Micro

100 χρόνια από την απεργία στα Μεταλλεία της Σερίφου

Η Σέριφος είχε μεταλλευτική δραστηριότητα (μεταλλεία σιδήρου και χαλκού) από τα αρχαία χρόνια. Ακμασε στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ού αιώνα, όταν ξεκίνησε η συστηματική εξόρυξη μετάλλων και εγκαταστάθηκαν εταιρείες που εκμεταλλεύονταν το υπέδαφός της.

Πρώτη ήταν η «Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία» το 1870, η οποία εξήγε ακατέργαστο σιδηρομετάλλευμα σε ευρωπαϊκές χώρες. Το 1880 την εκμετάλλευση των σιδηρομεταλλευμάτων του νησιού ανέλαβε η εταιρεία «Σέριφος–Σπηλιαζέζα» που ίδρυσαν πλούσιοι Ελληνες Κωνσταντινουπολίτες με τη βοήθεια της Οθωμανικής Τράπεζας (βρετανικών, γαλλικών και οθωμανικών συμφερόντων).

Η εταιρεία εκχώρησε την εκμετάλλευση των σιδηρομεταλλευμάτων εργολαβικά στον Γερμανό μεταλλειολόγο Αιμίλιο Γρόμαν (Emile Grohmann).

Το 1885 άρχισε η συστηματική εκμετάλλευση των σιδηρομεταλλευμάτων με ανοδικό ρυθμό παραγωγής έως το 1910 περίπου. Η λειτουργία των μεταλλείων έφερε άνθηση στο νησί και ο πληθυσμός διπλασιάστηκε κατά την περίοδο 1880–1910 εξαιτίας της εισροής εργατών μεταλλωρύχων από άλλα κυκλαδίτικα νησιά. Από 2.134 κατοίκους το 1880, φτάνει τους 4.000 το 1912.

Ο Γρόμαν ανάγκαζε τους ιδιοκτήτες των χωραφιών να του τα εκχωρήσουν, χωρίς αντίτιμο, με αντάλλαγμα ένα μικρό μεροκάματο. Σε περίπτωση άρνησής τους, η καταπάτηση των κτημάτων γινόταν με το ζόρι από ομάδες έμπιστων υπαλλήλων της εταιρείας, που είχαν τον ρόλο επιστατών, αλλά και μπράβων.

Οι εργαζόμενοι ζούσαν σε άθλιες συνθήκες. Δίπλα στο μεταλλείο η εταιρεία είχε χτίσει κάποιες παράγκες, στις οποίες διαβιούσαν στα όρια της εξαθλίωσης περίπου 1.000 εργάτες, δουλεύοντας από 12 ώς 14 ώρες την ημέρα σε επικίνδυνες και ανθυγιεινές συνθήκες εργασίας – δεν υπήρχαν μέτρα προστασίας και πολλοί εργάτες θάβονταν ζωντανοί στις στοές.

«Η αμοιβή στην προσφερόμενη -αποκλειστικά σχεδόν από το εργατικό δυναμικό του νησιού- εργασία ήταν μηδαμινή. Οι ώρες της δουλειάς από την ανατολή μέχρι τη δύση του ηλίου. Υγεία, ασφάλεια, συνδικαλισμός ανύπαρκτα. Οι ανθυγιεινές συνθήκες εργασίας και διαβίωσης, η υπερκόπωση, η κακή διατροφή και τα εργατικά ατυχήματα σπρώχνουν μέρα με τη μέρα τους εργάτες στην απελπισία.

»Η παραμικρή διαμαρτυρία τιμωρείται με απόλυση. Η πνευμονοκονίαση, το πρόωρο γήρας και οι θάνατοι στις γαλαρίες είναι φαινόμενα καθημερινά» (από την έκδοση της Ομοσπονδίας Μεταλλωρύχων Ελλάδας, «Η αιματηρή απεργία των μεταλλωρύχων της Σερίφου»).

Η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο όταν ανέλαβε την εταιρεία ο γιος του Αιμίλιου Γρόμαν, ο Γεώργιος, το 1912. Στο εργατικό δυναμικό προστέθηκαν νέοι μεταλλωρύχοι, που έφτασαν από άλλα μέρη, κυρίως από τη Mήλο.

Ομως, μερικοί από αυτούς ήταν επηρεασμένοι από τις σοσιαλιστικές ιδέες και έτσι άρχισε μια σοσιαλιστική και συνδικαλιστική ζύμωση στη Σέριφο.

Οι απάνθρωπες συνθήκες εργασίας οδήγησαν τους εργάτες στην εξέγερση του 1916. Επικεφαλής των απεργών ήταν ο τότε αναρχοσυνδικαλιστής Κωνσταντίνος Σπέρας, που επίσης ήταν από τη Σέριφο, ο οποίος έφτασε στο νησί τον Ιούνιο του 1916 και οργάνωσε τους μεταλλωρύχους σε σωματείο.

Παρ’ ότι η μετέπειτα πολιτική του εξέλιξη είναι προς τον ακραία συντηρητικό συνδικαλισμό, εντούτοις η συμβολή του στην εξέγερση της Σερίφου είναι αναμφισβήτητη.

Στις 2 Αυγούστου του 1916, μετά από δημοσιεύματα στον Τύπο για τις άθλιες συνθήκες ζωής και εργασίας των μεταλλωρύχων και διάβημα του σωματείου προς το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, φτάνει στη Σέριφο ειδικός υπάλληλος του υπουργείου και, ενώ διαπιστώνει πως η κατάσταση είναι όπως περιγράφεται, εντούτοις προτρέπει τους εργάτες να συνεχίσουν να εργάζονται μέχρι να ανακοινωθούν οι αποφάσεις του υπουργείου.

Αυτό τους εξόργισε περισσότερο και αποφάσισαν, στις 7 Αυγούστου, να σταματήσουν κάθε εργασία, κηρύσσοντας απεργία, απαιτώντας την καθιέρωση του οκταώρου, την αύξηση του ημερομισθίου και την προστασία της ζωής τους.

«Καταργήθηκαν οι τοπικές αρχές και οι εργάτες πήραν στα χέρια τους την καθημερινή τους ζωή, μέσω ενός άμεσα ανακλητού εργατικού συμβουλίου που συντόνιζε όλες τις ασχολίες» (Δημήτρης Τρωαδίτης). Επίσης, οι εργάτες κατέλαβαν το λιμάνι και δεν επέτρεπαν στα πλοία να φορτώνουν μετάλλευμα.

Βέβαια, το κράτος δεν ανέχθηκε για πολύ αυτήν την κατάσταση και στις 20 Αυγούστου έστειλε ένα σώμα τριάντα χωροφυλάκων από την Κέα με την εντολή να εξασφαλίσουν, με κάθε τρόπο, τη φόρτωση και τον απόπλου.

Επικεφαλής του σώματος αυτού ήταν ο υπομοίραρχος Xρυσάνθου. Το σώμα της χωροφυλακής αποβιβάστηκε και κατευθύνθηκε προς το λιμάνι του Mεγάλου Λιβαδιού, όπου βρίσκονταν οι απεργοί.

Στη διαδρομή ο Χρυσάνθου τρομοκρατούσε τους πάντες. Το πρωί της 21ης Αυγούστου 1916 ζήτησε συνάντηση με τον Σπέρα και τη διοίκηση του σωματείου για διαπραγματεύσεις. Αντί όμως γι’ αυτό, τους συνέλαβε και τους φυλάκισε.

«Στη συνέχεια, παρέταξε τους χωροφύλακες σε θέση μάχης απέναντι στους συγκεντρωμένους μεταλλωρύχους, δίνοντάς τους προθεσμία πέντε λεπτών να διαλυθούν. Ταυτόχρονα, με το πιστόλι του σκότωσε εν ψυχρώ τον μεταλλωρύχο Θεμιστοκλή Kουζούπη» (Δημήτρης Τρωαδίτης).

Αμέσως εκτυλίχθηκε και γενικεύτηκε μια πραγματική μάχη, με τους χωροφύλακες να πυροβολούν και τους εργάτες να μάχονται με πέτρες, ξύλα και οτιδήποτε άλλο έβρισκαν μπροστά τους.

Η συμπλοκή συνεχίστηκε με τους ανθρώπους της εργοδοσίας και τους χωροφύλακες να πυροβολούν σε κάθε κατεύθυνση. Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων σκοτώθηκαν ακόμα τρεις εργάτες, οι Mιχάλης Zωίλης, Mιχάλης Mητροφάνης και Γιάννης Πρωτόπαπας.

Οι απεργοί επιτέθηκαν με πέτρες στον αστυνόμο της Σερίφου, Ι. Τριανταφύλλου, και τον πέταξαν στη θάλασσα. Ομως εκεί που διοχέτευσαν όλο το μίσος τους ήταν προς τον υπομοίραρχο Χρυσάνθου, ο οποίος λιθοβολήθηκε μέχρι θανάτου και τον πέταξαν από την προβλήτα στη θάλασσα.

Οι απεργοί κατάφεραν να φτάσουν μέχρι τα γραφεία της μεταλλευτικής εταιρείας και απελευθέρωσαν τον Σπέρα και τους άλλους συναδέλφους τους που είχαν συλληφθεί.

Ο τελικός απολογισμός των συγκρούσεων ήταν τέσσερις απεργοί νεκροί και δεκάδες τραυματίες. Επίσης, κατά τη διάρκεια των συμπλοκών σκοτώθηκαν άλλοι δύο χωροφύλακες (συνολικά τρεις νεκροί) και σχεδόν όλη η δύναμη ήταν τραυματισμένη και άοπλη.

Μετά την απελευθέρωση της διοίκησης του σωματείου, γίνεται μεγάλη προσπάθεια να ηρεμήσει το οπλισμένο πλήθος και να σταματήσει το κυνηγητό των χωροφυλάκων.

Τις επόμενες μέρες οι εξεγερμένοι ελέγχουν τα πάντα στο νησί. Στην απεργία συμπαραστάθηκαν και περίπου χίλιοι κάτοικοι.

Στις αρχές Σεπτεμβρίου φτάνει το πολεμικό πλοίο «Αυλίς», με 250 στρατιώτες και δικαστικούς από τη Σύρο. Ετσι, αποκαθίστανται «ο νόμος και η τάξη».

Η διοίκηση του σωματείου και μερικοί ακόμα εργάτες θα φυλακιστούν στη Σύρο. Ο Κώστας Σπέρας οδηγήθηκε στις φυλακές του φρουρίου Φιρκά στα Χανιά Κρήτης.

Τελικά, τα αιτήματα των απεργών έγιναν δεκτά (οκτάωρο, αύξηση ημερομισθίων και έλεγχος του ασφαλιστικού ταμείου αλληλοβοήθειας).

Ο χώρος όπου έγινε η σύγκρουση στο Μεγάλο Λιβάδι, αλλά και τα μεταλλεία όπου θυσιάστηκαν πολλές ανθρώπινες ζωές, είναι από τους πολλούς ιστορικούς τόπους αγώνων της εργατικής τάξης της Ελλάδας.

Ο Δημήτρης Κατσορίδας είναι επιστημονικός συνεργάτης στο ΙΝΕ-ΓΣΕΕ.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών