Micro

Ξαναβλέποντας τον Δράκο του Νίκου Κούνδουρου

Με αφορμή το θάνατο του Νίκου Κούνδουρου είδα για άλλη μια φορά το αδιαμφισβήτητο αριστούργημά του, τον «Δράκο». Και είναι λίγα τα έργα τέχνης στα οποία επιστρέφεις μετά την πρώτη σου επαφή μαζί τους και αντιλαμβάνεσαι πως η αίσθηση που σου προκαλούν είναι τελείως όμοια με την αίσθηση εκείνης της πρώτης φοράς. Είναι λίγα τα έργα που δεν γερνούν από βλέμμα σε βλέμμα. Και ο Δράκος είναι σίγουρα ένα έργο για τους αιώνες. «Φιλμ συναρπαστικό, με ποιητική έμπνευση, που φτάνει σε στιγμές αληθινής έκστασης», έγραφε ο Φρανσουά Τρυφώ για τον Δράκο στο Arts Magazine. Ένα φιλμ που χτυπήθηκε τόσο από την αριστερά όσο και από την δεξιά όταν πρωτοβγήκε στις αίθουσες. Ένα φιλμ που ανακαλύφθηκε από τις διαδοχικές γενιές ξανά και ξανά. Μια διαδικασία που μοιάζει να μην σταματά ακόμα και στις μέρες μας. Το 2010 ο Τζόναθαν Φράνζεν, ένας από τους σημαντικότερους και δημοφιλέστερους αμερικάνους πεζογράφους περιλαμβάνει τον «Δράκο» στο μυθιστόρημα του «Ελευθερία». Του δίνει ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής, όταν το ζευγάρι ηρώων βλέπουν τον «Δράκο» σε ένα από τα πρώτα ραντεβού τους και συζητούν για το νόημα της ταινίας. Στη συνέχεια του βιβλίου, ο Ντίνος Ηλιόπουλος εμπνέει τον πρωταγωνιστή του Γουόλτερ, να σηκώσει το ανάστημά του απέναντι στις επιταγές της εταιρίας στην οποία δουλεύει. Υπάρχει, μάλιστα, κι ένα κεφάλαιο με τίτλο «Ο δράκος της Ουάσιγκτον». Με αφορμή την αναφορά στο μυθιστόρημα ο Γκάρντιαν έγραψε πως «Η «Ελευθερία» του Φράνζεν ξαναζωντανεύει το μύθο του «Δράκου»» και ο κριτικός κινηματογράφου Πίτερ Μπράντσο τόνισε πως με την αναφορά του στον «Δράκο» ο Φράνζεν «άλλαξε, ίσως, τη ροή της ιστορίας του σινεμά και αποκατέστησε τη φήμη του έλληνα σκηνοθέτη Νίκου Κούνδουρου, που δυστυχώς πολλές επίσημες ιστορίες του παγκοσμίου κινηματογράφου τον έχουν αποσιωπήσει. Όλα αυτά τώρα μπορούν να αλλάξουν. Από τότε που κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα το ενδιαφέρον για την ταινία ολοένα μεγαλώνει. Οι άνθρωποι ψάχνουν να τη βρουν». Για να καταλήξει πως ο «Δράκος» αποτελεί «ένα σκοτεινό, σατιρικό νουάρ αριστούργημα».

«Ευχαριστώ. Αφήστε με μόνο.
Σ’ όλη μου τη ζωή απέφυγα
τον θόρυβο»

Ο πρωταγωνιστής του Δράκου -ενσαρκωμένος με αριστουργηματικό τρόπο από τον Ντίνο Ηλιόπουλο- είναι ένας από τους σημαντικότερους χαρακτήρες στο πάνθεον της ελληνικής αφήγησης. Ακριβώς γιατί καταφέρνει, με τρόπο εξαίσια ισορροπημένο, να είναι ένας άνθρωπος διαχρονικός και ένας άνθρωπος της εποχής του. Από τη μία, ο άνθρωπος όπως βγαίνει από τη σφαγή του πολέμου και την πληγή του εμφυλίου. Κυνηγημένος, ενσωματώνοντας το φόβο στις κινήσεις και στον τρόπο που υπάρχει ανάμεσα στα αντικείμενα και τους ανθρώπους. Πάντα με την αίσθηση του ξένου βλέμματος πάνω του. Το σώμα του Ντίνου Ηλιόπουλου είναι το σώμα που προσπαθεί να τυλιχτεί στην ησυχία και να κρυφτεί από το άγνωστο που τον επιτηρεί. Και από την άλλη, ένας άνθρωπος χαμένος σε μια σύγχρονη πόλη. Βγαλμένος μέσα από το «Παλτό» του Γκόγκολ, ταπεινός και καταφρονημένος. Με το σφιχτό πουκάμισο και το γιλέκο, τα γυαλιά του. Με το οριοθετημένο και προσεγμένο του ντύσιμο να περιορίζει τις συγκινήσεις, τα ξαφνιάσματα, τις εκπλήξεις. Ένας άνθρωπος γεωμετρικά τακτοποιημένος. Να χάνει την κλίμακά του μες στην αχανή κλίμακα των δρόμων και της πόλης που τον καταπίνει.

«Συγχώρεσε μας, δεν το θέλαμε»

Το στοιχείο, όμως, που απογειώνει την αφήγηση και καθιστά το έργο του Κούνδουρου αριστούργημα είναι πως ακριβώς πάνω σε έναν τέτοιο άνθρωπο προβάλλεται ο ρόλος του μεσσία από τους γύρω του. Η αντίθεση του ανθρωπάκου και της προσδοκίας αυτών που τον περιμένουν είναι αυτή που δομεί όλο το φορτίο της ταινίας. Μια υπόσχεση και ένας άνθρωπος που είναι αδύνατον να την κουβαλήσει. Ένας μικρός άγιος του υποκόσμου, που ούτε άγιος είναι ούτε στον υπόκοσμο ανήκει. Είναι απλά ένας τραπεζικός υπάλληλος μπροστά στον τρόμο της μοναξιάς μια πρωτοχρονιά βράδυ.
Η συνείδηση της κληρονομιάς, η αμφίσημη απεικόνιση του υποκόσμου, οι χαρακτήρες που βγαίνουν μέσα από την ιστορία της περιόδου χωρίς να μαρτυρούν την καταγωγή τους, οι πλάγιες αναφορές στην τρομοκρατία της εποχής, τα μεικτά στοιχεία του νεορεαλισμού, του εξπρεσιονισμού και του φιλμ νουάρ, η αίσθηση πως η ιστορία είναι μια απολύτως ρεαλιστική αποτύπωση, αλλά μαζί και ένα ανοικτό σύμβολο που μπορεί να συμπεριλάβει μέσα του πολλά ακόμη, η μουσική του Χατζιδάκι και το μπουζούκι του Τσιτσάνη, η ισορροπία ανάμεσα στο ρεμπέτικο, το μοιρολόι και το χωρικό τραγωδίας στο τραγούδι «ο ήλιος έσβησε», ο αμήχανος μετεωρισμός του Ντίνου Ηλιόπουλου στο ζεϊμπέκικο που ακολουθεί, το σενάριο του Καμπανέλλη και η υπέροχη όψη της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου καθιστούν την ταινία ως ένα από τα σημαντικότερα έργα τέχνης που δημιουργήθηκαν στην χώρα μας τον αιώνα που πέρασε.
Η ησυχία με την οποία ο «δράκος» αποσύρεται στο θάνατο θα κατοικεί μέσα μας για πάντα. Μαζί με τον τελευταίο διάλογο της ταινίας:
«-Σαν να πήγαινε γυρεύοντας.
-Αυτός τώρα ησύχασε.
-Τον ήξερε κανείς;
-Όχι»

Θωμάς Τσαλαπάτης

Πηγή: Η Εποχή