Πολύ βιάστηκαν οι δημοσιολογούντες της Δεξιάς και του ακραίου Κέντρου να παραλληλίσουν τις συγκεντρώσεις των «αγανακτισμένων» στο Σύνταγμα με την απόπειρα πραξικοπήματος από τους οπαδούς του Τραμπ και την εισβολή στο Καπιτώλιο. Οπως παρατηρεί ο πρόεδρος του ελληνικού Κοινοβουλίου την περίοδο 2015-2019 Νίκος Βούτσης, στην πρόσφατη ελληνική ιστορία έχουμε τρεις περιπτώσεις που επιχειρήθηκε ευθέως κάτι παρόμοιο.
Η πρώτη ήταν τον Ιούλιο του 1964 από παρακρατικές ομάδες της Δεξιάς και οι άλλες δύο από ακροδεξιά στοιχεία το 2018 και το 2019, στο πλαίσιο συγκεντρώσεων εναντίον της υπογραφής της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Μιλώντας στην «Εφ.Συν.» ο κ. Βούτσης περιγράφει τις δύο αυτές περιπτώσεις και εξηγεί τους λόγους που οι σημερινοί κυβερνώντες και οι υποστηρικτές τους στα μέσα ενημέρωσης αποφεύγουν να τις θυμηθούν και παραπέμπουν στο εντελώς διαφορετικό αντιμνημονιακό κίνημα των πλατειών.
Οι δύο απόπειρες εισβολής (2018-2019)
Η πρώτη απόπειρα επιχειρήθηκε το τριήμερο 15-17.6.2018 που συζητιόταν η πρόταση μομφής εναντίον της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Ο κ. Βούτσης παρατηρεί:
«Στην περίπτωση του 2018 τα στελέχη της Ν.Δ. δεν είχαν συμμετοχή. Ενώ μέχρι το μεσημέρι υπήρχαν κομματικές οργανώσεις (ΝΟΔΕ) της Ν.Δ. που ήταν ανοιχτές στο να καλέσουν κι αυτές στο Σύνταγμα, την ώρα που στη Βουλή γινόταν συζήτηση για την πρόταση μομφής (16.6.2018), τελικά αυτό δεν συνέβη. Ερχόταν τότε στο γραφείο μου η γραμματέας του Κυριάκου Μητσοτάκη, η κυρία Ελίνα Κυπραίου, και δι’ αυτής τους ενημέρωνα για τα στοιχεία που διαθέταμε σχετικά με την απόπειρα εισβολής στη Βουλή. Ο,τι πληροφορίες είχαμε για ομάδες που ετοίμαζαν επίθεση, τις μεταδίδαμε και στη Ν.Δ. και στα άλλα κόμματα. Τότε, λοιπόν, η Ν.Δ. δεν συμμετείχε στις απόπειρες να παραβιαστεί η Βουλή. Τότε ήταν κυρίως η Ακροδεξιά και γι’ αυτό η συγκέντρωση στο Σύνταγμα ήταν μικρή, περίπου 2.000 άτομα».
Πολύ σοβαρότερη ήταν η απόπειρα εισβολής στις 20.1.2019, στο πλαίσιο της μεγάλης συγκέντρωσης των «Μακεδονομάχων» στην Αθήνα. Σύμφωνα με τον κ. Βούτση, η επίθεση ήταν από μέρες οργανωμένη και προκάλεσε την αμηχανία της Ν.Δ., η οποία μετείχε στη συγκέντρωση με τα μέλη και τα στελέχη της:
«Τη δεύτερη περίπτωση, τον Ιανουάριο του 2019, έγινε μεγάλη ζημιά στη Ν.Δ., αυτή είναι η αλήθεια. Η συγκέντρωση ήταν πολύ μεγάλη και η Ν.Δ. κατέβαινε κανονικά με τις οργανώσεις της, με τα στελέχη, τους δημάρχους κ.λπ. Το γεγονός ότι από το μεσημέρι άρχισαν οι επιθέσεις στα σκαλιά της Βουλής, τους έφερε σε πολύ δύσκολη θέση. Οι δημόσιες αντιδράσεις τους τότε ήταν εναντίον της αστυνομίας και της κυβέρνησης.
Υποστήριζαν ότι βρήκαμε ευκαιρία για να διαλύσουμε με χημικά τη συγκέντρωση. Κατ’ αυτό τον τρόπο αγνόησαν ή υποτίμησαν την επίθεση. Δεν έβαλαν πλάτη στους επιτιθέμενους ακροδεξιούς, αλλά δεν έδωσαν καμιά σημασία στην επίθεση. Ενώ, λ.χ., για τα τρικάκια του Ρουβίκωνα στο προαύλιο της Βουλής μού έστειλε προσωπική επιστολή ο Μητσοτάκης και έγινε χαμός στα μέσα ενημέρωσης, αυτό το θέμα το ξεπέρασαν γρήγορα, με την έννοια ότι δεν έγινε και τίποτα σπουδαίο: φταίει η αστυνομία, η Γεροβασίλη και ο Τσίπρας που ήθελαν να διαλύσουν τη συγκέντρωση».
Διαθέτουμε σήμερα σημαντικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν ότι η επίθεση του 2019 οργανωνόταν επί μέρες. Η σχετική ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ. που εκδόθηκε στις 23.1.2019 περιγράφει τα γεγονότα και εξηγεί τους λόγους που –αντίθετα με ό,τι συμβαίνει σήμερα– περιορίστηκε στα αμυντικά της καθήκοντα στις εισόδους της Βουλής (https://tinyurl.com/y4yu2a4h). Μεταξύ άλλων παρατέθηκαν και στοιχεία για την προετοιμασία της επίθεσης, τα οποία είναι ακόμα προσβάσιμα στο διαδίκτυο, με σχεδιαγράμματα της Βουλής και υποδείξεις περί κρυφών περασμάτων (https://tinyurl.com/y3ojedo3).
Το αγκάθι της Μεταπολίτευσης
Για ποιο λόγο, επομένως, σήμερα επιχειρεί η κυβέρνηση να εμφανίσει τον ΣΥΡΙΖΑ ως υποκινητή εκδηλώσεων παρόμοιων με εκείνες των οπαδών του Τραμπ; Και πώς είναι δυνατόν να λησμονούνται οι δύο πολύ πρόσφατες αυτές απόπειρες εισβολής που διαθέτουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά με την πολιορκία και την άλωση του Καπιτωλίου στην Ουάσινγκτον;
Αντίθετα με μια εύκολη αντικυβερνητική φιλολογία, ο κ. Βούτσης δεν δέχεται ότι πρόκειται για έναν «εκφασισμό» της Ν.Δ. Σύμφωνα με τη δική του ερμηνεία, η σημερινή Δεξιά έχει ανάγκη από την κατάργηση των δημοκρατικών κατακτήσεων της Μεταπολίτευσης και την εφαρμογή σκληρής καταστολής εναντίον του «εσωτερικού εχθρού», δηλαδή της Αριστεράς και των κινημάτων.
«Είναι λάθος να θεωρούμε ότι αυτό το πράγμα είναι φασισμός», παρατηρεί ο τ. πρόεδρος της Βουλής. «Ο Μακρόν έχει δημιουργήσει ακόμα σκληρότερο αστυνομικό κράτος, χωρίς βέβαια να είναι φασίστας. Πρόκειται για τον γνήσιο νεοφιλελευθερισμό, που παίρνει αυτή τη διάσταση του ακραίου αυταρχικού κράτους. Ειδικά στην Ελλάδα που ζήσαμε εμφύλιο, επανέρχονται κατά καιρούς οι εμπειρίες, αλλά και οι τεχνικές αντιμετώπισης του λαϊκού κινήματος με σκληρή καταστολή».
Στόχος αυτής της στρατηγικής είναι βέβαια η Αριστερά και όσες δημοκρατικές κατακτήσεις έγιναν από την περίοδο της Μεταπολίτευσης.
