H 14η Ιουλίου αποτελεί Εθνική Εορτή της Γαλλίας, η οποία γιορτάζεται από το 1880. Αφορά προφανώς την τρομερή Γαλλική Επανάσταση, ορόσημο και απαρχή της οποίας θεωρείται η άλωση της φυλακής της Βαστίλης, η οποία υπήρξε από τον 17ο αιώνα φυλακή πολιτικών και ποινικών κρατουμένων. Η κατάληψή της είχε κυρίως συμβολικό χαρακτήρα, αφού στις 14 Ιουλίου του 1789, όταν και συνέβη, υπήρχαν μόλις επτά κρατούμενοι στο κτήριο, το οποίο όμως θεωρούνταν ένα είδος προπυργίου και συμβόλου για το καθεστώς.
Στη Βαστίλη κρατούνταν όλα τα προηγούμενα χρόνια όσοι θεωρήθηκε ότι αμφισβητούσαν το βασιλιά, ακόμα και ευγενείς. Ο Βολταίρος αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα εκπροσώπου του Διαφωτισμού, ο οποίος φυλακίστηκε εκεί. Η απαρχή της Γαλλικής Επανάστασης εξέφρασε την επιθυμία των γάλλων πολιτών για αλλαγή του καθεστώτος της απόλυτης μοναρχίας, με τον Λουδοβίκο τον ΙΣΤ’ να είναι ο εκφραστής του, ως ο τότε βασιλιάς. H ανερχόμενη αστική τάξη, με σύνθημα «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη», ήταν ο εκφραστής της Επανάστασης, η οποία συμπεριελάμβανε εμπόρους, τραπεζίτες, υπαλλήλους και βιομηχάνους επιχειρηματίες.
Η άλωση της Βαστίλης όμως, συμβολίζει και φέρνει στο προσκήνιο με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο και ένα ακόμη κορυφαίο χαρακτηριστικό της Γαλλικής Επανάστασης: τη μαζική βία και τον πρωταγωνιστικό ρόλο των πλειοψηφικών, κατώτερων, πληβειακών στρωμάτων της γαλλικής κοινωνίας και του παρισινού λαού.
Δεν αποτελεί υπερβολή να σημειώσει κανείς ότι αυτοί οι λεγόμενοι και αβράκωτοι (sans – culottes στα γαλλικά που ονομάζονταν έτσι λόγω των ενδυματολογικών συνηθειών των κατώτερων στρωμάτων) αποτέλεσαν τη βάση του «επαναστατικού στρατού», τον κινητήριο μοχλό της επανάστασης στο δρόμο. Το -υπό διαμόρφωση ακόμη- προλεταριάτο (εργάτες, τεχνίτες, αγρότες, φτωχοδιάβολοι, απόκληροι) βρέθηκε στην πρώτη γραμμή σε κάθε δοξασμένη και αιματηρή στιγμή της Γαλλικής Επανάστασης από την έφοδο στη Βαστίλη μέχρι τις πιο αιματηρές ημέρες της περιόδου της Τρομοκρατίας. Τότε που, όπως γράφει ο Sobul, οι επαναστάτες μπορούσαν να καυχώνται ότι έβλεπαν «τα κεφάλια των αριστοκρατών να πέφτουν σαν τα μήλα στη Νορμανδία το Φθινόπωρο».
Οι καταβολές αυτών των τρομερών επαναστατών, με παντελόνια που θυμίζουν τους Γαλάτες, με κόκκινους σκούφους και κοντό σακάκι και σύμβολο την περίφημη καρμανιόλα, πρέπει να αναζητηθούν στον κόσμο της βιοτεχνίας και του μικρεμπορίου του Παλαιού Καθεστώτος. Ένας Αβράκωτος έχει πάθος με την ισότητα, δε λέει ποτέ κάποιον « κύριε », αλλά « πολίτη » κι επιβάλλει τη χρήση του ενικού. Οι ιδιαιτερότητες αυτού του ρεύματος δεν αφορούν μόνο τις καταβολές του, αλλά και τις διαδικασίες που υιοθέτησε, καθώς και τις πολιτικές οργανώσεις του. Τις γενικές συνελεύσεις δηλαδή των τμημάτων που βασίλευαν μόνοι τους οι Αβράκωτοι το Έτος 2 και τις νεοϊδρυθείσες «εταιρείες» των τμημάτων που έδρασαν το φθινόπωρο του 1793. Καθοριστικός ήταν και ο ρόλος τους στις κρίσιμες καμπές, όπου οι ημέρες των εξεγέρσεών τους έδιναν τον τόνο. Αποτελούσαν την κύρια δύναμη κρούσης της Επανάστασης: τους διαδηλωτές, τους στασιαστές, τους πρωτεργάτες στο στήσιμο οδοφραγμάτων.
