Macro

Τις πταίει για το θεσμικό αδιέξοδο;

Τους τελευταίους αρκετούς μήνες το θέμα της αδειοδότησης των τηλεοπτικών σταθμών βρίσκεται διαρκώς στο επίκεντρο της επικαιρότητας, καθώς προκαλεί συνεχείς και οξύτατες συγκρούσεις μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων της χώρας. Η μεν κυβέρνηση καταβάλλει αλλεπάλληλες προσπάθειες να θέσει κανόνες, μετά από 27 χρόνια, στη λειτουργία του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου, όπως άλλωστε επιτάσσει το Σύνταγμα στο άρθρο 15, η δε αντιπολίτευση αρνείται να παράσχει τη συναίνεσή της. Συνέπεια της σταθερής άρνησης κυρίως της ΝΔ να συνεργασθεί με την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ούτως ώστε να καταστεί κατ’ αρχήν δυνατή η συγκρότηση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, αποτελεί η παράλυση της ίδιας της θεσμικής λειτουργίας του Κράτους στο συγκεκριμένο πεδίο. Ιδίως, μάλιστα, μετά την προχθεσινή απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας να κηρύξει αντισυνταγματικό το νόμο, ο οποίος εκχωρούσε την αρμοδιότητα προκήρυξης του διαγωνισμού για τις άδειες στη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης, το καθεστώς της τηλεοπτικής αναρχίας φαίνεται ότι μπορεί να συνεχίσει να επικρατεί επ’ αόριστον.

Η διαμόρφωση αυτής της μάλλον παράδοξης πολιτικής και θεσμικής πραγματικότητας δεν προήλθε προφανώς από το υπερπέραν. Κάποιοι εμπνεύσθηκαν και ψήφισαν ένα πλέγμα συνταγματικών κανόνων που επιτρέπει σε μια ισχνή μειοψηφία να επιβάλλει την παράλυση της λειτουργίας του Κράτους (προς όφελος της οικονομικής ολιγαρχίας), ενώ κάποιοι άλλοι ερμήνευσαν τους συγκεκριμένους κανόνες με τέτοιο τρόπο, ώστε να νομιμοποιηθεί και με δικαστική βούλα η αντιθεσμική συμπεριφορά των δυνάμεων της αντιπολίτευσης. Ας δούμε πιο συγκεκριμένα αυτά τα δύο σημεία:

α) Το άρθρο 101Α, που ορίζει ότι η συγκρότηση των ανεξάρτητων αρχών προϋποθέτει αυξημένη πλειοψηφία των 4/5 της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, ενσωματώθηκε στο Σύνταγμα με την αναθεώρηση του 2001. Πατέρας της εν λόγω διάταξης είναι ο πολύς Βαγγέλης Βενιζέλος. Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξει κάποιος ότι πρόκειται για μια όχι απλά ατυχή, αλλά εξωφρενική ρύθμιση, από τη στιγμή που προϋποθέτει μια τεράστια πλειοψηφία, χωρίς, όμως, να προβλέπει τι πρέπει να συμβεί στην περίπτωση που αυτή δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί. Στην περίπτωση π.χ. της εκλογής του ΠτΔ (και εκεί απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία) ορίζει λεπτομερώς το Σύνταγμα τη διαδικασία της πρώτης, της δεύτερης και της τρίτης ψηφοφορίας στη Βουλή, μετά επιτάσσει τη διάλυση του σώματος και τέλος προβλέπει ότι αρκεί η απλή πλειοψηφία των 151. Αντιθέτως, για τη συγκρότηση των ανεξάρτητων αρχών, που ο ρόλος τους είναι κομβικός για τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, ο διακεκριμένος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου δεν μπήκε στον κόπο να προβλέψει τι πρέπει να γίνει στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί η απόλυτη συναίνεση όλων των πολιτικών δυνάμεων. Ποια είναι η συνέπεια; Εάν ένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν θέλει να συναινέσει στη συγκρότηση μιας ανεξάρτητης αρχής, επειδή π.χ. διαπλέκεται με το οικονομικό κατεστημένο (εντελώς υποθετικό το παράδειγμα), μπορεί βάσει του Συντάγματος να μπλοκάρει ες αεί την όλη διαδικασία. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση είναι μακράν χειρότερη του άρθρου 86 (ποινική ευθύνη υπουργών), για το οποίο όλες οι πολιτικές δυνάμεις ομονοούν ότι πρέπει να τροποποιηθεί στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση, όποτε και αν διεξαχθεί αυτή. Με βάση τα παραπάνω προξενεί σίγουρα εντύπωση το γεγονός ότι όλους αυτούς τους μήνες, που το ζήτημα της αδειοδότησης των τηλεοπτικών σταθμών βρίσκεται στην επικαιρότητα, δεν έχει ασκηθεί κανενός είδος κριτική σε αυτόν τον απερίγραπτο αναθεωρητικό νομοθέτη, ο οποίος έχει ονοματεπώνυμο.

β) Στην όλη ιστορία της προσπάθειας ρύθμισης του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι μείζον ζήτημα αποτελεί η εκπλήρωση του σκοπού του άρθρου 15 του Συντάγματος. Τι λέει το άρθρο 15; Ότι ο άμεσος έλεγχος του Κράτους στη ραδιοτηλεόραση λαμβάνει και τη μορφή του καθεστώτος της προηγούμενης άδειας. Χωρίς διαδικασία αδειοδότησης, άλλωστε, το Κράτος δεν είναι ουσιαστικά σε θέση να ελέγξει τους όρους λειτουργίας των καναλιών. Και κάτι τέτοιο αντίκειται ευθέως στο σκοπό του Συντάγματος. Το κατ’ αρχήν ζήτημα, λοιπόν, είναι να ασκήσει το Κράτος την ελεγκτική του αρμοδιότητα. Πώς ακριβώς να την ασκήσει, όμως, εφόσον ο κύριος Βενιζέλος έχει δώσει τη δυνατότητα στο 20% της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής να μπλοκάρει για όσο θέλει την όλη διαδικασία; Εκεί έπρεπε να έρθει το ΣτΕ και να κρίνει ότι, εν προκειμένω, η παράκαμψη του ΕΣΡ ήταν επιβεβλημένη, από τη στιγμή που η αντιπολίτευση είχε δηλώσει σε όλους τους τόνους ότι δεν πρόκειται να συναινέσει στη συγκρότηση της ανεξάρτητης αρχής, όποια κι αν είναι η προτεινόμενη σύνθεσή της. Ή τουλάχιστον όφειλε το Δικαστήριο να δώσει μια προθεσμία (όπως φημολογείτο τις προηγούμενες ημέρες) στα πολιτικά κόμματα, προκειμένου να συναινέσουν στη συγκρότηση του ΕΣΡ. Δεν έκανε, όμως, τίποτε από αυτά το Ανώτατο Δικαστήριο. Αντιθέτως, προτίμησε να ακυρώσει την όλη διαδικασία, χωρίς ταυτόχρονα να δεσμεύσει την αντιπολίτευση να σταματήσει άμεσα την ευθέως αντιθεσμική της συμπεριφορά.

Συμπερασματικά, μια σειρά πολιτικών και θεσμικών παικτών συνέπρατταν και συμπράττουν όλα αυτά τα χρόνια με αποκλειστικό σκοπό να δωρίσουν το δημόσιο αγαθό των συχνοτήτων στους εντιμότατους φίλους τους. Κάποιους εξ αυτών τους αναφέρουμε συχνά πυκνά στο δημόσιο λόγο. Πρόκειται για τα κόμματα του παλαιού πολιτικού κατεστημένου, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, που ως κυβερνήσεις αρνούνταν επί δεκαετίες να διεξαγάγουν διαγωνισμό για τη χορήγηση τηλεοπτικών αδειών, ενώ, σήμερα, από τη θέση της αντιπολίτευσης έχουν επιδοθεί σε ένα διαρκές σαμποτάζ της προσπάθειας της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας να θέσει κανόνες. Είναι καιρός, όμως, να βάλουμε στο κάδρο της κριτικής και αυτούς που είτε διαμόρφωσαν ένα πλέγμα καφκικών συνταγματικών κανόνων, με σκοπό να εγγυηθούν τη διαιώνιση της ασυδοσίας, είτε αυτούς που ερμηνεύουν και εφαρμόζουν το Σύνταγμα κατά τρόπο που νομιμοποιεί την αυθαιρεσία και αναπαράγει το αδιέξοδο.

ΥΓ: Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, όπου οι θεσμοί ασφυκτιούν και ο σκοπός του Συντάγματος παραμένει επί 27 χρόνια ανεκπλήρωτος, κάποιοι πανηγύριζαν προχθές, επειδή, κατά την αντίληψή τους, η απόφαση του ΣτΕ αποκατέστησε τη νομιμότητα. Άγνοια ή θράσος;

Ο Αλέξανδρος Κεσσόπουλος είναι δρ Συνταγματικού Δικαίου.