Macro

Facebook και λογοκρισία

Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (ΜΚΔ ή social media), που προέκυψαν από τις τεχνολογικές εξελίξεις και τις διαδραστικές δυνατότητες των ψηφιακών τεχνολογιών, έχουν αποτελέσει ισχυρό εργαλείο έκφρασης γνώμης, αλλά και αντικείμενο επιστημονικής ανάλυσης τα τελευταία χρόνια. Το Facebook, το πιο δημοφιλές από τα μέσα (2.8 δισεκατομμύρια χρήστες περίπου σε μηνιαία βάση) είναι αναμφίβολα η κεντρική πλατφόρμα.

 

Οι θιασώτες και ένθερμοι χρήστες του το θεωρούν κομμάτι μιας σύγχρονης δημόσιας σφαίρας (με την έννοια του Habermas), ενός χώρου δηλαδή όπου ανταλλάσσονται απόψεις και διαμορφώνεται η κοινή γνώμη. Οι πιο κριτικοί αναλυτές εστιάζουν στις περιορισμένες του δυνατότητες, τονίζοντας ότι αυτή η ιδιότυπη σφαίρα κατακλύζεται από πληροφορίες αμφίβολης προέλευσης και ποιότητας, λειτουργεί περισσότερο ως μέσο έκφρασης της προσωπικής ζωής, παρά ενδιαφέροντος για τα κοινά, και είναι οργανωμένη με τρόπο που δημιουργεί μικρές δημόσιες σφαίρες ανταλλαγής απόψεων μεταξύ ανθρώπων με παρόμοιες ιδέες και άρα δεν διαμορφώνει, αλλά επιβεβαιώνει και ενδυναμώνει αντιλήψεις.

Άλλες κριτικές προσεγγίσεις τονίζουν τη δυνατότητα παραπληροφόρησης που διαμορφώνεται στο Facebook και άλλες κυρίαρχες πλατφόρμες επικοινωνίας. Είναι αποδεδειγμένο ότι οι καμπάνιες παραπληροφόρησης και τα fake news στα ΜΚΔ έχουν αλλοιώσει τον πολιτικό λόγο και έχουν συμβάλει αρνητικά στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος σε διάφορες χώρες, όπως στην Ιταλία, τη Γερμανία, την Ολλανδία, τη Σουηδία και πολλές άλλες.

Το πρόβλημα δημιουργεί την ανάγκη κάποιας προσπάθειας αποτροπής της διάδοσης ψευδών ειδήσεων και πληροφορίας στο Facebook και τα άλλα ΜΚΔ. Η δυσκολία ρύθμισης έγκειται στο ότι από τη μια μεριά το ψηφιακό περιεχόμενο διαφέρει από το έντυπο ή το ραδιοτηλεοπτικό, ενώ από την άλλη δεν είναι σαφή τα όρια της εθνικής δικαιοδοσίας. Ως αποτέλεσμα, το μοντέλο ρύθμισης που de facto έχει εδραιωθεί είναι αυτό της αυτoρρύθμισης (self-regulation). Το Facebook με δικούς του μηχανισμούς, ελέγχει το περιεχόμενο και έχει την ευθύνη γι’ αυτόν τον έλεγχο. Ομάδες χρηστών και η κοινωνία των πολιτών έχουν παραδοσιακά συμβάλει ασκώντας πίεση προς αυτήν την κατεύθυνση. Οι μηχανισμοί ελέγχου, όμως, είναι άκρως αδιαφανείς και βασίζονται σε έναν συνδυασμό αλγορίθμων και ελέγχου περιεχομένου από ένα χαμηλά αμειβόμενο προσωπικό.

Τελευταία, σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες οι ανεξάρτητες ρυθμιστικές αρχές έχουν προσπαθήσει να ασκήσουν πιο στενό έλεγχο, π.χ. επιβάλλοντας πρόστιμα σε περίπτωση που το Facebook δεν αφαιρέσει περιεχόμενο που είναι παράνομο, ή έχει σχέση με την πορνογραφία, την παιδοφιλία, την τρομοκρατία κ.λπ.

Στην Ελλάδα καταγράφονται περιπτώσεις «μπλοκαρίσματος» του προσωπικού λογαριασμού στο Facebook χρηστών που αρθρώνουν κριτικό προς την κυβέρνηση δημόσιο λόγο, για θέματα της επικαιρότητας όπως η υπόθεση Κουφοντίνα ή διάφορες εν γένει κυβερνητικές πρακτικές. Οι περιπτώσεις του Θανάση Καμπαγιάννη και της Έλενας Ακρίτα είναι χαρακτηριστικές (αλλά όχι οι μοναδικές). Ο ψηφιακός τους αποκλεισμός για 30 μέρες δεν φαίνεται να είναι αποτέλεσμα κάποιας παρανομίας ή ξενοφοβικού/ρατσιστικού λόγου, κάτι που θα δικαιολογούσε την παρέμβαση. Σε σχετική ερώτηση της ΕΣΗΕΑ το Facebook αρνήθηκε να δώσει εξηγήσεις.

Το κεντρικό ζήτημα, λοιπόν, είναι ποια είναι τα κριτήρια που εφαρμόζονται στην ιδιότυπη αυτή ψηφιακή λογοκρισία. Γεννά, δε, το ερώτημα αν η αδιαφάνεια του τρόπου ρύθμισης συναντά (και πώς) την κυβερνητική παρέμβαση.

Η απάντηση ίσως παραπέμπει στο ευρύτερο (εθνικό) πλαίσιο της σχέσης ΜΜΕ και πολιτικής εξουσίας.

Οι σχέσεις διαπλοκής μεταξύ ΜΜΕ, πολιτικής και οικονομικής εξουσίας έχουν αναλυθεί επαρκώς στη διεθνή βιβλιογραφία (π.χ. Hallin and Mancini 2002). Σε μια σχετική μελέτη προσπαθήσαμε να αναδείξουμε την έκταση του φαινομένου στην περίπτωση της Ελλάδας (Ιosifidis and Boucas 2015).

Συνεπής με την ιστορικότητα του φαινομένου, η τρέχουσα σχέση πολιτικής εξουσίας και ΜΜΕ στην Ελλάδα καταδεικνύει μια συστηματική προσπάθεια ελέγχου των μέσων από την κυβέρνηση. Οι περιπτώσεις του ΑΠΕ και της ΕΡΤ, που έχουν περιέλθει υπό κυβερνητική επίβλεψη, είναι χαρακτηριστικές.

Επιπλέον, είναι δεδομένο ότι η κυβέρνηση έχει χρησιμοποιήσει το Facebook ως διαφημιστική πλατφόρμα. Για τον σκοπό αυτό η ΝΔ έχει καταβάλει σημαντικά ποσά που σύμφωνα με εκτιμήσεις ανέρχονται σε περίπου 650.000 ευρώ.

Μένει να διερευνηθεί κατά πόσον αυτή η σχέση έχει μετατραπεί και σε πιθανή σχέση ελέγχου του περιεχομένου του Facebook κατά το δοκούν από κυβερνητικούς μηχανισμούς.

Το αποτέλεσμα της διερεύνησης έχει προφανή σημασία για τον τρόπο άσκησης κυβερνητικής πολιτικής, την αντίληψη για την ανεξαρτησία ή χειραγώγηση της πληροφορίας, αλλά και γενικότερες συνέπειες ως προς τη δυνατότητα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης να επιτελέσουν τον ρόλο τους υπερασπιζόμενα τη ελευθερία έκφρασης (στον βαθμό που αυτή δεν αντιστρατεύεται άλλα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως την ανθρώπινη αξιοπρέπεια).

 

 

Αναφορές

Habermas, J. (1974). ‘The Public Sphere: An encyclopaedia article’. New German Critique, 3: 49-55.

Hallin, D. C., & Mancini, P. (2004). Comparing media systems: Three models of media and politics. Cambridge: Cambridge University Press.

Iosifidis, P. and Boucas, D. (2015). Media policy and independent journalism in Greece. London: Open Society Foundations.

 

Ο Δημήτρης Μπούκας είναι λέκτορας Πανεπιστημίου Westminster και London School of Economics.

Πηγή: Η Εποχή