Όπως γράφει ο Μαρά, μέλος της Λέσχης των Κορδελιέρων (από τις πρώτες συνωμοτικές ομάδες των ριζοσπαστών του Παρισίου, μέλος της οποίας ήταν και ο Έμπερτ κατοπινός ηγέτης των πιο συγκροτημένων πολιτικών εκφράσεων των Αβράκωτων):
«Η επανάσταση έγινε και διατηρήθηκε μόνο από τα χαμηλότερα στρώματα της κοινωνίας – από τους εργάτες, τους τεχνίτες, τους μικρέμπορους, τους αγρότες, τους πληβείους, από εκείνους τους άμοιρους που οι ξεδιάντροποι πλούσιοι τους αποκάλεσαν «κανάγηδες» και η ρωμαϊκή υπεροψία τους αποκάλεσε προλετάριους.»
Για πολλούς -όχι άδικα- οι Αβράκωτοι αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του ροβεσπιερισμού, του γιακωβινισμού, των λεγόμενων και «ορεινών» της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης. Υπάρχουν μάλιστα ιστορικοί που τους αναφέρουν ως «αριστερούς ιακωβίνους». Όντως. Αν και η Λέσχη των Ιακωβίνων διακρίνεται από τις πιο οργανωμένες πολιτικές συγκροτήσεις των Αβράκωτων, η περίοδος της ακμής της, όντως εκκινεί με την εξουδετέρωση των συντηρητικών Γιρονδίνων που για να πραγματοποιηθεί θα χρειαστεί να βάλει μπροστά τους πιο δραστήριους sans – cullotes. Οι πιο συγκροτημένες φράξιες των «ορεινών» , οι ακροαριστερές ομάδες της Επανάστασης -όπως τις ονομάζουν καταχρηστικά πολλοί ιστορικοί- είναι οι Λυσσασμένοι του Jacques Roux και οι Εμπερτιστές, που πήραν το όνομά τους από τον ηγέτη τους, δημοσιογράφο Ζακ Hébert.
Ενδεικτικό της δύναμης των sans – cullotes την περίοδο της Τρομοκρατίας ήταν ότι ο υπουργός πολέμου το 1793 υπήρξε Εμπερτιστής. Οι Εμπερτιστές επίσης θα πρωτοστατήσουν στον πόλεμο ενάντια στους φιλοβασιλικούς στη Βανδέα και κάποιοι από αυτούς θα κατηγορηθουν για σφαγές και ακρότητες. Το 1794 ήδη φαίνεται πως η ριζοσπαστική περίοδος της Επανάστασης αρχίζει να φθίνει. Οι Εμπερτιστές την άνοιξη εκείνης της χρονιάς προσπάθησαν με πραξικόπημα να ανατρέψουν τους Ιακωβίνους. Απέτυχαν και είκοσι απ’ αυτούς οδηγήθηκαν στην γκιλοτίνα. Η περίοδος της ακμής της Λέσχης των Ιακωβίνων και της δραστήριας παρουσίας των Αβράκωτων θα ολοκληρωθεί ανεπιστρεπτί το καλοκαίρι του 1794 όταν θα ανατραπούν από μια συμμαχία αντεπαναστατών, συντηρητικών και φιλομοναρχικών που θα οδηγήσουν τον Ροβεσπιέρο στη γκιλοτίνα.
Το τελευταίο τέκνο της ριζοσπαστικής πλευράς των Επαναστατών, υπήρξε ο Γράκχος Μπαμπέφ με την οργάνωση της «Συνωμοσίας των Ίσων». Της πρώτης, για πολλούς, κομμουνιστικής οργάνωσης στην ανθρώπινη ιστορία. Η αποτυχημένη εξέγερση του Μπαμπέφ απέναντι στο Διευθυντήριο αποτελεί μάλλον το τελευταίο σκίρτημα της Επανάστασης που πλέον ήδη έκλεινε το μάτι στο Ναπολέοντα και την απαρχή μιας νέας περιόδου για την άνοδο του ρεύματος των σοσιαλιστών και κομμουνιστών.
Ο ρόλος των sans – culottes και το ερώτημα της βίας και της Επαναστατικής Τρομοκρατίας
Ο Φυρέ στο ιστορικό του έργο κάνει κριτική στις μεγάλες αφηγήσεις του Διαφωτισμού κι επιχειρεί τον ταξικό αποχρωματισμό των Αβράκωτων αναζητώντας τα αίτια της βίας τους στο συλλογικό υποσυνείδητο, στις ψυχαναλυτικές αναφορές, στη νοσταλγία και τη λαϊκή φαντασία που εξάπτει η λαιμητόμος. Οι Αβράκωτοι όντως ήταν προσκολλημένοι στη φορολόγηση και τη ρύθμιση που χαρακτήριζαν το παλαιό σύστημα παραγωγής και ανταλλαγής. Ωστόσο, αν το κοινωνικό τους ιδεώδες πατούσε με το ένα πόδι στο παρελθόν, με το άλλο βρίσκονταν στο μέλλον του αγώνα για την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Αυτό που δεν αναφέρει ο Φυρέ είναι οι πραγματικές υλικές συνθήκες της ζωής των Αβράκωτων που τους ωθούσαν στον ξεσηκωμό και ότι μέχρι τη ριζοσπαστική ιακωβίνικη πολιτική, λίγα είχαν αλλάξει γι’ αυτούς μετά το 1789.
Ο Zizek συνδέει τη βία τους με τη θεϊκή βία του Μπένγιαμιν, ορίζοντάς την ως τη βία αυτών που βρίσκονται έξω από το δομημένο κοινωνικό πεδίο και χτυπούν « τυφλά » απαιτώντας κι εφαρμόζοντας μια άμεση δικαιοσύνη/εκδίκηση. Αναφέρεται μάλιστα στη ρήση του Δαντόν « ας είμαστε εμείς τρομεροί, ώστε να μη χρειασθεί να είναι τρομερός ο λαός » τονίζοντας την προσπάθεια των Ιακωβίνων να υποκαταστήσουν τη λαϊκή βία από τα συντεταγμένα όργανα του έθνους. Πράγματι οι ταραχές που ξεσπούν διαρκώς εμπίπτουν στην περιγραφή της θεϊκής βίας. « Πιστεύω ότι οι παντοπώλες δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά να αποδώσουν στο λαό ό,τι τον έκαναν να πληρώνει πανάκριβα εδώ και πολύ καιρό », αναφέρει ο Roux υπερασπιζόμενος τις γυναίκες που σε ένα ξέσπασμα σε μια συνοικία λεηλάτησαν όλα τα παντοπωλεία.
Όπως παρατηρεί βέβαια ο Μαρξ: «εκεί που βρίσκονται σε αντιπαράθεση με την αστική τάξη, αγωνίζονται κι αυτοί για την επιβολή των συμφερόντων της αστικής τάξης, αλλά το κάνουν αυτό όχι με τον τρόπο που το κάνει η αστική τάξη. Όλη η γαλλική Τρομοκρατία ήταν ένας πληβειακός τρόπος για να ξεμπερδεύουν με την απολυταρχία, τη φεουδαρχία, το μικροαστισμό». Αυτό θα πρέπει να το δούμε σε συνάρτηση με το γεγονός ότι η εργατική τάξη – ονομασία που ακόμα αναφέρεται σε ένα ετερόκλητο πλήθος μεροκαματιάρηδων που οι περισσότεροι δεν ήταν βιομηχανικοί εργάτες – έπαιζε ακόμη σημαντικά ανεξάρτητο ρόλο. Οι ίδιοι ήταν τεχνίτες και μικρέμποροι κι εργάτες που σχημάτισαν ένα συνασπισμό με μια αστική μειονότητα που εξαπέλυσε ασυγκράτητες δυνάμεις κατά της αριστοκρατίας. Το γεγονός αυτό περιορίζει σημαντικά τον ορίζοντα των ιστορικών προοπτικών των Αβράκωτων και τη δυνατότητά τους όχι απλά να ψηλαφίσουν, αλλά να συγκροτήσουν εναλλακτική πολιτική πρόταση.
Γρήγορα ξεδιπλώθηκαν οι αντιφάσεις. Αυτές οξυμένες από την οικονομική κρίση, την κόπωση από την πολύχρονη διαρκή επαναστατική δραστηριότητα, έναν νέο κομφορμισμό – που άγγιζε και τμήματα των Αβράκωτων – και κυρίαρχα τη γραφειοκρατική σκλήρυνση του μηχανισμού των Ιακωβίνων, ήταν που οδήγησαν τον Σαιν – Ζύστ να παραδεχτεί λίγο πριν την 9η Θερμιδόρ του 1794 ότι «η Επανάσταση πάγωσε», χωρίς όμως να μπορεί να εξηγήσει τους λόγους.
Οι συντηρητικοί παρουσιάζουν αυτή την περίοδο ως περίοδο αχαλίνωτης αιμοβορίας. Οι 17.000 επίσημες εκτελέσεις σε διάστημα 14 μηνών βέβαια με κριτήριο τους δολοφονημένους επαναστάτες μετά την Κομμούνα του Παρισιού το 1871 ή τον 20ο αιώνα, θεωρούνται περιορισμένης κλίμακας. Σε κάθε περίπτωση όμως οι Ιακωβίνοι και οι Αβράκωτοι έθεσαν επιτακτικά το ερώτημα της επαναστατικής Τρομοκρατίας και συνολικά της βίας, ως παράγοντα της ιστορικής εξέλιξης, θυμίζοντας τη ρήση του προγενέστερου Μακιαβέλι ότι «όλοι οι καλά οπλισμένοι προφήτες νίκησαν, οι άοπλοι ηττήθηκαν» και του μεταγενέστερου Μαρξ ότι «η βία είναι η μαμή της ιστορίας».
Όπως επισημαίνει ο Δ. Μπελαντής σ’ αυτές τις συνθήκες: ο «λαός» ως πληθυσμός διακρίνεται από τον «λαό» ως φορέα της επαναστατικής βούλησης. Ο τελευταίος που στη ιακωβίνικη λογική συνταυτίζεται με το έθνος, αυτοκαθορίζεται κυρίαρχος και καθορίζει τους εχθρούς του. Η «αρχή σωτηρίας της επανάστασης», ακόμη και αν κινδυνεύει να οδηγήσει σε μία «ισοπεδωτική» και «ανελεύθερη» μαχητικότητα – και εδώ έγκειται η αμφισημία και η ανοιχτή διαλεκτική κάθε «χειραφετητικού» προτάγματος -, δεν είναι μία διοικητική επιταγή αλλά μία εμπειρία και πρακτική ασκούμενη από μία εξεγερμένη λαϊκή πλειοψηφία. Η πάλη για την εξουσία σε έναν «επαναστατικοποιημένο» κοινωνικό σχηματισμό αντανακλά την στο έπακρο όξυνση της πολιτικής ταξικής πάλης. Δύο ανταγωνιστικοί (κοινωνικοπολιτικοί) συνασπισμοί δεν συνυπάρχουν σε ένα κοινό πεδίο ερίζοντας για τους όρους ρύθμισής του αλλά συγκρούονται επιζητώντας την επιβολή ριζικά αλληλοαποκλειόμενων πεδίων/πολιτικών καθεστώτων. Είναι φορείς μιας στιγμιαίας δυαδικής εξουσίας, η οποία θα οδηγήσει τελικά στην κατίσχυση ενός καθεστώτος από τα δύο. Συνεπώς η ασκούμενη βία δεν συνιστά παραβίαση ενός κανονιστικού καθεστώτος συνύπαρξης αλλά όχημα για την αποκλειστική κατίσχυση μεταξύ εναλλακτικών καθεστώτων, είναι μέσο επιλογής κανονιστικού πλαισίου.
Η περίπτωση των αβράκωτων εν τέλει και η σύνδεσή τους με τους Ιακωβίνους, αν και φαντάζει σε πλευρές της μια άκρως ενδιαφέρουσα ιστορική ανορθογραφία, δεν είναι μοναδική για την περίοδο που εξετάζουμε και δεν αφορά μόνο τη Γαλλία. Είναι προϊόν της κοινωνίας που γεννιέται και αντλεί περισσότερο την έμπνευσή της από το μέλλον. Είναι ζωντανό παράδειγμα των αντιφάσεων της νεωτερικής εποχής, της ίδιας της καπιταλιστικής παραγωγής και οικονομίας που πασχίζει να σταθεί στα πόδια της.
Όπως αναφέρει ο Ένγκελς:
«Παρόλο που, συνολικά, η αστική τάξη ισχυρίζεται πως στον αγώνα ενάντια στους ευγενείς αντιπροσώπευε εξίσου τα συμφέροντα διαφορετικών τάξεων εργαζόμενων της εποχής εκείνης, μαζί με κάθε σημαντική κίνηση των αστών ξέσπασαν ανεξάρτητα κινήματα της τάξης εκείνης που αποτελούσε σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό τον πρόδρομο του σύγχρονου προλεταριάτου. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, στην εποχή της Μεταρρύθμισης και του Πολέμου των Χωρικών στη Γερμανία η τάση των Αναβαπτιστών και ο Τόμας Μίντσερ, στη μεγάλη αγγλική επανάσταση οι Ισοπεδωτές (Levellers), στη μεγάλη γαλλική επανάσταση ο Μπαμπέφ.»
Όσο για το επιμύθιο, αν κάνουμε ένα διάλειμμα από την καθημερινότητα για να κοιτάξουμε κάποιους αιώνες πίσω, είναι επειδή έχουμε αυτό το περίεργο πείσμα οι άνθρωποι να πιστεύουμε ότι μπορούμε να διδαχτούμε από την ιστορία. Στην κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα της εποχής της κρίσης, η σύγχρονη «θεϊκή» βία των εξεγερμένων σε πολλά και διαφορετικά μέρη της γης, οι νέες ελπίδες που γεννιούνται για μια άλλη οικονομική και κοινωνική κατάσταση, για μια άλλη διακυβέρνηση δημιουργούν εκείνη την λεπτή κλωστή, που μας συνδέει με το παρελθόν της ανατέλλουσας αστικής εποχής και το ιακωβινισμό. Η πρόκληση για τις νέες ριζοσπαστικές παρατάξεις που προκύπτουν και σήμερα να συνδράμουν στη χειραφέτηση του ανθρώπου πέρα απ’ την παλιά τάξη πραγμάτων και χωρίς την αναπαραγωγή των αντιφάσεων και των περιορισμών του παρελθόντος, παραμένει πιο ανοικτή και ενδιαφέρουσα από ποτέ.
Η Γαλλική Επανάσταση δεν ήταν παρά ο προάγγελος μιας επόμενης επανάστασης, πολύ πιο μεγάλης και πιο σοβαρής, η οποία και θα είναι η τελευταία. Ο λαός παρέλασε πάνω από τα κουφάρια των βασιλιάδων και των παπάδων που τόλμησαν να συμπαραταχθούν εναντίον του.
«Μανιφέστο των Ίσων» («Le Manifeste des Egaux»), «Ένωση των Δικαίων», Γράκχος Μπαμπέφ
[Υστερόγραφο:]
Κάθε ενδιαφέρουσα ιστορία είναι κρίμα να μη συνοδεύεται από μουσική. Παρακάτω το περίφημο Ca ira ένα από τα τραγούδια σύμβολα της γαλλικής επανάστασης. Σημαίνει: «όλα θα πάνε καλά» και οι ιστορίες το θέλουν να ακούγεται ως τραγική, βίαιη ειρωνεία ακόμη (και ιδιαίτερα) στις στιγμές που οι αριστοκράτες οδηγούνταν στη λαιμητόμο. Όπως αποτύπωνεται και στην παραπάνω εικόνα με τους δαίμονες να το τραγουδούν ενώ ο Λουδοβίκος οδηγείται στην καρμανιόλα. Το τραγούδι είχε δύο εκδοχές όσον αφορά τους στίχους του. Η πιο «σκληρή» είναι η εκδοχή των αβράκωτων την οποία τραγουδάει παρακάτω και η Edith Piaf για τις ανάγκες της ταινίας «Si Versailles m’était conté» :
Α! Όλα θα πάνε καλά!
Οι αριστοκράτες στον φανοστάτη
Όλα θα πάνε καλά!
Tους αριστοκράτες θα κρεμάσουμε!
Όλα θα πάνε καλά!
Δεν έχουμε πια ευγενείς ούτε παπάδες!
Όλα θα πάνε καλά!
Η Ισότητα θα επικρατήσει παντού!
Όλα θα πάνε καλά!
Τους αριστοκράτες θα κάψουμε!
Και όλη η υποχθόνια κλίκα τους θα πάει στην κόλαση!
Όλα θα πάνε καλά!
Κώστας Φουρίκος
Πηγή: Το Περιοδικό