«Η βασική στρατηγική με την οποία συγκροτείται το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, το οποίο πηγαίνει μέχρι στοιχεία του ακραίου Κέντρου –χαρακτηριστικός ο Λοβέρδος–, είναι ακριβώς ότι όλοι αυτοί –ενώ ομνύουν στο όνομά της– θεωρούν ότι η Μεταπολίτευση ήταν μπολιασμένη και άρρωστη από τον ριζοσπαστισμό του αντιδικτατορικού αγώνα και τη διεκδίκηση δικαιωμάτων, δηλαδή παρήγε περισσότερους δικαιωματιστές –συνδικαλισμό, απεργίες, αντιστάσεις– από όσο χωράει το μυαλό τους για την κανονικότητα, τη δημοκρατία, την ευταξία, κ.λπ. Θέλουν δηλαδή να επαναφέρουν τη σύνδεση επί της ουσίας με το μετεμφυλιακό καθεστώς, να ξαναπιάσουν το νήμα από κει. Η Μεταπολίτευση είναι ένα αγκάθι για όλους αυτούς».
Μετάλλαξη και επιστροφή στην ΕΡΕ
Αυτό που συμβαίνει δηλαδή σήμερα είναι μια μετάλλαξη του κυβερνητικού κόμματος σε ένα δεξιό σχήμα που θα θύμιζε περισσότερο την προδικτατορική ΕΡΕ. Οι γνωστές δηλώσεις Βορίδη («ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρέπει να κάνει παρεμβάσεις στο κράτος και στους θεσμούς για να μην ξαναέρθει η Αριστερά στην εξουσία, γιατί οι ιδέες της είναι ελαττωματικές») δεν ήταν δηλαδή μια υπερβολή ενός πρώην ακροδεξιού, αλλά τείνουν να ηγεμονεύσουν στον χώρο.
Εξηγεί και πάλι ο Ν. Βούτσης: «Ο Μητσοτάκης, από την περίοδο που βρισκόταν στην αντιπολίτευση και ως απλός υπουργός της κυβέρνησης Σαμαρά είναι βασικός φορέας της άποψης ότι η διαμαρτυρία με το τρικάκι σε σχέση με τη μολότοφ και η μολότοφ σε σχέση με τις τρομοκρατικές ενέργειες και τις δολοφονίες είναι μια ώρα δρόμος».
Πρόκειται δηλαδή για την αμερικανική θεωρία της «μηδενικής ανοχής»;
«Εχει διατυπωθεί αυτή η άποψη επανειλημμένα στη Βουλή σε συζητήσεις. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, είναι ίδια η παρανομία εκείνων που ήρθαν και έριξαν τρικάκια για την Ηριάννα και τον Περικλή, με όσα έκανε ο Κουφοντίνας ή ο Μαζιώτης. Το βλέπουν ως ένα πακέτο. Αλλά αυτό είναι εκτός του πλαισίου της δημοκρατίας. Και βεβαίως αυτές οι πολιτικές ομάδες χαϊδεύουν ή εκπροσωπούν αυτή την αντίληψη.
»Αντιμετωπίζουν δηλαδή τη Μεταπολίτευση ως μια μεγάλη παρένθεση και μέσα σ’ αυτήν θέλουν να βάλουν ως μια δεύτερη παρένθεση την υπερδεκαετή πλέον κρίση, για να νομιμοποιήσουν τον εαυτό τους, ενώ αυτοί είναι οι θύτες που έφεραν τη χώρα στο αδιέξοδο. Υποστηρίζουν ότι αυτό υπήρξε αποτέλεσμα ενός αλόγιστου τρόπου με τον οποίο είχε συμπεριφερθεί η ελληνική κοινωνία και αυτοί δεν έχουν ευθύνη ως πολιτικές δυνάμεις και ως πρόσωπα. Κυρίως αυτό που τους ενδιαφέρει είναι μια τρίτη παρένθεση, που είναι η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ».
»Είναι χαρακτηριστικές οι στιγμές μέσα στο Κοινοβούλιο, του πότε έχει αντιδράσει ενθουσιωδώς η κοινοβουλευτική ομάδα της Ν.Δ. Η πιο χαρακτηριστική ήταν η ομιλία του Σαμαρά για τη συμφωνία των Πρεσπών, στην οποία ο Σαμαράς είχε φτάσει στο σημείο να αμφισβητήσει και το Βουκουρέστι. Αλλά και ο Μητσοτάκης ξεσήκωσε τρεις φορές την κοινοβουλευτική του ομάδα, που τον χειροκροτούσε όρθια. Η μία είναι η επίθεση στον Τσίπρα, ότι δεν ανήκει η Αντίσταση στην Αριστερά, η δεύτερη είναι για το Πολυτεχνείο και η τρίτη ότι δεν είναι τα ΑΕΙ άβατο της Αριστεράς. Και στις τρεις αυτές στιγμές σηκώθηκε σύσσωμη η κοινοβουλευτική ομάδα της Ν.Δ. και χειροκροτούσε. Αλλοι από ενοχές, επειδή δεν συμμετείχαν σ’ αυτά τα γεγονότα, άλλοι επειδή θέλουν να τρίψουν τη μούρη της Αριστεράς.
»Αυτά που γράφουν λ.χ. ο Στέφανος Κασιμάτης ή ο Μουμτζής είναι στον πυρήνα αυτής της λογικής, ότι δηλαδή ήρθε ο καιρός να τρίψουμε τη μούρη της Αριστεράς κι αυτό το κάνει καλύτερα από όλους ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Και δεν το κάνει –όπως νομίζουν μερικοί– στο κόμμα διά του Βορίδη ή του Πλεύρη. Δεν το κάνει δηλαδή “χουντοποιώντας” την παράταξη. Το κάνει με δική του ατζέντα. Αυτούς τους έχει απλώς ως χρήσιμους για ένα ακροατήριο, το οποίο αποδεσμεύεται από τη Χρυσή Αυγή και την οργανωμένη Ακροδεξιά. Δεν τους έχει ανάγκη ως προς αυτό. Είναι ο ίδιος που ηγείται σ’ αυτό το εγχείρημα. Είναι η δική του άποψη. Είναι η άποψη ενός ανθρώπου που έχει μεγαλώσει μέσα στη γυάλα, έχει ζήσει μόνο στο εξωτερικό, το ίδιο έχει επιλέξει και για τα παιδιά του. Είναι η γραμμή Ψυχικό-Κηφισιά-Κολέγιο-Χάρβαρντ».
Αν αμφιβάλλει κανείς για τη μετάλλαξη της Ν.Δ. επί Σαμαρά και Κυριάκου Μητσοτάκη, αρκεί να θυμηθεί τα όσα έλεγαν για το Πανεπιστημιακό Ασυλο τα συντηρητικά στελέχη του κόμματος τον Ιούνιο του 1982 στη Βουλή, κατά την ψήφιση του νόμου 1269 για τα ΑΕΙ. Ο Κωστής Στεφανόπουλος παραδεχόταν ότι «η αστυνομία μπαίνει μέσα στις σχολές και παραβιάζει το πανεπιστημιακό άσυλο σε εποχές δικτατορίας», ενώ ο Γεώργιος Ράλλης θεωρούσε «ανισόρροπους» όσους σκέφτονταν αστυνομία στα πανεπιστήμια: «Οταν οι διάφοροι, οι ολίγοι ευτυχώς, ακροδεξιοί ανισόρροποι προέτρεπαν την αστυνομική δύναμη να βάλει τάξη στο Πολυτεχνείο ή στο πανεπιστήμιο, οι τότε κυβερνήσεις (της Ν.Δ.) είπαν: Ο μόνος τρόπος για να υπάρξει ηρεμία είναι αυτός. Ποτέ δεν μπορεί να μπει στο Α.Ε.Ι. αστυνομική δύναμη να επιβάλει την τάξη, την οποία είναι υποχρεωμένοι να επιβάλουν οι ίδιοι οι πανεπιστημιακοί φορείς».
Προφανώς οι «ανισόρροποι» παίρνουν σήμερα την εκδίκησή τους.
Μέρες του 1964
Πρωτοπόρα όπως πάντα η χώρα μας. Ηταν αγέννητος ακόμα ο κύριος με τα κέρατα που πόζαρε ως αρχηγός των καταληψιών στο Καπιτώλιο, όταν μια ομάδα εμπνεόμενη από ανάλογα αισθήματα για τη δημοκρατία εισέβαλε στο ελληνικό Κοινοβούλιο με παρόμοιες διαθέσεις. Στις 3 Ιουλίου 1964, δυο μέρες πριν από τις προγραμματισμένες δημοτικές εκλογές, διακόσιοι τραμπούκοι εισέβαλαν στη Βουλή με επικεφαλής τον Ρένο Αποστολίδη προκειμένου να προπηλακίσουν τον «Παπατζή», όπως αποκαλούσαν τον τότε πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου.
Η επεισοδιακή αυτή παραβίαση της Βουλής θεωρήθηκε από τον Τύπο της Ενωσης Κέντρου και της Αριστεράς ως ακραία παρακρατική δράση που προετοίμασε τη συνταγματική εκτροπή του καλοκαιριού του 1965 με το βασιλικό πραξικόπημα και την Αποστασία. Ο βασικός πυρήνας των εισβολέων αποτελούνταν από μέλη της παρακρατικής ΕΚΟΦ και οπαδούς του Μεταξά (ομάδα Πλεύρη που επρόκειτο έναν χρόνο αργότερα να ιδρύσει το Κόμμα 4ης Αυγούστου). Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση της αστυνομίας, οι οργανώσεις που μετείχαν στην εισβολή ήταν η Πανελλήνια Εθνική Σταυροφορία, η Οργάνωσις Εθνικής Νεολαίας, ο Σύνδεσμος Αγωνιστών και Θυμάτων Ελλάδος, ο Σύνδεσμος Εθνικοφρόνων Ελασιτών, η Κυανή Φάλαγξ, η Αντικομουνιστική Σταυροφορία, η Εθνική Αντικομουνιστική Οργάνωσις, η Εθνική Αντίστασις Ελλάδος, ενώ αναφέρονταν και τρεις «μυστικές» οργανώσεις, η Καρφίτσα, οι Εγγυηταί του Βασιλέως και η Εθνική Κοινωνική Αλλαγή.
Οι εισβολείς είχαν αποσπαστεί από συγκέντρωση του υποψήφιου δημάρχου της ΕΡΕ Γεωργίου Πλυτά και κράδαιναν φωτογραφίες του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος είχε τότε αποσυρθεί στο Παρίσι. Αυθημερόν στη Βουλή έκανε σκληρή καταγγελία ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο οποίος κατήγγειλε ότι δημιουργούνται «αθέμιτες οργανώσεις» για να επαναφέρουν με τη βία το παράνομο καθεστώς της ΕΡΕ. Ο Ηλίας Ηλιού εκ μέρους της ΕΔΑ αναφέρθηκε στις βαρύτατες ευθύνες του αρχηγού της ΕΡΕ και τόνισε ότι «πρόκειται για φασιστική επίθεση από τις σπάνιες στην ιστορία, οργανωμένη από τους ίδιους που οργάνωσαν και χρηματοδότησαν τις παρακρατικές οργανώσεις και τη δολοφονία του Λαμπράκη». Ο αρχηγός της ΕΡΕ Παναγιώτης Κανελλόπουλος βρέθηκε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση και υποχρεώθηκε να αποσύρει την κοινοβουλευτική του ομάδα από τη συνεδρίαση.
Η υπόθεση κατέληξε σε πολυήμερη δίκη με 32 κατηγορούμενους. Ο Αποστολίδης καταδικάστηκε στη βαρύτερη ποινή (2,5 χρόνια) και τελικά έμεινε 100 μέρες στη φυλακή. Οι περισσότεροι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν. Μεταξύ αυτών και ο νεαρός Παναγιώτης Μιχαλολιάκος, ο γνωστός σήμερα ποινικολόγος Τάκης Μιχαλόλιας, αδελφός του αρχηγού της Χρυσής Αυγής και επικεφαλής της ομάδας των υπερασπιστών στη μεγάλη δίκη.
Δημήτρης Ψαρράς
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών