Macro

Η τύφλωση της Κεντροαριστεράς

Η κρίση του 1974 έστρεψε τις μεγάλες χώρες είτε πιο πολύ προς τα δεξιά, είτε πιο πολύ προς τα αριστερά, σημειώνοντας την κατάρρευση του κεντροδεξιού χώρου όπως αυτός γινόταν τότε αντιληπτός. Έφερε στην εξουσία τη Θάτσερ στη Μεγάλη Βρετανία και τον Ρίγκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ στη Γαλλία έφερε τον Μιτεράν, που δήλωνε ότι: «Δεν είμαι σοσιαλδημοκράτης, είμαι σοσιαλιστής». Ήταν η άνοδος των άκρων. Όμως η εποχή ευνοούσε τότε τη νεοφιλελεύθερη δεξιά στροφή, όχι τις κεϋνσιανές λύσεις που πρότεινε η Αριστερά.

Έτσι, η σοσιαλδημοκρατική Αριστερά άρχισε να μετατοπίζεται προς όλο και πιο δεξιές θέσεις, μέχρι τον Μπλερ, την Κλίντον, τον Ολάντ. Η μετατόπιση ξεκίνησε για λόγους πραγματισμού. Στηριζόταν στον πολιτικά υγιή περιορισμό των στόχων στο εφικτό υπό τις δεδομένες συνθήκες. Θέσεις που είχαν υιοθετηθεί προσωρινά ως θέσεις τακτικής αναδίπλωσης τελικά μετατράπηκαν όμως σε θέσεις αρχής. Η τακτική αναδείχθηκε σε στρατηγική. Στην αντίπερα όχθη, διαπιστώθηκε όμως επίσης μια μακρά πορεία προς τα δεξιά, με ακραίες απολήξεις τον Σαρκοζί, τον Μπερλουσκόνι, τον Τραμπ. Γιατί;

Όταν η εποχή ευνοεί την οικονομική απορρύθμιση, η κύρια πολιτική αντίθεση δεν είναι πια η αντίθεση Δεξιάς και Αριστεράς, αλλά η αντίθεση δύο μερίδων της Δεξιάς, της φιλελεύθερης, που ωθεί στην απορρύθμιση, και της εθνικιστικής, που αντιμάχεται την απορρύθμιση με όρους εθνικής αναδίπλωσης. Έτσι εξηγείται η δεξιά μετατόπιση και των δύο πόλων. Στην περίοδο αυτή, τα αριστερά κόμματα συμπλέουν είτε με τους θιασώτες της «παγκοσμιοποίησης», της απορρύθμισης της αγοράς, είτε με τους θιασώτες της «εθνικής κυριαρχίας», της «εθνικής προτιμήσεως». Τον πρώτο δρόμο ακολουθούν τα σοσιαλδημοκρατικά, τον δεύτερο τα σταλινικά κόμματα.

Όταν αλλάζουν όμως οι γενικές συνθήκες, όπως φαίνεται να συμβαίνει μετά το 2008, ο πραγματισμός αλλάζει στρατόπεδο. Οι θέσεις που είχαν ορθώς υιοθετηθεί για πραγματιστικούς λόγους, καθώς έχουν δυστυχώς μετατραπεί πλέον σε θέσεις αρχής, βάζουν τώρα εμπόδια στον ίδιο στόχο που είχαν αρχικά υπηρετήσει. Αυτές οι θέσεις είχαν υιοθετηθεί με σκοπό να βοηθηθούν οι ασθενέστεροι υπό συνθήκες μειωμένων σοσιαλιστικών προσδοκιών. Όταν όμως οι σοσιαλιστικές προσδοκίες επανέρχονται, η δογματική προσήλωση στις θέσεις μειωμένων σοσιαλιστικών προσδοκιών ανακόπτει την αλλαγή που η ίδια θεωρεί ότι, ρεαλιστικά τάχα, προετοιμάζει.

Στις καλές περιπτώσεις, η κατάσταση οδηγεί σε αλλαγή σκυτάλης στην Αριστερά. Μια νέα ηγεσία εκφράζει την ανάκαμψη των σοσιαλιστικών προσδοκιών, παρά την αντίσταση των κεντροαριστερών, που ακόμη επικαλούνται την πραγματικότητα υπέρ του δικού τους «ρεαλιστικού» προτάγματος, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι αλλάζει και η πραγματικότητα. Στις κακές περιπτώσεις, η ίδια κατάσταση οδηγεί σε νίκη των παλιών «κεντροαριστερών» ενάντια στη αναδυόμενη σοσιαλιστική τάση. Πρόκειται όμως για πύρρεια νίκη, διότι αποδυναμώνει όλη την Αριστερά και ωθεί στην εξουσία την Άκρα Δεξιά. Στις καλές περιπτώσεις συγκαταλέγεται η Βρετανία, όπου ο Κόρμπιν νίκησε τον Όουεν εντός των Εργατικών, στις κακές οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η Κλίντον νίκησε τον Σάντερς εντός των Δημοκρατικών.

Οι υποστηρικτές του Όουεν θεωρούσαν πως οι Εργατικοί ποτέ δεν θα πάρουν την εξουσία αν υιοθετήσουν τα αιτήματα του Κόρμπιν. Οι υποστηρικτές της Κλίντον θεωρούσαν πως οι Δημοκρατικοί ποτέ δεν θα πάρουν την εξουσία αν υιοθετήσουν τα αιτήματα του Σάντερς. Αυτά όμως ίσχυαν κατά την προηγούμενη περίοδο, όχι πια. Το αποτέλεσμα αυτής της τύφλωσης είναι ότι η Κεντροαριστερά υπονομεύει την πολιτική ανάδυση αιτημάτων που η ίδια καταφάσκει και ευνοεί την άνοδο αντίρροπων λύσεων που απεχθάνεται. Δίχασε το Εργατικό Κόμμα τη στιγμή όπου οι Συντηρητικοί ήταν αποδυναμωμένοι λόγω νίκης του Brexit. Προσφεύγοντας σε εν μέρει αθέμιτα μέσα, απέκλεισε τον Σάντερς, παρόλο που οι δημοσκοπήσεις έδειχναν από την αρχή ότι ήταν ο μόνος υποψήφιος των Δημοκρατικών που θα νικούσε με βεβαιότητα τον Τραμπ.

Η άνοδος της Άκρας Δεξιάς και ο αφανισμός των σοσιαλιστών σε μια σειρά χώρες συνδέονται με την τύφλωση των δογματικών κεντροαριστερών.

Ο Γιώργος Φαράκλας διδάσκει Πολιτική Φιλοσοφία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Πηγή: Η Αυγή