Macro

Βουλγαρία: διαφορετικές χώρες σε συσκευασία μιας

Αποστολή

Το όνομά της τα τελευταία χρόνια γέννησε τη λέξη-συνώνυμο του εφιάλτη: βουλγαροποίηση.

Βουλγαροποίηση των μισθών, βουλγαροποίηση των συντάξεων, βουλγαροποίηση των εργασιακών συνθηκών – πώς στ’ αλήθεια να μοιάζει η ίδια η Βουλγαρία;

Με αυτήν την απορία μπαίνω στο αεροπλάνο που μετά από μία ώρα και 20 λεπτά θα προσγειωθεί στη Σόφια.

Πώς μοιάζει η Βουλγαρία; Πέντε μέρες μετά, δεν μπορώ να απαντήσω. Η βουλγαροποίηση πάντως μου έγινε σαφής.

Η Σόφια δεν είναι μια πόλη, αλλά πολλές. Μοιάζει με παζλ που τινάχτηκε στον αέρα και προσπαθείς να ενώσεις τα κομμάτια του για να ξαναδείς ολόκληρη την εικόνα.

Μόνο που η εικόνα είναι μαγική: κάθε φορά που συνταιριάζεις ένα κομμάτι, κλοτσάει το διπλανό του.

Ετσι, είναι εντελώς διαφορετική η Σόφια που αντικρίζεις από τον 7ο όροφο του ακριβού ξενοδοχείου της οδού Vitosha και εντελώς άλλη η Σόφια του Zenski Bazar, της υπαίθριας αγοράς στις φτωχογειτονιές.

Αλλη η Σόφια των τσάρων και των αρτ νουβό κτιρίων και άλλη των μπλοκ των εργατικών πολυκατοικιών και των κτιρίων του σοβιετικού ρεαλισμού.

Κι όπως όλα τα κτίρια στέκονται δίπλα το ένα στο άλλο φτιάχνοντας ένα μοναδικό αμάλγαμα, έτσι ακριβώς είναι κι οι ματιές των ανθρώπων στη χώρα τους: ανάλογα με το σε ποιον μιλάς, νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε άλλη χώρα.

Κι έτσι, οι Βούλγαροι μπορεί να σε τρομάξουν αν πέσεις πάνω σ’ έναν εθνικιστή που ουρλιάζει «να πετάξουμε τους πρόσφυγες στον Δούναβη».

Ή μπορεί να σε παραξενέψουν αν πέσεις πάνω σ’ έναν νεαρό γιάπι που θα σου πλέξει το εγκώμιο του ΔΝΤ γιατί έσωσε τη χώρα κι έφερε επενδυτές.

Ή μπορεί να σε συγκινήσουν αν γνωρίσεις έναν νεαρό κομμουνιστή που νοσταλγεί όσα δεν έζησε.

Ή μπορεί να νιώσεις απλώς τη βαθιά οικειότητα που ενώνει τους Βαλκάνιους γείτονες – ακόμα κι αν στο παρελθόν έχουμε αλληλοσπαραχθεί μεταξύ μας.

Γιατί, εκτός από τους ήχους της γλώσσας, αν λίγο εξοικειωθείς με το κυριλλικό αλφάβητο, μπορείς να διαβάσεις κάθε επιγραφή.

Γιατί οι Βούλγαροι αγκαλιάζονται και φιλιούνται και αγγίζονται πολύ, όπως κάνουμε κι εμείς.

Γιατί πίνουμε κι οι δυο ρακή – και την ονομάζουμε με την ίδια λέξη.

Γιατί μας ενώνει ο ήχος της γκάιντας. Γιατί τα φαγητά μας, τα μπαχαρικά μας, τα γλυκά μας μοιάζουν.

Γιατί φοράμε όλοι μαρτιάτικα βραχιολάκια. Γιατί γελάνε και μιλάνε δυνατά.

Και γιατί σχεδόν παντού θα ακούσεις ελληνικά: από την πωλήτρια στον φούρνο μέχρι τον συνεπιβάτη σου στο τραμ, παντού κάποιος θα σου πει μια καλημέρα ή θα προσφερθεί να σου λύσει κάποιο πρόβλημα μεταφράζοντας.

Με 300.000 μετανάστες στην Ελλάδα, αλλά και χιλιάδες Ελληνες επισκέπτες κάθε χρόνο στη Βουλγαρία, τα ελληνικά είναι μια γλώσσα που θα ακούσεις πολύ συχνά στη Σόφια – ειδικά όταν φτάνει το Σαββατοκύριακο κι έρχονται οι Ελληνες για γεύση «μεγάλης ζωής».

Φτηνή για τους ξένους, ακριβή για τους ντόπιους

Η Σόφια είναι φτηνή για όποιον έχει ευρώ και πανάκριβη για τους κατοίκους της.

Ενα ευρώ αγοράζει δύο λέβα και με 50 λέβα μπορείς να κάνεις σχεδόν τα πάντα: 4 λέβα κοστίζει ένας καφές, 14 ένα νοικιασμένο αμάξι, 20 ένα εξαιρετικό δείπνο, 50 λέβα την ημέρα ένα σπίτι στο κέντρο της πόλης.

Ο μέσος μηνιαίος μισθός το 2016, σύμφωνα με το Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής της Βουλγαρίας, έφτασε τα 484 ευρώ – αυξήθηκε δηλαδή κατά 7,6% σε σύγκριση με το 2015.

Ο υψηλότερος μέσος μηνιαίος μισθός, 1.103 ευρώ, δίνεται σε εργαζόμενους στη δημιουργία και τη διάδοση πληροφοριών και τηλεπικοινωνιών (Slicon Valey του Ανατολικού Μπλοκ, λένε πως ήταν).

Ο χαμηλότερος μέσος μηνιαίος μισθός δίνεται σε εργαζόμενους σε ξενοδοχεία και εστιατόρια (304 ευρώ).

Ο κατώτατος μισθός είναι 215 ευρώ, ενώ χαμηλά παραμένει η ανεργία με 7,2%.

Οι εργαζόμενοι στη Βουλγαρία είναι περίπου 2 εκατομμύρια, όσοι και οι συμπατριώτες τους δηλαδή που αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν όταν η χώρα τους κατέρρευσε οικονομικά κι αφού έπεσε στα χέρια του ΔΝΤ.

Η χώρα υποφέρει από «διαρροή εγκεφάλων»: ενδεικτικά, 60% των αποφοίτων Ιατρικής μεταναστεύουν στο εξωτερικό.

Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο πολύ ανησυχητικό, όπως γράφει ο Βλαντιμίρ Σάμπεφ του Radio Bulgaria:

«Είναι η δημογραφική κρίση. Ο βουλγαρικός πληθυσμός μειώνεται ταχέως και γερνά απειλητικά. Η γεννητικότητα πέφτει κάθε χρόνο όλο και περισσότερο, ενώ αυτοί που είναι ακριβώς στην ακμή των δυνάμεών τους και στην πιο κατάλληλη ηλικία να έχουν παιδιά εγκαταλείπουν τη χώρα.

Η Βουλγαρία μετατρέπεται σε χώρα με ηλικιωμένους και άρρωστους ανθρώπους, για τους οποίους κάποιος πρέπει να δουλεύει για να πληρώνονται οι συντάξεις τους και να τους φροντίζει.

Προς το παρόν ένας εργαζόμενος βγάζει τη σύνταξη 1,5 συνταξιούχων. Είναι κυριολεκτικά μίζερη και μειωτική και δεν φτάνει ούτε για τα φάρμακα των ηλικιωμένων ανθρώπων (σ.σ. 174 PAGEBREAK), αλλά η προοπτική είναι ακόμα πιο απαισιόδοξη».

Από το 1997 που η χώρα τέθηκε υπό οικονομική επιτροπεία αφού δανείστηκε υπέρογκα ποσά, οι Βούλγαροι είναι οι φτωχότεροι πολίτες της Ενωμένης Ευρώπης και το χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς μεγαλώνει συνεχώς.

Η ακροδεξιά

Με αυτά τα δεδομένα, αν δεν φύγεις, σε τι θα μπορούσες να ελπίζεις για να επιβιώσεις, αναρωτιέται σε ένα εξαιρετικό άρθρο της η δημοσιογράφος Μάγια Στογιάνοβα:

«Στην υπερηφάνεια του έθνους και στη συνωμοσία των ξένων μήπως; Το πρώτο (ακροδεξιό) εθνικιστικό (και κατά δήλωση κιόλας) κόμμα ιδρύεται στη Βουλγαρία το 2005 και αμέσως κερδίζει στη Βουλή 21 έδρες από σύνολο 240, δηλαδή σχεδόν το 9% των εδρών.

Το κόμμα αυτό κερδίζει σταθερά τέτοιο ποσοστό στη Βουλή μέχρι και σήμερα, έχοντας υπόψη ότι εν τω μεταξύ ιδρύθηκαν και άλλα εθνικιστικά κόμματα, στα οποία οι ψήφοι διασπείρονται.

Προσφάτως, μαζί με τη μαζική είσοδο Σύρων μέσω Τουρκίας, ιδρύθηκε και το πρώτο ναζιστικό κόμμα. Σας θυμίζει τίποτε αυτό;

Ας σημειωθεί, από άποψη σημειολογίας, ότι η λέξη εθνικιστής/εθνικισμός στη Βουλγαρία δεν έχει πια σχεδόν καθόλου αρνητική φόρτιση. Θεωρείται ισοδύναμο του πατριώτης/πατριωτισμός.

Εάν δεν μεταναστεύσεις και εάν δεν είσαι “υπερήφανος πατριώτης”, θα μπορούσες να ελπίζεις βέβαια και στην εξέγερση.

Στο τέλος Ιανουαρίου πέρσι, αρχικά στη Σόφια και εν συνεχεία σε περισσότερες από 30 πόλεις της χώρας, ο εξαθλιωμένος κόσμος (για πρώτη φορά μετά το 1997) βγήκε στους δρόμους.

Η αρχική διαμαρτυρία δεν ήταν εναντίον του πολιτικού καθεστώτος αλλά εναντίον των υψηλών λογαριασμών της ηλεκτρικής ενέργειας».

Ντίνα Δασκαλοπούλου

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών