσιν. Και αυτό το έκανε. Βίαιος πάντως και αυταρχικός δεσπότης υπήρξε πάντα και ούτε ενδιαφέρθηκε να το κρύψει.
Κι όμως, το Πανεπιστήμιο Αθηνών με μια κατεξοχήν συντηρητική πρυτανική ηγεσία ένιωσε την ανάγκη να τιμήσει τον Ρώσο πρόεδρο, θεωρώντας ότι με τον τρόπο αυτό εδραιώνει και το δικό του διεθνές κύρος. Δεν είναι και λίγο να φέρνεις στην Αθήνα, τον πρόεδρο μιας τόσο σημαντικής χώρας έστω και για να τον τιμήσεις και να του πεις πόσο σημαντικός είναι. Οι καιροί όμως αλλάζουν και 22 χρόνια μετά, λόγω Ουκρανίας η απολυταρχική δεσποτεία που ασκεί ο Ρώσος πρόεδρος δεν κρύβεται ούτε και στην Ελλάδα.
Το γράφω διότι πολύ μελάνι έχει χυθεί τους τελευταίους μήνες για τη ρωσοφιλία ενός τμήματος της Αριστεράς στην Ελλάδα – και όχι άδικα, σε μεγάλο βαθμό. Η ελληνική ρωσοφιλία ωστόσο δεν έχει κυρίως πολιτικές αλλά ιστορικές, εθνικές και θρησκευτικές αποχρώσεις και καταβολές. Παραδοσιακά, η ρωσοφιλία ανήκει περισσότερο στην ελληνική Δεξιά και μάλιστα στις πιο αντιδραστικές εθνοκεντρικές της εκδοχές και φατρίες. Όμως, για λόγους αμιγώς πολιτικούς, η Ελληνική Δεξιά, στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, λογόκρινε τον σκληρό αντιδυτικισμό που διακατείχε ένα σημαντικό της τμήμα. Το «ανήκομεν εις τη Δύση» πάταξε τη συντηρητική ελληνική ρωσοφιλία, αλλά δεν την εξαφάνισε. Το «ξανθό γένος» με τις προφητείες του Αγαθάγγελου παρέμεινε ισχυρό στο εθνικό λαϊκό φαντασιακό.
Η ρωσοφιλία στην ελληνική αριστερά ξεκινάει όταν η ΕΣΣΔ καθίσταται η πατρίδα του παγκόσμιου προλεταριάτου. Μετά το 1917, η «Ρωσία» γίνεται σχεδόν οικουμενικό συνώνυμο της ΕΣΣΔ. Ωστόσο, το τέλος της ΕΣΣΔ δημιούργησε μεγάλες αμηχανίες. Σαν να ξεχάστηκε ότι μετά το 1990 η Ρωσία είναι (ένα ακόμη) καπιταλιστικό κράτος και μάλιστα με μια κεφαλαιοκρατία πολύ πιο βάναυσης κερδοσκοπίας από τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά.
Θα αναρωτηθεί κανείς πώς γίνεται να το ξεχάσουμε αυτό. Η απάντηση είναι ότι ο αντιαμερικανισμός εδώ, για ιστορικούς λόγους και πάλι, λάμπει τόσο, ώστε τυφλώνει. Τυφλώνει τόσο, ώστε όλα τα εγκλήματα που διεξάγουν οι άλλοι να «συμψηφίζονται» με αυτά των ΗΠΑ, λες και η έννοια της διεθνούς δικαιοσύνης είναι μια ζυγαριά όπου από τη μία μονίμως είναι το ΝΑΤΟ και οι Αμερικάνοι. Το αποτέλεσμα είναι σήμερα συμπολίτες μας να νομίζουν ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν είναι επιθετικός πόλεμος της Ρωσίας, αλλά ότι το ένα εμπόλεμο μέρος είναι το ΝΑΤΟ.
Δεν θέλω να επεκταθώ στην κριτική αυτών των θέσεων οι οποίες δεν δοκιμάζουν απλώς τη νοημοσύνη αλλά και όποια στοιχειώδη αίσθηση δικαιοσύνης μας απομένει για τα διεθνή πράγματα. Θα πω μόνο ότι η Αριστερά, σαν πολιτικός χώρος, είναι κατεξοχήν πιο «φωνακλάδικος» από τη Δεξιά ενώ γενικά οι αριστεροί έχουν την τάση να ιδεολογικοποιούν περισσότερο τα πράγματα και να μιλούνε για αρχές πιο εμμονικά από τους δεξιούς. Για το λόγο αυτόν, η «αριστερή ρωσοφιλία» ήταν πιο ορατή. Έτσι, τον πρώτο καιρό του πολέμου ενδήμησε στα καθ’ ημάς ένας νέος τύπος λόγου από όψιμους δεξιούς (πρώην αριστερούς τις περισσότερες φορές) οι οποίοι θεωρούσαν πως οποιαδήποτε άλλη αναφορά στο σύνθετο ιστορικό πλαίσιο του παρελθόντος, πέρα από την καταδίκη της Ρωσίας, συνιστούσε έγκλημα καθοσιώσεως και ταύτιση με τον Πούτιν.
Χρειάζεται λοιπόν από παντού καταλλαγή και αυτοκριτική. Καθείς ας κοιτάξει τα του οίκου του διότι τα δικά του πρέπει να συμμαζέψει πρώτα παρά του πολιτικού του αντιπάλου. Και τότε θα ανακαλύψει πως είναι μερικά «σφάλματα» που δεν μαζεύονται με τίποτε. Με τίποτε όμως!
Δημήτρης Χριστόπουλος