Macro

Η Τουρκία ως παράγων περιφερειακής αποσταθεροποίησης

Μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος του Ιουλίου, η Τουρκία διανύει μία πρωτοφανή περίοδο τρομοκρατίας, αφού το καθεστώς Ερντογάν συνεχίζει τις απηνείς διώξεις εναντίον των αντιπάλων του, αλλά και εναντίον όσων υποπτεύεται ότι δεν είναι ενεργοί υποστηρικτές του. Έτσι, μέσα σε ένα οξύμωρο σχήμα, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ισχυρίζεται ότι υπερασπίζεται τη νομιμότητα και μάχεται την τρομοκρατία, ενώ στην πραγματικότητα προσπαθεί να εξολοθρεύσει –κυριολεκτικά και μεταφορικά- τους αντιπάλους του και να εδραιώσει τη μονοκρατορία του στο εσωτερικό της χώρας.
Έχοντας, λοιπόν, αυτοανακηρυχθεί σε πρωτεργάτη της πάλης κατά της τρομοκρατίας, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επιχειρεί να επιβληθεί σαν πυλώνας στη μάχη κατά της τρομοκρατίας και σε περιφερειακό επίπεδο. Έτσι, όχι μόνο χαρακτηρίζει σαν τρομοκράτες τους περιφερειακούς του αντιπάλους, όπως τους Κούρδους της Συρίας, όχι μόνο «ξεχνά» ότι ενίσχυσε επί μακρόν τους τρομοκράτες του λεγόμενου ΙΚΙΣ (Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και της Συρίας), αλλά και απειλεί τους πάντες, κατηγορώντας τους ταυτόχρονα ότι ενισχύουν την τρομοκρατία.
Αφορμή, αυτή τη φορά, είναι οι προετοιμασίες που γίνονται για την ανακατάληψη της Μοσούλης από το ΙΚΙΣ, στην οποία το πιθανότερο είναι ότι θα συμμετάσχουν και δυνάμεις τόσο των Κούρδων του Ιράκ όσο και των Κούρδων της Συρίας. Πρόκειται για μία επιχείρηση μεγάλης σημασίας, για δύο λόγους: αφ’ ενός διότι η Μοσούλη, όπως και το Κιρκούκ, βρίσκονται στον ιρακινό Βορρά, είναι πλούσιες σε πετρέλαιο και έχουν καταληφθεί από τους τρομοκράτες του ΙΚΙΣ από το καλοκαίρι του 2014. Κατά συνέπεια, η ανακατάληψη τους, όχι μόνο θα στερήσει το ΙΚΙΣ από σημαντικά εδαφικά ερείσματα, αλλά και θα μειώσει σημαντικά τα έσοδα τους από το λαθρεμπόριο πετρελαίου. Αφ’ ετέρου, διότι η συνεργασία των Κούρδων του Ιράκ και της Συρίας, όχι μόνο συνεχίζεται μετά το Κομπάνι, αλλά και ενισχύεται, συμβάλλοντας, πλην των άλλων, και στην ενίσχυση της κοινής εθνικής ταυτότητας. Αυτό, όμως, σημαίνει ότι ενισχύεται η περιφερειακή δυναμική του Κουρδικού ζητήματος, πράγμα που αποτελεί εφιάλτη για την Άγκυρα, η οποία δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τους Κούρδους του ΡΚΚ στο έδαφος της.

Οι βλέψεις για τη Μοσούλη

Σε όλα αυτά θα πρέπει να προστεθεί και το γεγονός των επεκτατικών βλέψεων της Τουρκίας, η οποία εποφθαλμιά το Κιρκούκ και την Μοσούλη. Πράγματι, η Τουρκία διεκδικεί τις περιοχές αυτές ήδη από το τέλος της «Καταιγίδας της Ερήμου», δηλαδή της επίθεσης εναντίον του Ιράκ την οποία εξαπέλυσαν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοι τους τον Ιανουάριο του 1991. Μετά την de facto τριχοτόμηση του Ιράκ και τη δημιουργία κουρδικού θύλακα στον ιρακινό Βορρά, ο τότε πρωθυπουργός της Τουρκίας, Τουργκούτ Οζάλ, είχε προσπαθήσει να αποκτήσει τον έλεγχο τους, επικαλούμενος ιστορικά δικαιώματα της χώρας του στις περιοχές αυτές, αλλά και προτάσσοντας το θέμα της προστασίας των Τουρκομάνων που ζουν εκεί.
Όπως είναι γνωστό, οι προσπάθειες αυτές έπεσαν στο κενό, το Κουρδικό ζήτημα συνέχισε να βρίσκεται στο περιθώριο και η Άγκυρα συνέχισε να μάχεται το ΡΚΚ και μάλιστα να εισβάλει κατά καιρούς στο βόρειο Ιράκ, επικαλούμενη το λεγόμενο δικαίωμα της καταδίωξης, όπως επίσης και το δικαίωμα της να αμυνθεί εναντίον της απειλής που αντιπροσωπεύουν «οι Κούρδοι τρομοκράτες του ΡΚΚ».
Ωστόσο, οι ραγδαίες εξελίξεις -που σηματοδότησαν από τη μια οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 εναντίον των ΗΠΑ και από την άλλη, οι αραβικές εξεγέρσεις του 2011 που οδήγησαν, μεταξύ άλλων, στη δημιουργία του συρο-ιρακινού προβλήματος- ενέτειναν το Κουρδικό ζήτημα, το οποίο αποκτά νέα ισχυρή δυναμική. Του λοιπού, η Άγκυρα βρίσκεται αντιμέτωπη με το γεγονός της συνεργασίας διεθνών δρώντων με τους Κούρδους της Συρίας, οι οποίοι μάχονται το ΙΚΙΣ, προωθώντας παράλληλα σχέδια αυτονομίας τους. Η συνεργασία, όμως, αυτή κάνει να καταρρεύσει η τουρκική προπαγάνδα, σύμφωνα με την οποία οι κουρδικές οργανώσεις είναι τρομοκρατικές.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τα πυρά του τούρκου προέδρου στράφηκαν εναντίον του ιρακινού πρωθυπουργού, Χαϊντέρ αλ Αμπάντι, ο οποίος διαμαρτυρήθηκε για την παρουσία τουρκικών στρατευμάτων στα περίχωρα της Μοσούλης -χαρακτηρίζοντας τα ως στρατεύματα κατοχής- και ζήτησε από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ να αναγκάσει την Άγκυρα να τα αποσύρει. Κατά την προσφιλή του τακτική, ο τούρκος πρόεδρος απάντησε με περιφρονητικό και προκλητικό ύφος στον ιρακινό πρωθυπουργό και τόνισε ότι «τα τουρκικά στρατεύματα θα παραμείνουν στη θέση τους και θα εκπληρώσουν την αποστολή τους». Το ερώτημα, βέβαια, που τίθεται είναι το πώς αντιλαμβάνεται η Τουρκία την αποστολή αυτή.

Ένταση του Κουρδικού

Από την πλευρά του, ο τούρκος πρωθυπουργός Μπιναλί Γιλντιρίμ, στράφηκε κατά της Ουάσιγκτον για το ίδιο ακριβώς θέμα, δηλαδή τη συνεργασία με τους Κούρδους της Συρίας (οι οποίοι έχουν αναπτύξει σχέσεις με τους Κούρδους της Τουρκίας) με αφορμή τη δήλωση της υποψήφιας των Δημοκρατικών, Χίλαρι Κλίντον, ότι εάν εκλεγεί θα εξοπλίσει τους Κούρδους της Συρίας, ως αξιόπιστη δύναμη στον αγώνα κατά του ΙΚΙΣ.
Όμως, η Άγκυρα δεν αρκείται στις φραστικές επιθέσεις, αλλά απαιτεί από την Ουάσιγκτον ανταλλάγματα για όλα και πολύ περισσότερο για την συμμετοχή της στον αγώνα κατά του ΙΚΙΣ. Επομένως, η δήλωση του τούρκου υπουργού Εξωτερικών, ότι η χώρα του είναι πρόθυμη να συμμετάσχει στη σχεδιαζόμενη επιχείρηση ανακατάληψης της Ράκκα (δηλαδή της «πρωτεύουσας» του ΙΚΙΣ) υπό τον όρο ότι δεν θα συμμετάσχουν κούρδοι μαχητές, δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη.
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν προκαλεί σοβαρά προβλήματα στις ΗΠΑ, για τις οποίες η Τουρκία, εδώ και καιρό, αποτελεί μάλλον μέρος του μεσανατολικού προβλήματος, παρά μέρος της λύσης του. Πολύ περισσότερο, που στην παρούσα φάση ψύχρανσης των αμερικανο-ρωσικών σχέσεων, η Τουρκία –μέλος του ΝΑΤΟ- υπέγραψε συμφωνία με τη Ρωσία για την κατασκευή του αγωγού «Turkish stream» για τη μεταφορά φυσικού αερίου, αλλά και συμφωνία για τη δημιουργία εργοστασίου παραγωγής πυρηνικής ενέργειας στο Ακούγιου. Παράλληλα, η Άγκυρα συνεχίζει να ασκεί ασφυκτικές πιέσεις στην Ουάσιγκτον για την έκδοση του Φετουλά Γκιουλέν, ενώ δεν παρέλειψε να αφήσει να εννοηθεί ότι θα προμηθευτεί σύγχρονα οπλικά συστήματα αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων από τη Μόσχα.

Το ποντίκι που βρυχάται

Τέλος, η Άγκυρα αναθερμαίνει τον αναθεωρητισμό της στο Αιγαίο με τις πρόσφατες δηλώσεις Ερντογάν περί Λωζάννης, εμμένει στα τετελεσμένα στην Κύπρο και δείχνει ότι, εάν τα συμφέροντα της το απαιτούν, δεν θα διστάσει να προκαλέσει ρήξη στην νοτιανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Κάτι τέτοιο, θα επεξέτεινε την περιφερειακή αστάθεια και θα δημιουργούσε ακόμα περισσότερα προβλήματα στην αμερικανική πολιτική.
Όπως προκύπτει, υπό το καθεστώς Ερντογάν, η Τουρκία έχει μετατραπεί σε έναν απρόβλεπτο και προβληματικό περιφερειακό δρώντα, αλλά και σε παράγοντα περιφερειακής αποσταθεροποίησης. Ενδεχομένως, ο Τούρκος πρόεδρος να θεωρεί ότι οι συσσωρευμένες περιφερειακές απειλές, τις οποίες η Δύση δεν καταφέρνει να αντιμετωπίσει, αυξάνουν δραματικά τη σημασία της τουρκικής συμβολής στην αντιμετώπισή τους, πράγμα που του επιτρέπει να της επιβάλλει τους όρους του. Μπορεί, επίσης, να νομίζει ότι η παρούσα κατάσταση αστάθειας και σύγκρουσης στην ευρύτερη περιοχή αποτελεί μία θαυμάσια ευκαιρία για να εδραιώσει τη θέση του στο εσωτερικό και μάλιστα «αποκαθιστώντας τις ιστορικές αδικίες του 1923».
Ό,τι και να νομίζει, όμως, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν τα σχέδια του δεν φαίνεται να μπορούν να ευοδωθούν, αφ’ ενός διότι τα μέτωπα που έχει ανοίξει είναι πολλά, και αφ’ ετέρου διότι η στάση της Τουρκίας θυμίζει ένα «ποντίκι που βρυχάται», μια και άλλο είναι το να χρησιμοποιεί τη Μόσχα ως αντίβαρο στην Ουάσιγκτον, και άλλο είναι να στηρίζεται σε αυτήν.

Βιβή Κεφαλά

Πηγή: Η Εποχή