«Το ελληνικό καλοκαίρι, όπως πολλοί από εσάς γνωρίζετε, είναι πολλά περισσότερα από την καταγάλανη θάλασσα και το εκθαμβωτικό ηλιοβασίλεμα. Είναι μια πνευματική κατάσταση (a state of mind), όπως λέει η πρόσφατη καμπάνια μας [για τον τουρισμό]· ένα αίσθημα ευτυχίας, ελευθερίας, ηρεμίας, που τίποτα και ποτέ δεν μπορεί να μας το στερήσει» (Μητσοτάκης, 2020). «Ποιο, άραγε, είναι το διακύβευμα για τα επόμενα 100 χρόνια; Όταν, λοιπόν, ρώτησα τον Στάθη Καλύβα, μου απάντησε: «Η ευτυχία». Συμφωνώ» (Μητσοτάκης, 2021).
Στα δύο παραπάνω αποσπάσματα ο πρωθυπουργός αναφέρεται στην ευτυχία ως συναίσθημα και εμπειρία που μπορεί να προσφέρει η Ελλάδα τόσο στους τουρίστες όσο και στους πολίτες της. Η αναφορά στην «ευτυχία» υπηρετεί, όπως θα καταδείξουμε, έναν διττό σκοπό. Από τη μια, η ευτυχία χρησιμοποιείται από την κυβέρνηση Μητσοτάκη για να επαναπροσδιορίσει (re-brand) ριζικά την Ελλάδα μετά από μια δεκαετία λιτότητας, ώστε να προσελκύσει «ανθρώπινο κεφάλαιο» (και ξένες επενδύσεις), επιθυμητούς μετανάστες (κυρίως «ψηφιακούς νομάδες») και τουρίστες. Από την άλλη, η έννοια της ευτυχίας λειτουργεί ως μέσο πειθάρχησης του πληθυσμού της χώρας.
Η «επιστήμη της ευτυχίας»
Η έννοια της ευτυχίας έχει προσελκύσει τεράστιο ενδιαφέρον στους τομείς της ψυχολογίας και της οικονομίας, όπως και στη βιβλιογραφία αυτοβοήθειας, κατά την τελευταία δεκαετία. Ο Martin Seligman (2004), ένας από τους ιδρυτές του κινήματος της «θετικής ψυχολογίας», υπονοεί ότι η ευτυχία μπορεί να θεωρηθεί το αποτέλεσμα μιας εξίσωσης μεταξύ «ηδονής και πόνου». Υποστηρίζει ότι η «επιστήμη της ευτυχίας» μπορεί να μας διδάξει πώς να έχουμε μια ευχάριστη, καλή και γεμάτη νόημα ζωή.
Αντιμέτωπες με τις συνέπειες της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, πολλές κυβερνήσεις έψαχναν να βρουν τρόπο να δικαιολογήσουν τα τεράστια πακέτα διάσωσης που επιστράτευσαν, χωρίς να χρειαστεί να αμφισβητήσουν το σύστημα που τα κατέστησε απαραίτητα. Η επιστήμη της ευτυχίας υπηρετεί αυτόν το στόχο, καθώς επιτρέπει την ανάγνωση των αιτιών της κρίσης ως απόρροια ατομικών συμπεριφορών (και όχι συστημικών αποτυχιών), οι οποίες μπορούν να διορθωθούν με «μικρές ωθήσεις» (nudges) — τεχνάσματα για να αλλάξουμε την συμπεριφορά μας υιοθετώντας πιο δραστήριους και ανθεκτικούς τρόπους ζωής. Αυτό συμβαίνει διότι, όπως μας πληροφορεί ο Will Davies (2015), η επίκληση της ευτυχίας γίνεται ο καλύτερος τρόπος για να εναρμονιστούν τα άτομα με ατζέντες επί των οποίων δεν έχουν λόγο. Ο υπουργός Ευτυχίας στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η διαβόητη «Μονάδα Ώθησης» (Nudge Unit) στο Ηνωμένο Βασίλειο ή ο Ακαθάριστος Εθνικός Δείκτης Ευτυχίας στο Μπουτάν είναι όλα παραδείγματα τρόπων μέτρησης και βελτιστοποίησης της «ευτυχίας», της «ικανοποίησης» και της «ευημερίας», με την ελπίδα να αυξηθούν η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα σε εθνικό επίπεδο. Η ευτυχία και οι αρετές της —όπως η άνεση, η χαρά, η ευχαρίστηση ή η ελπίδα— εργαλειοποιούνται για πολιτικούς και οικονομικούς σκοπούς.
Πώς μπορεί μια χώρα να παράγει ανάπτυξη; Στην Ελλάδα γινόμαστε μάρτυρες της αργής, αλλά σταθερής, εξάπλωσης αυτών των λογικών, οι οποίες δεν περιορίζονται στις εξαγγελίες του πρωθυπουργού, στον δημόσιο και τον κυβερνητικό λόγο.
Ιεράρχες του «μιζεραμπιλισμού»
Ερωτηθείς εάν η Ελλάδα χρειάζεται να παράγει ευτυχία για «τους ίδιους τους Έλληνες», πριν να την εξάγει σε άλλους, ο Καλύβας (2021) παρατηρεί τα εξής: « Έχω την αίσθηση πως στην χώρα μας κυριαρχεί ένας διάχυτος “μιζεραμπιλισμός” που αναπαράγεται από συνήθεια και ρουτίνα και που παραβλέπει πολύ σημαντικά στοιχεία της καθημερινότητάς μας».
Το όραμα ευτυχίας του Καλύβα υπηρετεί το σκοπό της αναδιαμόρφωσης της σχέσης του ελληνικού κράτους με τους πολίτες του. Όσοι/ες ζουν ήδη στην Ελλάδα, επιτάσσεται να είναι ευτυχισμένοι/ες, κάτι που αποδίδει την ευθύνη για την πορεία της ζωής τους στα άτομα και όχι σε δομικούς περιορισμούς. Μπορούμε είτε να επιλέξουμε να είμαστε ευτυχισμένοι/ες (και κατά συνέπεια επιτυχημένοι/ες), είτε να επιλέξουμε να είμαστε δυστυχισμένοι/ ες (και να υποστούμε τις συνέπειες). Συνεπώς, ο «μιζεραμπιλισμός» είναι ένας τρόπος να απαξιωθεί η ριζοσπαστική, δομική κριτική στην κατάσταση πραγμάτων στην Ελλάδα. Η ευτυχία δεν προκύπτει μέσω της αμφισβήτησης και της υπέρβασης της επισφάλειας στις σχέσεις κράτους – αγοράς – πολίτη, αλλά με την υιοθέτηση μιας θετικής στάσης απέναντί της. Η δομική κριτική υποβιβάζεται εδώ σε αυτοκριτική. Ο Καλύβας υπεραμύνεται λοιπόν της ευτυχίας, ενοχοποιώντας την κριτική ως μιζεραμπιλισμό.
Προς ένα νέο καπιταλιστικό φαντασιακό;
Τα ακριβή νοήματα και οι σκοποί της ατζέντας της ευτυχίας στην Ελλάδα είναι ακόμη υπό διαμόρφωση και πολλά απομένει να φανούν, καθώς η κυβέρνηση Μητσοτάκη και οι διανοούμενοι υποστηρικτές της οικοδομούν περαιτέρω το όραμά τους. Υπάρχουν όμως μερικά προκαταρκτικά συμπεράσματα που μπορούμε να αντλήσουμε προκειμένου να περιγράψουμε το διακύβευμα. Καθώς για την πλειοψηφία των ανθρώπων που ζουν στην Ελλάδα έχει ουσιαστικά καταρρεύσει η υπόσχεση του καπιταλιστικού φαντασιακού (η ικανότητά τους να (συν)αγωνιστούν για το ανήκειν στη μεσαία τάξη και για μια σχετική οικονομική ασφάλεια, έχοντας καλές σπουδές και δουλεύοντας σκληρά), η νομιμοποίησή του απειλείται. Ο καπιταλισμός, καθώς φαίνεται, λειτουργεί τώρα χωρίς τις φιλελεύθερες αξίες της «ακριβοδικίας» και της «ευκαιρίας», που κάποτε δικαιολογούσαν τον ανταγωνισμό και την ανισότητα που παράγει. Επομένως, αυτό που παρατηρούμε στην Ελλάδα μπορεί κάλλιστα να συνοψιστεί στο ότι το όραμα ευτυχίας της κυβέρνησης συνίσταται στην προσπάθεια να αντικαταστήσει τις προηγούμενες υποσχέσεις του καπιταλισμού με ένα νέο φαντασιακό ευτυχίας.
Εδώ η συναισθηματική επίκληση της ευτυχίας δεν είναι μόνο καταναγκαστική (καθ’ όσον πρέπει να είμαστε ευτυχισμένοι/ες, όπως διατείνεται η κυβέρνηση), αλλά και ενθαρρυντική (καθ’ όσον θέλουμε να είμαστε ευτυχισμένοι/ες). Η ευτυχία δεν είναι ένα μέσο για έναν άλλο σκοπό, όπως ο ανταγωνισμός και η σκληρή δουλειά είναι μέσο για την απόκτηση σχετικού πλούτου, μιας κατοικίας, ενός αυτοκινήτου ή ενός σκύλου — όπως στο «αμερικάνικο όνειρο». Η ευτυχία δεν απαιτεί να δοθούν τέτοιες υποσχέσεις. Στο «ελληνικό όνειρο» του Καλύβα η ευτυχία είναι εγγενώς αυτοαναφορική — ένας αυτοσκοπός. Η ευτυχία, σε αυτή την αντίληψη, καμουφλάρει τις αποτυχίες του καπιταλιστικού φαντασιακού και το υποκαθιστά για να επαναπροσδιορίσει τη χώρα «εξωραΐζοντας, συσκοτίζοντας ή εναλλακτικά δίνοντας έμφαση σε επιλεγμένες πτυχές της πραγματικότητας» (Johansson, 2012: 3613). Μένει να φανεί αν και πώς οι πιο πρόσφατες κρίσεις, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, η κλιματική αλλαγή ή η ενεργειακή κρίση, θα επηρεάσουν τη διαμόρφωση και αναπαραγωγή του πολιτικού φαντασιακού της ευτυχίας στην Ελλάδα. Ωστόσο, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι αυτό το φανταστικό παρουσιάστηκε ως δίδαγμα από –και απάντηση σε– την οικονομική κρίση και την πανδημία, η ευτυχία αναμφισβήτητα θα παραμείνει στον ορίζοντα των πνευματικών υποστηρικτών της με τον ίδιο τρόπο που ο εκσυγχρονισμός παρέμεινε για τους εκσυγχρονιστές στο παρελθόν. Αυτό που διακυβεύεται λοιπόν είναι ότι το φαντασιακό της ευτυχίας στην Ελλάδα δεν είναι μια οφθαλμαπάτη, αλλά μάλλον ένα κράμα πραγματικότητας και μυθοπλασίας για να ξαναφτιαχτεί η Ελλάδα: ο προσανατολισμός και οι λειτουργίες των θεσμών, οι κατανοήσεις της παράδοσης και της νεωτερικότητας, το πώς ορίζουμε ανάγκες και επιθυμίες, τη δικαιοσύνη και την ισότητα και εντέλει το πώς φανταζόμαστε αυτό για το οποίο αξίζει να αγωνιζόμαστε.
Πηγές:
Davies, W. (2015). The Happiness Industry. How the Government and Big Business Sold Us Well-Being. Verso.
Diamandouros, N. P. (1994). Cultural dualism and political change in postauthoritarian Greece. Estudios/Working papers, Instituto Juan March de Estudios e Investigaciones, Centro de Estudios Avanzados en Ciencias Sociales Madrid, 50.
Ehrenreich, B. (2010). Smile or Die. How Positive Thinking Fooled America & The World (2nd ed.). Granta.
Johansson, M. (2012). Place branding and the imaginary: The politics of reimagining a garden city. Urban Studies, 49(16), 3611–3626.
Καλύβας, Σ. (2021, 9 Μαρτίου). Οι Έλληνες οφείλουμε να ανακαλύψουμε ξανά τη χώρα μας. [Συνέντευξη]. Ελλάδα 2021.
Καλύβας, Σ. (2020). Το ελληνικό όνειρο. Μεταίχμιο.
Labrianidis, L.and Pratsinakis, M. (2016). Greece’s new emigration at times of crisis. GreeSE papers (99). Hellenic Observatory, London School of Economics and Political Science, London.
Seligman, M. E. P. (2004). Can happiness be taught? Daedalus, 133(2), 80–87.
* Η μελέτη, της οποίας δημοσιεύουμε εκτενές απόσπασμα, δημοσιεύτηκε στο Ινστιτούτο ΕΝΑ www.enainstitute.org/wp-content/uploads/2022/04/ENA_GR_The-Political-Imaginary-of-Happiness-in-Greece_.pdf
Ο Δημήτρης Σουδίας είναι Visiting Fellow στο London School of Economics, Marilena Laskaridis Visiting Research Fellow στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ. Ο Φίλιππος Κατσίνας είναι research officer στο London School of Economics.